Στην έξοδο του μοναστηριού η ζωή τής φάνηκε τρομερά θορυβώδης: κόρνες, φωνές, βενζινάδικα, τιμοκατάλογοι εστιατορίων. Το τοπίο με τα σχίνα και τους ελαιώνες απομακρυνόταν σε κάθε στροφή του δρόμου. Η Στεφανία κοιτούσε από το παράθυρο του ταξί τα φαινόμενα της καθημερινής ζωής, όλα τα φυσιολογικά πράγματα που ήξερε (γυναίκες που τραβολογούσαν τα παιδιά τους, ζευγάρια τουριστών με βερμούδες, άντρες που σκάλιζαν τη μύτη τους). Της φαινόταν σαν να παρακολουθούσε ταινία δράσης.

Η εβδομάδα που πέρασε στο μοναστήρι την είχε αποσυντονίσει. Αντί να την απαλλάξει από το αίσθημα ματαιότητας που την οδήγησε εδώ, της είχε προσφέρει επιπλέον την επιχειρηματολογία αυτής της ματαιότητας. Γιατί ακριβώς παλεύουμε στην κοσμική ζωή; Για να μας αγαπάει κάποιος; Για να πληρώσουμε την Εφορία; Για να καταλήξουμε το βράδυ εξουθενωμένοι μπροστά στην τηλεόραση; Στον δρόμο για το λιμάνι έπιασε τον εαυτό της να επαναλαμβάνει νοερά τη φράση ενός μοναχού. Τη διάβασε σε ένα από τα εκκλησιαστικά έντυπα που βρήκε στο κομοδίνο της: «Ολα θα περάσουν. Το πολύ πολύ να πεθάνουμε». Ηταν η μόνη φράση που την παρηγορούσε πραγματικά, εδώ και καιρό.

Το δωμάτιό της ήταν απλό και καθαρό, με αγίους να την κοιτάζουν εξεταστικά από τους τοίχους προτού κοιμηθεί, με κουζινάκι δικό της και μπάνιο εξοπλισμένο. Το μόνο που την έκανε να σκέφτεται κελιά ήταν η σιδεριά έξω απ’ το μικρό της παράθυρο. Αλλά τότε ανάγκαζε τον εαυτό της να θυμηθεί πώς κοιμόνταν οι ίδιες οι μοναχές: σε κελιά χωρίς κομοδίνο, μερικές φορές χωρίς καν κρεβάτι, άλλες στην κουρελού, άλλες με στρώμα λεπτό και κάγκελα ολόγυρα για να θυμούνται τον τάφο τους. Και έτσι τελείωνε, προτού καλά καλά αρχίσει, η φαντασίωση του κελιού, η φαντασίωση του μοναχισμού.

Ολες αυτές τις ημέρες παρατηρούσε τις μοναχές από μακριά κι από πιο κοντά. Στον όρθρο, στις ακολουθίες, στον απόδειπνο, στη λειτουργία της Κυριακής, στα διακονήματά τους – άλλη να ποτίζει, άλλη να ανάβει καντήλια, άλλες στα κτήματα, άλλες στις εξωτερικές δουλειές, άλλες στο μαγειρείο. Τις κοίταζε αχόρταγα να διορθώνουν το μαντίλι στο σαγόνι τους, ώστε να μη φαίνεται τίποτε, ούτε ένα κομμάτι αχρείαστο δέρμα. Αγωνιζόταν να κατανοήσει το μυστικό της ζωής τους, της ολύμπιας ηρεμίας τους, το πώς αφήνονταν στην πίστη τους με καρτερία. Παρέδιδαν τη ζωή τους στον Χριστό,
με τη σιγουριά ότι ένα ουράνιο σχέδιο θα τις προστετέψει. Ηταν μορφωμένες οι περισσότερες, με σπουδές και μεταπτυχιακά, όπως η Στεφανία. Τα είχαν εγκαταλείψει όλα για να ζήσουν σε άκρα ταπείνωση, με προσευχές και νηστεία.

Ηταν μια γοητευτική ιδέα. Και μέσα στην απελπισία της η Στεφανία είχε αποφασίσει να δοκιμάσει τον μοναχισμό, όπως κάποιος άλλος θα δοκίμαζε το πλέξιμο, τον διαλογισμό ή τις συνταγές μιας εξωτικής κουζίνας. Ενα ενδεχόμενο, μια πιθανότητα ζωής παραδειγματικής – αυτό δεν αναζητούσε; Οπως ήταν παλιότερα οι σπουδές Γλωσσολογίας στο Παρίσι, τα μαθήματα ισπανικών, τα ταξίδια στην Καππαδοκία και στο Περού, η δουλειά της στη διαφημιστική εταιρεία, η εμπειρία της ανεργίας, ο γάμος της, το διαζύγιό της. Κόντευε να σαρανταρίσει και η ζωή της στην Αθήνα ήταν πιο αδιέξοδη από ποτέ. Οταν της μίλησαν για το μοναστήρι, σκέφτηκε «γιατί όχι;». Με τον ίδιο τρόπο θα απαντούσε αν της έλεγαν να επισκεφθεί έναν σαμάνο ή ένα άσραμ στην Ινδία. Δεν ήταν δύσκολη σε θέματα μεταφυσικής – μια οποιαδήποτε εκδοχή σωτηρίας θα μπορούσε να τη γοητεύσει. Κατά βάθος ήταν παιδί ακόμη.

Φτάνοντας εντυπωσιάστηκε από τα λαγκάδια και τα κελαρυστά νερά. Από τις ροδιές, τις συκιές που φύτρωναν στα βράχια και τα μικρά αγριολούλουδα που οι μοναχές ονόμαζαν πετρομαρούλες. Εμαθε να ξεχωρίζει και την καλοκοιμηθιά (τα άνθη της, ανεστραμμένα, τα χρησιμοποιούσαν σαν φυτίλια στο μοναστήρι για τα καντήλια τους). Αυτή η αίσθηση οικονομίας την είχε εντυπωσιάσει και στον ναό. Είχε χτιστεί με μηδέν ενεργειακό αποτύπωμα – με τα βράχια της εξόρυξης. Οι μοναχές είχαν σπάσει πέτρες και είχαν φτιάξει μικρές ψηφίδες για τα περίπλοκα ψηφιδωτά τους. Και επειδή δεν μπορούσαν να αποκτήσουν φιλντισένιο θρόνο, ζωγράφισαν τον δικό τους, μια τέλεια απομίμηση ελεφαντοστού, που για να την πετύχουν χρησιμοποίησαν ακόμη και βερνίκι νυχιών.

Η ευρηματικότητά τους – την οποία οι ίδιες ονόμαζαν «χάρις Θεού» – έκανε τη Στεφανία να ελπίζει ότι κι εκείνη θα μπορούσε να τα καταφέρει στα πρακτικά ζητήματα της ζωής με λιγότερα, αξιοποιώντας ό,τι είχε. Στον όρθρο, την ώρα που ο νους των μοναχών ήταν αφιερωμένος στον Χριστό και στην επανάληψη του «Κύριε ελέησον», εκείνη έκανε λογαριασμούς που δεν έβγαιναν και σχεδίαζε την καινούργια της ζωή. Θα ήταν ταπεινή και απέριττη, όπως η ζωή μιας μοναχής.

Πρωί κι απόγευμα η Στεφανία ακουμπούσε στον τοίχο του ναού, στην ίδια πάντα θέση, και σκεφτόταν τα δικά της, αν θα βρει δουλειά και πού, παρατηρώντας τις μαυροντυμένες φιγούρες. Κορίτσια και μεγάλες γυναίκες που στέκονταν τόσο ακίνητες, ώστε στο τέλος έμοιαζαν με σκιές ή με βράχους. Κι όταν κινούνταν, το έκαναν με τόση χάρη, αλλά και με τόση οικονομία κινήσεων, που της θύμιζαν Χορό τραγωδίας. Η Στεφανία ζήλευε την αυταπάρνησή τους. Πόσο θα ήθελε να τις μιμηθεί. Οταν της έφερναν δροσερό νερό και γλυκό τριαντάφυλλο στο αρχονταρίκι, θαύμαζε τη δοτικότητα, την παραίτησή τους – πώς αλλιώς να περιγράψει τον παράξενο αυτόν συνδυασμό προσφοράς και αυταπάρνησης;

Σε μερικές με τις οποίες βρέθηκε πιο κοντά είχε τολμήσει να θέσει πιο προσωπικές ερωτήσεις. Τι τις έφερε εδώ, άραγε, μια αποτυχημένη ερωτική ιστορία, μια κοινωνική δεισλειτουργία, κάποιο τραύμα βαθύ; Καμιά δεν παραδέχτηκε κάτι τέτοιο. Ή ήξεραν να κρύβονται καλά, ή είχαν ξεχάσει και οι ίδιες το τραύμα, ή υπήρχε πράγματι τελικά αυτό το κάλεσμα του ασκητισμού, ο θείος έρωτας, έτσι όπως τον περιέγραφε ο Γέροντας Πορφύριος σ’ ένα άλλο βιβλίο που βρήκε στο κομοδίνο της: «Ολο το μυστήριο είναι η προσευχή, το δόσιμο, η αγάπη στον Χριστό. Η μοναχική ζωή είναι ζωή χαρισάμενη. Πρέπει να γλυκαθεί ο μοναχός στην προσευχή, να ελκυσθεί υπό της θείας χάριτος. Δεν μπορεί να σταθεί στον μοναχισμό, αν δεν γλυκαθεί στην προσευχή. Αν αυτό δεν γίνει, πάει, δεν μπορεί να καθήσει στο μοναστήρι. Αλλά αυτό που τον κρατάει στο μοναστήρι μαζί με την προσευχή είναι η εργασία και το εργόχειρο. Δεν είναι άλλο η δουλειά και άλλο η προσευχή. Η εργασία δεν εμποδίζει την προσευχή. Αντίθετα, την ενισχύει και την κάνει πιο καλή. Είναι σαν να προσεύχεται κανείς, σαν να κάνει μετάνοιες».

Η Στεφανία δεν είχε άλλη δουλειά από το να κοιτάζει τις μοναχές να εργάζονται. Την έβαλαν στο εργαστήριο αγιογραφίας, στο ραφείο, μια μέρα την έφεραν να φάει και μαζί τους. Συνήθως έτρωγε μόνη της στο δωμάτιο. Της έφερναν νόστιμα και απλά φαγητά, κριθαράκι με σπανάκι και ταχίνι, όσπρια ή πίτες. Της έφερναν παστέλια, αβοκάντο και πορτοκάλια. Την Κυριακή την κάλεσαν να φάει μαζί τους στη μεγάλη σάλα. Εκεί κατάλαβε ότι ακόμη και το γεύμα ήταν ένα είδος εργασίας στο μοναστήρι. Ετρωγαν όλες σιωπηλά και η αναγνώστρια – μια δόκιμη – διάβαζε το Ευαγγέλιο. Δεν είχε μάθει να κοιτάζει το φαγητό της, να καταπίνει μια μπουκιά προτού ετοιμάσει την επόμενη. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να τρώει έτσι αντί να καταπίνει όρθια ξαναζεσταμένο φαγητό μπροστά στον νεροχύτη.

Μα εκείνο που της έκανε εντύπωση περισσότερο απ’ όλα ήταν ότι στο μοναστήρι άκουσε ξανά, ύστερα από χρόνια, το «έχει ο Θεός» που έλεγε η μητέρα της. Οι μοναχές δεν προγραμμάτιζαν τίποτε. Τα σχέδια χαλούσαν στο μοναστήρι. Γι’ αυτό ζούσαν το σήμερα και άφηναν το αύριο στα χέρια του Θεού. Αυτή η ολοκληρωτική άφεση θα πρέπει να ήταν η πίστη. Να μπορείς να ζεις μέρα με την ημέρα με πίστη σε ένα ανώτερο σχέδιο, να μη φοβάσαι ότι θα καταλήξεις στον δρόμο.

Η Στεφανία είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι μοναχές μπορούσαν να το κάνουν αυτό επειδή είχαν κάποιον να τις νοιάζεται – όχι μόνο τον Θεό, αλλά και την ηγουμένη τους, το πλαίσιο του μοναστηριού. Το τίμημα της υπακοής είχε την ανταμοιβή του: ένα είδος ασφάλειας που δεν συναντούσες έξω, στον άγριο κόσμο. Ομως εκείνη είχε για μία ακόμη φορά αποτύχει. Ξανάβγαινε στον κόσμο με ένα αίσθημα ήττας βαθύτατης. Στο λιμάνι βρήκε αναμνηστικά, κάτι ψευτοπράγματα που θα μπορούσε να αγοράσει στη μητέρα της, στις φίλες της, όπως κάνουν οι τουρίστες. Και καθώς περίμενε να πληρώσει, χάιδεψε για πρώτη φορά το κομποσκοίνι που αγόρασε στο μοναστήρι. «Κύριε ελέησον» ψιθύρισε, καταλαβαίνοντας για πρώτη φορά το νόημα της προσευχής.

ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ

Οι αρχές του μοναχισμού ανάγονται στην περίοδο των διωγμών εναντίον των χριστιανών. Με βάση το κήρυγμα του Χριστού και την αποστολική γραμματεία, οι χριστιανοί μοναχοί αναζητούν τη θέωση μέσω της αναχώρησης από την κοσμική ζωή.

Στην Ελλάδα, όταν μιλάμε για ασκητισμό, ο νους μας πηγαίνει συνήθως στην Αθωνική Πολιτεία. Ωστόσο, οι γυναικείες μονές έχουν μακραίωνη παράδοση. Η παλαιότερη ανάμεσά τους είναι η Ιερά Μονή Παλιανής, σταυροπηγιακό μοναστήρι στον Νομό Ηρακλείου. Υπάρχουν αναφορές στο μοναστήρι από τον 14ο αιώνα. Ο σημερινός ναός άρχισε να χτίζεται το 1826 στη θέση ενός άλλου, ο οποίος είχε ερειπωθεί στην Επανάσταση του 1821.

Η Ιερά Πατριαρχική & Σταυροπηγιακή Μονή Χρυσοπηγής βρίσκεται στα Χανιά, στη διαδρομή προς το λιμάνι της Σούδας. Ιδρύθηκε τον 16ο αιώνα και είναι αφιερωμένη στην Παναγία τη Ζωοδόχο Πηγή. Το 1976 εγκαταστάθηκαν στην ερειπωμένη – από την εποχή της γερμανικής κατοχής – μονή οι τρεις πρώτες μοναχές της σημερινής αδελφότητας. Τα κτίρια αναστηλώθηκαν με περισυλλογή της πέτρας των ερειπωμένων οικημάτων. Παράλληλα, συντηρήθηκαν όλα τα ιστορικά κειμήλια και διαφυλάχθηκαν στο Εκκλησιαστικό και Λαογραφικό Μουσείο. Η μονή είναι ανοιχτή καθημερινά (8.00 π.μ.-12.00 μ.μ. και 3.30 μ.μ.-6.00 μ.μ.).

Η Χρυσοπηγή είναι γνωστή, μεταξύ άλλων, και για τη μεγάλη οικολογική ευαισθησία των μοναχών. Η καλλιέργεια της γης γίνεται με τις μεθόδους της βιολογικής καλλιέργειας, ακολουθώντας τη χριστιανική αντίληψη για τη λελογισμένη χρήση των αγαθών. Για τα 250 στρέμματα γης με ελιές, μανταρινιές, συκιές και λαχανόκηπους, χρησιμοποιείται κομπόστ από οργανικά υλικά (φύλλα, πριονίδι, κοπριά). Για τον γενικότερο εμπλουτισμό του εδάφους σπείρεται βίκος (ψυχανθές) που, όταν φτάσει στην ανθοφορία, οργώνεται απελευθερώνοντας στο έδαφος οργανικό άζωτο. Προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης για παιδιά πραγματοποιούνται στα αναστηλωμένα κτίσματα του μετοχιού της Αγίας Κυριακής.

Ασκητισμού εγκώμιο

«Η χαρά ήτις πηγάζει από τον Θεόν υπάρχει δυνατωτέρα της ενταύθα ζωής και όστις γευθή αυτήν, όχι μόνον δεν θέλει προσέχει εις τα πάθη, αλλ’ ουδέ την ενταύθα ζωήν αυτού θέλει επιθυμήσει (…) Η αγάπη του Θεού είναι γλυκυτέρα της προσκαίρου ζωής».

(Ισαάκ του Σύρου, «Ασκητικά»)

«Οι ασκηταί μεταποιούν τον αέρα σε λεύκωμα και δεν τους πειράζει η νηστεία. Οταν έχετε τον έρωτα στο θείον, μπορείτε να νηστεύετε με ευχαρίστηση. Αλλιώς, σας φαίνονται όλα βουνό».

(Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, «Βίος και λόγοι»)

Μια δόση σκεπτικισμού

«Πιστεύουν ότι τους αγαπώ. Τι παρεξήγηση! Τι θα μπορούσε να σημαίνει η αγάπη για ένα ον σαν κι εμένα, πάνσοφο και παντοδύναμο; Η αγάπη μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο όπου υπάρχουν ελαττώματα, απώλειες, ελλείψεις, αδυναμίες, μυωπία».

Η συγγραφέας Νάνσυ Χιούστον δανείζεται τη φωνή του Θεού για να μιλήσει για τα ανθρώπινα στο μυθιστόρημά της «Dolce agonia» (εκδ. Αγρα).

«Τι σημαίνουν τα ασκητικά ιδεώδη; Για τους ψυχολογικά εξασθενημένους και τους ευέξαπτους ανθρώπους (δηλαδή για την πλειονότητα των θνητών) είναι μια απόπειρα να φανταστούν τον εαυτό τους “πολύ καλό” για αυτόν τον κόσμο, μια ιερή μορφή οργιώδους υπερβολής, το βασικό τους όπλο στον αγώνα τους με τον διαρκή πόνο και την πλήξη. Για τους κληρικούς είναι η ουσιώδης πεποίθηση, το αποτελεσματικότερο όργανο εξουσίας και επίσης η υψηλότερη όλων άδεια για εξουσία. Τέλος, για τους αγίους είναι το πρόσχημα για χειμερία νάρκη, η πιο πρόσφατη επιθυμία τους για δόξα, η επανάπαυσή τους στην ανυπαρξία (στον “Θεό”), η δική τους ιδιαίτερη μορφή παραφροσύνης. Ωστόσο, το γεγονός ότι γενικά το ασκητικό ιδεώδες σήμαινε τόσο πολλά για τους ανθρώπους είναι η έκφραση μιας βασικής διάστασης της ανθρώπινης βούλησης, του horror vacui, του τρόμου του κενού».

(Φρίντριχ Νίτσε, «Η γενεαλογία της ηθικής»)

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Αυγούστου 2013