Ανεβαίνω. Ο αέρας μού χτυπάει το πρόσωπο, οι ελιές έχουν μπουμπουκιάσει. Αφησα πίσω μου τη Στοά της Αγοράς, το Βουλευτήριο και έχω πάρει ένα κακοτράχαλο μονοπάτι που οδηγεί στο μεγάλο θέατρο της Κασσώπης. Ο άνδρας μου και οι φίλοι μας παραπονιούνται «πού μας τρέχεις γέρους ανθρώπους;». Ακούμπησαν στα πολυγωνικά τείχη και με απείλησαν ότι αν αργήσω θα φύγουν και θα με παρατήσουν εδώ. Μετά τα 70, λένε, πρέπει κανείς να βαδίζει σε ομαλό δρόμο, όχι να σκαρφαλώνει σε ερειπωμένα θέατρα.

Αλλά εγώ θέλω να το δω αυτό το θέατρο. Το έχτισαν οι Κασσωπαίοι, ένα ηπειρώτικο φύλο των Θεσπρωτών, και λέγεται ότι κατασκεύασαν 6.000 θέσεις. Για όλους τους κατοίκους της αρχαίας Κασσώπης. Θέλω να δω με τα μάτια μου τι σημαίνει να νιώθει μια κοινωνία τόσο αισιόδοξη για την αμεσότητα της δημοκρατίας της, ώστε να κατασκευάζει ένα θέατρο για όλους τους πολίτες της. Παλαιότερα, προτού αρχίσω να παρακολουθώ μαθήματα Ιστορίας, έβλεπα ένα ερείπιο και έλεγα, μάλιστα, ένας ιωνικός κίονας, μια επιγραφή, ας δούμε τι γράφει. Αν υπήρχε ξεναγός, άκουγα με ευλάβεια ό,τι μας έλεγε και πίστευα κάθε λέξη. Τώρα έχω αλλάξει.

Είναι ωραίο να αλλάζεις όσο γερνάς, να αμφιβάλλεις όλο και περισσότερο. Πριν από μια δεκαετία το μόνο που με ένοιαζε ήταν να ετοιμάζω ταπεράκια για τους γιους μας. Και να ξεσκονίζω τις ράχες των βιβλίων στη βιβλιοθήκη μας. Σήμερα δεν ξεσκονίζω τόσο πια, αν κάτι με ενδιαφέρει παρατάω το ξεσκονόπανο και αρχίζω να διαβάζω στα όρθια. Εχω βουλιμία, πώς να το πω, δεν ξέρω πώς λέγεται αυτό που με πιάνει. Θέλω να καταλάβω τι μας έχει συμβεί σ’ αυτή τη χώρα. Γιατί θεωρούμε ότι ξέρουμε τόσα ενώ δεν ξέρουμε τίποτα.

Ο άνδρας μου και το ζευγάρι των φίλων μας πιστεύουν ότι τρελάθηκα. Είμαι σίγουρη ότι για μένα συζητάνε τώρα εκεί κάτω. Πιστεύουν ότι η μανία μου με την Ιστορία είναι ένα είδος έπαρσης και προσωπικής εκτόνωσης απέναντι στην κρίση και όταν μου το λένε εγώ τους απαντώ: «Ε, και; Μήπως ενοχλώ κανέναν;». Λένε πως έχω διαλύσει την παρέα μας και ότι έχω γίνει εριστική και δυσάρεστη από τότε που άρχισα να παρακολουθώ τα επιμορφωτικά σεμινάρια Ιστορίας. Αυτό το είπαν την 25η Μαρτίου, που είχαμε μαζευτεί στο σπίτι μας να φάμε μπακαλιάρο και εγώ τους ρώτησα αν ξέρουν πότε αποφασίστηκε να γιορτάζουμε την εθνική μας γιορτή. Και επειδή δεν ήξεραν, τους είπα «επί Οθωνα» και συνέχισα λέγοντας ότι στην Επανάσταση δεν ξεσηκώθηκαν ούτε οι καθολικοί Ελληνες ούτε οι μουσουλμάνοι της Κρήτης. Και όταν τους είπα ότι η Εκκλησία δεν στήριξε την Επανάσταση, επειδή ήταν προεθνικός θεσμός, γούρλωσαν όλοι τα μάτια τους. Μετά τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα, επειδή ανέφερα όσα είχα μάθει για το κρυφό σχολειό. Οτι δηλαδή ήταν ένα μύθευμα, μια ωραία μπλόφα, επειδή οι Οθωμανοί δεν είχαν κανέναν λόγο να καταστείλουν τις γλώσσες των υπηκόων τους, και εξάλλου υπήρχαν εκλεκτά σχολεία ελληνικών τον 18ο αιώνα.

Μιλούσαν όλοι μαζί και μου έλεγαν ότι δεν ξέρω τι μου γίνεται και εγώ επέμενα με την οργή του νεοσύλλεκτου – ανέφερα βιβλία και πηγές τονίζοντας ότι εμείς οι Ελληνες φτιάχνουμε αυτές τις τραγικές ιστορίες για να δικαιολογούμε τη μοίρα μας και την ύπαρξή μας, επειδή ως λαός έχουμε γεννηθεί αγανακτισμένοι. Επεσε μια περίεργη σιωπή και μετά όλοι άρχισαν να τσακώνονται με όλους. Εκείνη την ημέρα αποφάσισα ότι δεν θα ξαναπώ φωναχτά τις απόψεις μου, ότι θα τις κρατάω για τον εαυτό μου. Ο σκοπός μου δεν είναι να διαφέρω ούτε να κάνω την έξυπνη. Θέλω μόνο να καταλάβω και να μοιραστώ αυτό που κατάλαβα. Φοβάμαι πως είναι αδύνατον. Οι άνθρωποι φοβούνται την αλλαγή, ο πραγματικός τους εχθρός είναι η άποψη των άλλων.

Ετσι και σήμερα. Προτού κατέβουμε από το αυτοκίνητο, στο γύρισμα του δρόμου, εμφανίστηκε το εντυπωσιακό γλυπτό του Ζογγολόπουλου, στο σημείο ακριβώς που έπεσαν οι Σουλιώτισσες, στην κόψη του βράχου του Ζαλόγγου. Αρχισαν πάλι να λένε τα αναμενόμενα για τις γενναίες Σουλιώτισσες, κοιτάζοντάς με λοξά, να δουν αν θα πω τα δικά μου. Κοίταξα έξω από το παράθυρο, πήρα μια βαθιά εισπνοή και η στιγμή πέρασε.

Τώρα που ανηφορίζω προς το θέατρο, μπορώ να καταλάβω καλύτερα τις Σουλιώτισσες. Ζούσαν απομονωμένες, με τη σκέψη του εχθρού, και όταν έφτασαν εδώ θα πρέπει να ένιωσαν εγκλωβισμένες. Αυτός ο εχθρός, που ήταν άγνωστος και σκοτεινός – το απόλυτο κακό –, ζύγωνε. Μήπως αυτό που ένιωσαν λέγεται πανικός; Θα ρωτήσω τη δασκάλα μας. Εκείνη με έχει μάθει να σκέφτομαι αλλιώς.

Στο μάθημα της Ιστορίας νιώθω σαν να ξαναγεννιέμαι. Ολα τα αδιανόητα κατασκευάσματα που μας έμαθαν στο σχολείο σπάνε σαν κλούβια αβγά και σχεδόν μπορώ να μυρίσω τη βαριά αποφορά τους στην αίθουσα. Η εθνική μας Ιστορία, ο τρόπος με τον οποίο μας έμαθαν να πιστεύουμε από το δημοτικό ότι έχουμε πάντα δίκιο, ότι μας κυνήγησαν, ότι όλοι οι ξένοι είναι κακοί. Και πως έγιναν καλοί ξαφνικά με το πακέτο Ντελόρ και ίδιοι διάβολοι μετά, με την τρόικα. «Πάντα οι άλλοι έφταιγαν;» ρωτάει η δασκάλα μας. Καρφίτσα δεν πέφτει στην τάξη.

Να που έφτασα στο θέατρο. Είναι ερειπωμένο, χορταριασμένο, αλλά με γαληνεύει τόσο η ύπαρξή του. Στο βάθος λάμπει ο Αμβρακικός, είναι σαν να βρίσκομαι σε ένα αεροπλάνο και να παρακολουθώ όσα έχουν συμβεί από απόσταση, προσπαθώντας να καταλάβω. Ενας μπάμπουρας βουίζει κοντά στ’ αφτιά μου, κατά τα άλλα τρομερή ησυχία, αρχαία σιωπή. Κάθομαι λίγο να ξαποστάσω, το μάρμαρο είναι κρύο, τα αγριολούλουδα θροΐζουν.

Ολα φαίνονται πιο μικρά από εδώ: το Πρυτανείο, το Καταγώγιο, οι στενωποί και οι πλατείες του ιπποδάμειου συστήματος, τα τείχη της πόλης – αλλά κυρίως οι συνταξιδιώτες μου. Κι εγώ νιώθω μικρή, μικρότερη από ποτέ, μια σταλιά άνθρωπος. Θέλω να καταλάβω πριν πεθάνω, να μάθω. Και τι κρίμα που το σώμα μου έχει αρχίσει να με εκδικείται. Τώρα, στην κατάβαση, τα γόνατά μου πονάνε. Και δεν έχουμε φέρει μαζί μας ισχυρά παυσίπονα. Κι αν τους πω για τα γόνατά μου, θα πουν: «Ποιος φταίει, χριστιανή μου;». Και τότε θα μπω στον πειρασμό να τους πω πώς και πότε αντικαταστάθηκε η λέξη «άνθρωπος» από τη λέξη «χριστιανός».

Τις Δευτέρες, μετά το μάθημα, βγαίνουμε μερικές κυρίες μαζί, μετά το μάθημα Ιστορίας. Είναι όμορφα επειδή νιώθουμε ότι ανήκουμε σε μια μυστική ομάδα που παραγγέλνει καφέ ή τσάι, μια ομάδα που μοιάζει βαρετή στα μάτια των τρίτων, αλλά για μας είναι το μοναδικό κρυφό σχολειό που υπήρξε ποτέ. Είμαστε ήρεμες και χαρούμενες και είναι σαν να γνωριζόμαστε από χρόνια, ενώ κατά βάθος είμαστε άγνωστες. Αυτό που μας ενώνει είναι η επιθυμία μας να καταλάβουμε όσα αγνοούσαμε μια ζωή.

«Γιατί γελάς έτσι παράξενα;» λέει ο άνδρας μου καθώς τους πλησιάζω. «Μήπως συνάντησες κανέναν αρχαίο Κασσωπαίο;».

«Μπορείς να το πεις κι έτσι» απαντώ και κοιτάζω μακριά, πέρα από τις βελανιδιές.

Σημειωματάριο

*Τα μαθήματα Ιστορίας είναι ιδιαίτερα δημοφιλή στους Νεοέλληνες. Μεγάλη προσέλευση παρατηρείται σε ενότητες μαθημάτων που διδάσκονται από ιδιωτικούς φορείς όπως η ΠΥΡΝΑ στην Κηφισιά, το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (Στοά του Βιβλίου) κ.ά.

*Τα πιο δημοφιλή μαθήματα ανά την επικράτεια είναι τα δωρεάν μαθήματα Παγκόσμιας Ιστορίας και Ιστορίας της Τουρκοκρατίας της Μαρίας Ευθυμίου. Η ακαδημαϊκός – που διδάσκει παγκόσμια Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών – έχει μεταφέρει τα τελευταία έξι χρόνια το μάθημά της και εκτός αμφιθεάτρου. Οι δωρεάν διαλέξεις της σε δήμους ανά την επικράτεια διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα και αποτέλεσαν κοινότητες επιμόρφωσης εκατοντάδων ανθρώπων.

*Από την Αθήνα θα μεταφέρει εφέτος τα μαθήματά της στη Σάμο και του χρόνου στην Αίγινα, στη Θήβα, στην Κάλυμνο, στη Μύκονο, στη Μυτιλήνη και στον Βόλο. Ανθρωπος της προσφοράς η ίδια, θεωρεί ευνόητο το ενδιαφέρον των Ελλήνων για την Ιστορία, ειδικά σε εποχές βαθιάς κρίσης. Οπως λέει, οι σπουδαστές, άνθρωποι κάθε ηλικίας, «επιδεικνύουν τρομερή φιλομάθεια και αφοσίωση. Χωρίς να κρύβουν την έκπληξή τους όταν πλησιάζουμε βαθιά ιδεολογήματα όπως η ορθοδοξία ή ο κομμουνισμός, είναι έτοιμοι ν’ ακούσουν και να μάθουν». Σύμφωνα με τη Μαρία Ευθυμίου, «είμαστε λαός ανεσταλμένος και επειδή αισθανόμαστε μονίμως ηττημένοι, εστιάζουμε διαρκώς στην επόμενη ήττα μας».

*Η Λένα Διβάνη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας Εξωτερικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τονίζει ότι «οι Ελληνες δεν ενδιαφέρονται απλώς για την Ιστορία, νομίζουν επίσης ότι ξέρουν τα πάντα για την Ιστορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε τραπέζια, παρουσία επιστημόνων, τολμούν να εκφέρουν απόψεις που δεν μπορούν να στηρίξουν. Ανέκαθεν απορούσα από πού αντλούν τόση βεβαιότητα. Οπως ακριβώς δεν σκαλίζουμε τον εαυτό μας, το προσωπικό μας παρελθόν, έτσι αντιμετωπίζουμε και την Ιστορία. Δεν θέλουμε να αναγκαστούμε να έρθουμε σε επαφή με σκληρές αλήθειες. Γι’ αυτό λατρεύτηκαν τόσο οι λαϊκιστές στην Ελλάδα. Η επιστήμη της Ιστορίας σχετίζεται με τον ορθολογισμό, άρα είναι μισητή. Δεν είναι τυχαίο ότι επί Σημίτη αγαπήθηκαν τόσο τα βιβλία του Θέμελη. Ηταν η εποχή που προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε μια πιο νεωτερική αφήγηση για τον εαυτό μας, μια αφήγηση της αστικής τάξης».

*Ενα ενδιαφέρον συνέδριο που θα ασχοληθεί με σχετικά θέματα διοργανώνεται το καλοκαίρι στον Βόλο (30/8-1/9) από το Δίκτυο Μελέτης Εμφυλίων Πολέμων, από κοινού με το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και τη ΜΚΟ Πολίτες εν Γνώσει. Θέμα του, «Χρήσεις και καταχρήσεις της Ιστορίας. Η δημόσια Ιστορία στην Ελλάδα». Στόχος του, να μελετηθεί η εξέλιξη της δημόσιας Ιστορίας στην Ελλάδα χωρίς, ωστόσο, να χάνεται από τον ερευνητικό ορίζοντα η συγκριτική προοπτική. Το διδακτικό εγχειρίδιο της Στ΄ Δημοτικού (2007), το παλαιότερο της Γ΄ Λυκείου Γενικής Παιδείας (2002), η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το Κυπριακό, η διαρκής επικαιρότητα του Μακεδονικού, η τραυματική μνήμη της Μικρασιατικής Καταστροφής και της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, η δικαστική διαμάχη για την Εκτέλεση των έξι, καθώς και η μεγάλη συζήτηση για τη δεκαετία του 1940, που επεκτάθηκε στις στήλες των εφημερίδων και δίχασε την ιστορική κοινότητα πριν από μερικά χρόνια, είναι ορισμένα πολύ γνωστά και ενδεικτικά πεδία «συμβολικών πολέμων» της σύγχρονης Ιστορίας εν Ελλάδι.

*Από πού να ξεκινήσει κανείς; Μικρή ενδεικτική βιβλιογραφία:

– Βερέμης Θάνος, Κολιόπουλος Γιάννης, «Ελλάς: Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα», εκδ. Καστανιώτη. Μια θεματική, αντί για τις συνήθεις χρονολογικές προσεγγίσεις της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.

– Σβορώνος, Νίκος Γ., «Το Ελληνικό έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού», σε επιμέλεια Νάσου Βαγενά, εκδ. Πόλις.

– Βασίλης Γκουρογιάννης, «Το ασημόχορτο ανθίζει», εκδ. Καστανιώτη. Μια προσέγγιση του αλληλοσπαραγμού στην Ηπειρο, μέσω της λογοτεχνίας. Και ταυτόχρονα μια απόδειξη της μάταιης απόπειρας μιας συλλογικής ερμηνείας της Ιστορίας.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Ιουνίου 2013