Βλέπουμε το σαλόνι ενός σπιτιού και είναι βράδυ, στο βάθος του πλάνου ο ουρανός έξω από το τζάμι είναι μαύρος. Ο φωτισμός είναι ζεστός, τα χρώματα καφέ και μπεζ, έπιπλα και διακόσμηση μίνιμαλ αλλά όχι ψυχρά, κομψά αλλά όχι πολυτελή, το σπίτι θα μπορούσε να είναι στην καλή βόρεια περιοχή του Μανχάταν, αλλά οι ένοικοί του θα ήταν νέοι, με αρκετά λεφτά για να στηρίζουν το γούστο τους. Οντως δύο νέες γυναίκες μπαίνουν, όμορφες, καλοντυμένες, μιλάνε μεταξύ τους, συγκάτοικοι από ότι καταλαβαίνουμε, ετοιμάζονται για έξοδο. “Πώς σου φαίνομαι” ρωτάει η μία, “αυτό δεν είναι το καινούργιο μου φόρεμα;” λέει η άλλη, “καλά πως κάνεις έτσι” της απαντάει, και η καλή συγκάτοικος καταπίνει την στενοχώρια της και λέει “σου πάει” ή κάτι τέτοιο επιδοκιμαστικό. Ο ήρωας του επόμενου επεισοδίου είναι ένας νέος ζωγράφος, γύρω στα 28, και ο κακός είναι ο γκαλερίστας που προσπαθεί να του κόψει τα φτερά, να τον αποθαρρύνει. Οταν ο ζωγράφος μας τελικά τα καταφέρνει τον βλέπουμε στο εσωτερικό μιας έκθεσης, γύρω του κόσμος που θα περίμενε κανείς να δει σε μια εκδήλωση στο Village της Νέας Υόρκης, χίπστερς, φιλότεχνοι μαικήνες, όλοι κομπάρσοι ντυμένοι με δημιουργικότητα ώστε να παραπέμπουν στους ανθρωπότυπους που θα φωτογραφίζονταν στα εγκαίνια μιας γκαλερί. Ωραία ζωή, 3 χρόνια πριν θα μπορούσε κανείς ακόμα και να σκεφτεί ότι θα μπορούσε να την έχει.

Είμαστε πέντε, τρεις γυναίκες και δύο άντρες, που καθόμαστε μπροστά στην τηλεόραση σε ένα δωμάτιο, στο δεύτερο όροφο αυτού του ανακαινισμένου σπιτιού στο 11 της Ευριπίδου. Στην είσοδό του μια χειρόγραφη αφίσα με κόκκινα γράμματα ανακοινώνει το θέμα της διάλεξης στους περαστικούς από τη γειτονιά των μικρών εμπορικών, λίγο πιο κάτω από την πλατεία Κλαυθμώνος: “Αναποδιές και ατυχήματα. Γιατί συμβαίνουν;”. Ο σαϊεντολόγος που μας μιλάει δίνει την απάντηση στην πρώτη του πρόταση: επειδή έχουμε στο περιβάλλον μας ανθρώπους που μας καταπιέζουν. Αυτοί οι “καταπιεστικοί”, “αντιδραστικοί” άνθρωποι είναι η αιτία των κακοτυχιών μας, έχουν 12 χαρακτηριστικά που μας απαριθμεί, είναι γενικά επικριτικοί, αποθαρρυντικοί, παρασιτικοί, επιθετικοί και ύπουλοι. Μπορούμε να τους χειριστούμε με τη χρήση της “τεχνολογίας” που καταλαβαίνω ότι είναι ένας όρος που περιγράφει τη μεθοδολογία που πουλάει η σαηεντολογία (με αυτή την ορθογραφία γράφουν τη λέξη οι ίδιοι). Τη μαθαίνεις αγοράζοντας τα βιβλία του Χάμπαρντ και με την ταυτόχρονη επιτήρηση από έναν επόπτη, τον όντιτορ, που αποφασίζει αν μπορείς να προχωρήσεις στα επόμενα επίπεδα. Ο ομιλητής είναι ένας άντρας γύρω στα 50, με βαμμένα ανοιχτά μαλλιά και γυαλιά, και θα μπορούσε να είναι κάποιος που έχει μείνει πολλά χρόνια στο εξωτερικό ή έχει ξένη καταγωγή, από τον τρόπο που μιλάει. Σταματάει πολλές φορές για να ρωτήσει αν καταλάβαμε και τότε χαμογελάει και φαίνονται κάτασπρα τα δόντια του. Ολοι χαμογελάνε στο δεύτερο όροφο του κτηρίου της Σαϊεντολογίας που είναι γεμάτο με βιβλία του Χάμπαρντ στα ράφια, ακριβώς όπως κάνουν οι πωλητές. Η Σαϊεντολογία είναι μια εμπορική επιχείρηση, έχει να πουλήσει υπηρεσίες και βιβλία.

Η γυναίκα που κάθεται δίπλα μου μιλάει περισσότερο από τους άλλους, δυνατά και με ορμή. Πρέπει να είναι κι αυτή λίγο πριν ή μετά τα 50, τα μαλλιά της είναι πιασμένα πίσω με ένα κίτρινο κλαμεράκι, φοράει ένα παλιό, φαρδύ τζην μπουφάν και τα δαχτυλά της είναι πρησμένα όπως των ανθρώπων που έχουν περάσει τη ζωή τους κάνοντας χειρωνακτικές δουλειές. Πριν από μια ώρα παρακολουθούσε ένα μάθημα στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. “Πρέπει να ψάχνεσαι” συμβουλεύει τη διπλανή της “να μαθαίνεις, για να βρεις μια άκρη”. Ατυχήματα είχε και ο γιος της, μας εξομολογείται, εργατικά ατυχήματα, και τώρα είναι άνεργος και στα δικαστήρια ζητώντας να βρει το δίκιο του. Θέλει να τον στηρίξει ψυχολογικά και μαζί τον εαυτό της. “Κάποιος καταπιεστικός υπήρχε στη δουλειά του”, της λέει ο ομιλητής. Η γυναίκα που κάθεται μπροστά μου και βλέπω μόνο το πίσω μέρος του παλτό της που είναι κόκκινο, μας λέει ότι είναι 45 χρονών και μένει με τη μάνα της. Την αγαπάει, λέει, αλλά όπως της είχε πει και ο όντιτορ την θεωρεί υπεύθυνη για το ότι δεν την αφήνει να αναπτύξει τα ταλέντα της, είναι και αυτή καταπιεστική προσωπικότητα. Γι αυτό υπάρχει η “τεχνολογία” λέει ο ομιλητής. Το πρώτο μάθημα και βιβλίο κοστίζει 38 ευρώ.

Τέτοιες ιστορίες με μαμάδες και κόρες είναι γεμάτη η περιοχή γύρω από την Ευριπίδου, στην αγορά της Αθήνας, εκεί που οι κανονικοί άνθρωποι, οι μικροαστοί που κρατιούνται με τα νύχια στην κοινωνική τους τάξη, ψάχνουν την καλύτερη τιμή. Η απώλεια, η ματαίωση και η διάψευση δεν είναι μεγάλες ειδήσεις, καθημερινότητα είναι, αλλά η κρίση τις έκανε χειρότερες, τις άπλωσε σε περισσότερο κόσμο. Εύκολα διασπείρονται σαν ιός γιατί είναι κοινωνικές ασθένειες, πάρε από έναν άνθρωπο τα λεφτά και την υπόσχεση για κάτι καλύτερο στο μέλλον και δες για πότε αρχίζει να αμφιβάλλει για οτιδήποτε θεωρούσε σταθερό, για πότε αρχίζει κάθε αποτυχία να μετράει διπλά, για πότε ψάχνει να βρει γιατί του συμβαίνουν μόνο ατυχήματα και αναποδιές και ακολουθεί τις ταμπέλες για τις διαλέξεις που θα του εξηγήσουν.

Εχουμε αρχίσει να λέμε περίεργα πράγματα: “πότε τελειώνει ο ανάδρομος Ερμής, τίποτα δεν μου πάει καλά”, “κλείσε τις ντουλάπες δεν κάνουν καλό φενγκ σούι”, “παίρνω αρνητικά vibes από αυτόν τον άνθρωπο”, “όταν θέλεις κάτι πολύ το σύμπαν συνωμοτεί για να γίνει”, “όλα για καλό γίνονται”. Μαζί με τις παραδοσιακές δεισιδαιμονίες του ματιάσματος και των ζωδίων και όλες τις δοξασίες του ελληνικού χωριού, έχουν μπερδευτεί μαζί στην καθημερινή μας κουβέντα και μια ολόκληρη σειρά από συμβουλές ευτυχίας. “Ακολούθα τα θέλω σου”, “άκου την καρδιά σου”, “στο θετικό άνθρωπο έρχονται τα θετικά της ζωής”, όλα πάνω κάτω τα ρητά που μοιραζόμαστε στα social media καταλήγουν σε αυτά τα νοήματα. Μιλάμε πολύ για την ευτυχία. Σαν μια ολόκληρη χώρα να χώρισε και με το μάγουλο στη μπάρα να ακούει το σοφό μπάρμαν μιας αμερικάνικης ταινίας.

Κάποιοι καταλήγουν σε αστρολόγους και σε μάγους. Αλλοι στην πνευματικότητα των πρακτικών της Ανατολής. Στους life coaches. Στη Σαϊεντολογία. Στο NLP (Νευρογλωσσικός Προγραμματισμός), που στο εξωτερικό συγκρίνεται με τη Σαϊεντολογία και έχει επίσης και στην Ελλάδα μια σχετική διάδοση. Οσων οι αναζητήσεις καταλήγουν εκεί μπορεί να ξεκινάνε από την ανάγκη απόκτησης κάποιου ελέγχου σε μια ζωή που σου έχει φύγει από τα χέρια. Αλλά ακόμα περισσότερο είναι η ανάγκη που περιγράφει στην ταινία The Master ο Πολ Τόμας Αντερσον και που σε πολλούς θύμισε τις εξουσιαστικές σχέσεις γκουρού – ακολούθων της σαϊεντολογίας. Είναι η ανάγκη ενστέρνισης ενός προσωπικού εξηγητικού κώδικα, ένα πακέτο φιλοσοφίας και συμπεριφοράς που να σε οδηγεί σαν πυξίδα στα δύσκολα. Το πακέτο της σαϊεντολογίας είναι αλλόκοτο. Περιλαμβάνει μια θεολογία με εξωγήινους και πνεύματα και συνοδεύεται διεθνώς εδώ και χρόνια με κατηγορίες για εξαπάτηση, εκφοβισμό, κατάχρηση περιουσιών και χειριστικές παρεμβάσεις στην προσωπική ζωή των μελών της.

Η υπόσχεσή της είναι η αυτοβελτίωση και για αυτήν έχουν τον πρώτο όροφο. Τα δωμάτια είναι φωτισμένα με το λευκό φως των λαμπών φθορισμού, ένα είναι αναγνωστήριο – βιβλιοθήκη. Στο διπλανό γίνονται οι προσωπικές συνεδρίες, το όντιτινγκ, και πάνω σε ένα τραπέζι είναι ακουμπισμένα τα ηλεκτρόμετρα. Είναι μια δικιά τους πατέντα αυτή του Χάμπαρντ και φτιάχνονται στην Gold Base, στο αρχηγείο της οργάνωσης στην Καλιφόρνια. Δεν είναι φτηνά, κοστίζουν γύρω στα 900 ευρώ και διοχετεύουν μια μικρή τάση στο σώμα του εξεταζόμενου, όσο μιας μπαταρίας. Υποτίθεται ότι αλλαγές στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο του σώματος δείχνουν αν εξακολουθεί να επηρεάζεται από τα πνεύματα ή παλιότερες εμπειρίες. Ο Χάμπαρντ έλεγε ότι είναι τόσο ευαίσθητοι μετρητές ώστε μπορείς να καταλάβεις ότι και οι τομάτες ουρλιάζουν όταν τις κόβεις. Το γραφείο του είναι στην είσοδο, έχει μια ταμπέλα με το όνομά του. Σε όλα τα γραφεία των Σαϊεντολόγων υπάρχει ένα, και αυτό είναι σαν να έχει βγει από το 60, όλο ξύλινο, με τις βιβλιοθήκες και ένα παλιομοδίτικο γραφείο, που έχει πάνω ακουμπισμένο ένα μεγάλο μεγεθυντικό φακό. Μια βελούδινη διαχωριστική κορδέλα, σαν κι αυτές που έχουν τα μουσειακά εκθέματα, σου δείχνει ότι δεν μπορείς να μπεις.

Πριν από μερικά χρόνια ήμασταν μαζεμένοι καμιά δεκαριά δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο σε μια παλιά αποθήκη τρένων περιμένοντας για συνεντεύξεις με τους ηθοποιούς του Fast Five. Ενας από τους λιγότερο γνωστούς, ο Ταιρέζ Γκίμπσον, έφτασε χαμογελαστός και μας χαιρέτησε όλους με χειραψία πριν ξεκινήσει. Οταν έφυγε, ένας Ιταλός δημοσιογράφος που έμενε χρόνια στο Λος Αντζελες και του άρεσαν τα κουτσομπολιά του Χόλυγουντ μας είπε ότι είναι κόλπα των Σαϊεντολόγων αυτά, του τα έχει μάθει ο Γουίλ Σμιθ, που τον έχει μυήσει. Η εικόνα της σαϊεντολογίας είναι φιλική και χαρούμενη, δεν είναι μια ερμητική οργάνωση. Αναγκαστικά, γιατί πρέπει να πουλήσει βιβλία, πρέπει να είναι προσβάσιμη. Στο Λονδίνο το βιβλιοπωλείο της είναι στην Tottenham Court Road, έναν από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους του κέντρου, και οι κράχτες απ’ έξω σε σταματάνε για να συμπληρώσεις τα τεστ τους. Ο υπαινιγμός είναι ότι μπορείς να έχεις κι εσύ αυτή τη ζωή της επιτυχίας, του Τομ Κρουζ, του Γουίλ Σμιθ, του καλλιτέχνη στο Village, ή κάτι στα δικά σου μέτρα. Δεν απευθύνεται σε πλούσιους ή κοινωνικά δυνατούς ανθρώπους, δεν βρίσκεται τυχαία στο κέντρο της αγοράς της Αθήνας. Αν ήθελαν θα μπορούσαν να έχουν τα γραφεία τους στην Κηφισιά ή στο Ψυχικό, έχει και εκεί πολύ κόσμο που περνάει από το δρόμο μπαινοβγαίνοντας στα μαγαζιά. Οι πελάτες τους είναι οι εξουθενωμένοι από τα τραύματα και οι αποδυναμωμένοι από την κρίση. Οι συνηθισμένοι άνθρωποι.

*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗmagazino την Κυριακή 21 Απριλίου 2013