Πρωτοσυνάντησα το όνομα Eμίλιο «Ελ Ιντιο» Φερνάντες το 1974, νεαρός, στην αλησμόνητη ταινία του Σαμ Πέκινπα «Φέρτε μου το κεφάλι του Αλφρέδο Γκαρσία», στην οποία κρατούσε τον ρόλο του αρχηγού (jefe). Την προηγούμενη χρονιά ο Πέκινπα, το «μαύρο πρόβατο» των αμερικανικών στούντιο, έχοντας έρθει σε σύγκρουση με τους μεγιστάνες της κινηματογραφικής βιομηχανίας των ΗΠΑ, αλκοολικός και σε υπαρξιακό αδιέξοδο, πήγε στο Μεξικό και γύρισε με ελάχιστα χρήματα αυτή την απίστευτη ταινία. Δεν ήταν ο μόνος. Τα σπουδαιότερα έργα του ο Λουίς Μπουνιουέλ τα γύρισε στο Μεξικό, τη Μέκκα του λατινοαμερικανικού κινηματογράφου, αλλά και της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής. Ο Φερνάντες ήταν φίλος με τον Μπουνιουέλ, όπως και με τον Τζον Χιούστον, τη Μαρία Φελίξ, την Ντολόρες ντελ Ρίο, τον Μιγκέλ Κοβαρούμπιας, τη Φρίντα Κάλο, τον Χουάν Ρούλφο, τον Μάλκολμ Λόουρι.

Αυτούς και πλήθος άλλους θα συναντούσα εκείνο το βροχερό βράδυ στο σπίτι του Φερνάντες στο Κογιοακάν, το πιο γνωστό προάστιο της Πόλης του Μεξικού. Ηταν η Ημέρα των Νεκρών, κατά την οποία, σύμφωνα με την παράδοση, οι ίσκιοι τους εμφανίζονται σε τούτη την τεράστια Αχερουσία της Λατινικής Αμερικής για να επικοινωνήσουν νοερά με τους ζωντανούς, να σταθούν δίπλα στις μπάντες των μαριάτσι που παίζουν στις πλατείες και στα εστιατόρια και να προβάλουν πίσω από τις τεράστιες τοιχογραφίες των τριών κορυφαίων ζωγράφων που μετέτρεψαν την τοιχογραφία σε ζωντανή πολιτική ιστορία: του Ντιέγκο Ριβέρα, του Αλφάρο Σικέιρος και του Χοσέ Κλεμέντε Ορόσκο.

Η βραδιά ήταν το επιστέγασμα μιας αλησμόνητης μέρας. Είχα δει το πρωί στο μουσείο της Φρίντα Κάλο, στο λεγόμενο Μπλε Σπίτι, το ημιτελές πορτρέτο του Στάλιν στο καβαλέτο της. Και έπειτα πήγα σε ένα άλλο μουσείο, στο σπίτι του Τρότσκι, ερωμένη του οποίου υπήρξε η Κάλο, όπως και του σωματοφύλακά του Ζαν Βαν Χάιγενουρτ. Αυτή που είχε υποδεχθεί μαζί με τον Ντιέγκο Ριβέρα ως ήρωα τον Τρότσκι όταν έφθανε στο Μεξικό, για να έρθει σε σύγκρουση μαζί του, τόσο η ίδια όσο και ο Ριβέρα, και να λατρέψει τον Στάλιν τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Ο Στάλιν πέθανε το 1953 στη Μόσχα. Η Κάλο έναν χρόνο αργότερα, στο Κογιοακάν, μια φορά κι έναν καιρό μακρινό προάστιο, όπως ήταν κάποτε η Κηφισιά, και τώρα τμήμα του πολεοδομικού τέρατος που λέγεται Πόλη του Μεξικού, με πάνω από 20 εκατομμύρια κατοίκους.

«Η Ιστορία είναι γεμάτη μικρές και μεγάλες ιστορίες που τις ψάχνουν όσοι έρχονται στην πόλη κι επισκέπτονται τα μουσεία και τα μέρη όπου έζησαν όλες αυτές οι διασημότητες» σχολίασε η Ναταλία Μορελεόν, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μεξικού και μεταφράστρια ελληνικής λογοτεχνίας. «Απόψε, όμως, έχω προγραμματίσει κάτι ιδιαίτερο: θα πάμε να δεις το σπίτι του Εμίλιο Φερνάντες και να γνωρίσεις την κόρη του, Αδέλα» είπε και κατέληξε, όπως το συνήθιζε: «Είναι έκπληξη».

Τι μπορούσε να είναι πιο εκπληκτικό από το να θαυμάζει η Κάλο (που της έπλεκαν το εγκώμιο οι υπερρεαλιστές) τον Τρότσκι και έπειτα να πάει στο άλλο άκρο και να καταλήξει θαυμάστρια του θανάσιμου εχθρού του, του Στάλιν, τον οποίο ουδέποτε συνάντησε στη ζωή της; Θυμήθηκα μια φράση του Μανόλη Αναγνωστάκη: «Δεν θέλω να γνωρίζω πάρα πολύ τους ανθρώπους».

Η «γλυκιά Ολίβια»

Το σπίτι του Φερνάντες βρισκόταν στην calle Dulce Olivia (την «Οδό της γλυκιάς Ολίβια»). Καθ’ οδόν προσπαθούσα να συνθέσω το παζλ. Ο Φερνάντες κάλεσε έναν από τους διασημότερους αρχιτέκτονες της εποχής, τον Μανουέλ Πάρα, να του φτιάξει το απόλυτο μεξικανικό ανάκτορο, που να μη μοιάζει με καμιά από τις βίλες του Κογιοακάν. Φαντάζεται κανείς πόσες αλλαγές, διχογνωμίες ή ακόμη και καβγάδες θα πρέπει να μεσολάβησαν ώσπου να ολοκληρωθεί, αφού το χτίσιμό του διήρκεσε 20 χρόνια. Για την πρόσοψη χρησιμοποιήθηκαν ηφαιστειογενή πετρώματα, από αυτά που βρίσκονται γύρω από το ηφαίστειο Ποποκατεπέτλ, φαντάζομαι. Κι έπειτα κάνω άλλες σκέψεις: πώς χρησιμοποιήθηκε η παγωμένη λάβα στο χτίσιμο; Και, άραγε, ποια συμβολική σημασία τής έδιναν – και αν – ο αρχιτέκτονας και ο ιδιοκτήτης;

Τα σπίτια που φιλοδοξούν να είναι μοναδικά περιέχουν τους πόθους και τα όνειρα του ιδιοκτήτη, και του αρχιτέκτονα φυσικά. Οσο πραγματικά είναι, άλλο τόσο και εικόνες της φαντασίας. Ετσι, και η παρουσία όσων έζησαν σε αυτά, άλλοτε ανεπαίσθητη κι άλλοτε κυρίαρχη, δεν χάνεται, λες και μεταβιβάζουν τη μνήμη και τα πάθη της ζωής τους στους μεταγενέστερους.

Καθώς περνούσα από το ένα δωμάτιο στο άλλο κι από τη μία στην άλλη ταράτσα και αργότερα έξω, στην αυλή, δίπλα από τη λιμνούλα με τα νούφαρα, ανακαλούσα το πλήθος των καλλιτεχνών, των σκηνοθετών, των ηθοποιών, των ζωγράφων και των συγγραφέων που πέρασαν από εδώ: τον Μπουνιουέλ, τον Πέκινπα και τον Τζον Χιούστον, ο οποίος στα τελευταία χρόνια της ζωής του πραγματοποίησε το όνειρό του και μετέφερε στον κινηματογράφο το αριστούργημα του Μάλκολμ Λόουρι «Κάτω από το ηφαίστειο», που μέρος του, λέγεται, το έγραψε εδώ και το υπόλοιπο στην Κουερναβάκα. Επειτα τη Μαρία Φελίξ και την Ντολόρες ντελ Ρίο, αιθέριες ντίβες του μεξικανικού κινηματογράφου, που σήμερα τις θυμούνται μόνον οι φανατικοί κινηματογραφόφιλοι. Και ύστερα τον Μιγκέλ Κοβαρούμπιας, που θα έβλεπα πίνακές του σε αυτό το τεράστιο σπίτι, και τον Χουάν Ρούλφο εκείνου του αλησμόνητου «Πέδρο Πάραμο», καταστατικού έργου της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας.

Ποια ήταν, όμως, η «γλυκιά Ολίβια»; Ηταν η Ολίβια ντε Χάβιλαντ, το μεγάλο αστέρι του Χόλιγουντ της χρυσής εποχής, με την οποία, καθώς λένε, ο Φερνάντες είχε μια ρομαντική σχέση. Ομως, τι σημαίνει «ρομαντική»; Και αν σημαίνει κάτι, πόσο «ρομαντική»; Σήμερα η Ολίβια ντε Χάβιλαντ ζει σε βαθιά γεράματα (είναι 97 ετών) στο Παρίσι. Και οι περισσότεροι τη θυμούνται για τον ρόλο της ως Μέλανι Χάμιλτον στο «Οσα παίρνει ο άνεμος», αν και δεν ήταν ο σημαντικότερος στην καριέρα της. Αλλά όταν το 2008 ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο υιός τής απένειμε το Εθνικό Μετάλλιο των Τεχνών ήταν, μου φάνηκε, σαν να τη συνόδευαν την ώρα της απονομής όλες οι σκιές των νεκρών εκείνης της εποχής.

Ταλαντούχος και βίαιος

Ο κινηματογράφος δημιουργεί ζωντανούς μύθους από τους οποίους συναρπάζονται και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές τους. Γοητεία και ερωτισμός ενσαρκώνονται στη δημόσια εικόνα – μολονότι δεν ξέρω αν μπορείς να ισχυριστείς κάτι τέτοιο και για την εικόνα που αποτυπώνεται στο σελιλόιντ. Ευαισθησία; Πόθος; Ή μήπως αυτά καλύτερα να μην προσπαθεί κανείς να τα εξηγήσει; Αλλά και από μόνο του το γεγονός ότι ο Φερνάντες έπεισε τις αρχές να δώσουν το όνομα της Ολίβια ντε Χάβιλαντ στον δρόμο όπου έχτισε το σπίτι του, αρκεί για να αποδείξει τη δύναμη των μύθων σε τούτη τη χώρα που προέκυψε από τη σύγκρουση του μετακολομβιανού με το προκολομβιανό παρελθόν της, το οποίο, όσο βίαιο κι αν ήταν, δεν μπορεί να συγκριθεί με τη βιαιότητα της κοινωνίας που επέβαλαν εδώ οι κονκισταδόρες.

«Ηταν σπουδαίος καλλιτέχνης ο Φερνάντες, αλλά κι εξαιρετικά βίαιος άνθρωπος» είπε η Ναταλία καθώς περπατούσαμε μέσα στη χαώδη έπαυλη με τα αμέτρητα δωμάτια, γεμάτα βωμούς στους μια φορά κι έναν καιρό επισκέπτες και φίλους του «Ινδιάνου». Στους τοίχους δέσποζαν μεγάλες φωτογραφίες εποχής και από κάτω λουλούδια. Εδώ η Μαρία Φελίξ, πιο κάτω ο Χιούστον, λίγο παρά εκεί ο Κοβαρούμπιας, κι έπειτα ο Λόουρι, η Ντολόρες ντελ Ρίο κι άλλοι, φίλοι του Φερνάντες, που μου ήταν άγνωστοι.

Στην τεράστια κουζίνα με τα χειροποίητα έπιπλα και τα ινδιάνικα χαλιά η Αδέλα μάς πρόσφερε μαύρη μπίρα. Μιλούσε χαμηλόφωνα, σαν να ερχόταν και εκείνη από το παρελθόν που ζωντάνευε απόψε, και μας σύστησε την κόρη της, Αθηνά. Επειτα ανεβήκαμε στο πάνω πάτωμα και μας έδειξε τα βραβεία και τα αναμνηστικά της εποχής όπου θριάμβευε ως σκηνοθέτης και ηθοποιός ο πατέρας της: τον Χρυσό Φοίνικα με τον οποίο τιμήθηκε στις Κάννες το 1946 για τη «Μαρία Καντελαρία». Φωτογραφίες από τις ταινίες που γύρισε ο ίδιος ή άλλες όπου έλαβε μέρος ως ηθοποιός. Τιμητικές πλακέτες.

Οταν ανατρέχεις στο παρελθόν, δεν χρειάζεται να νοσταλγείς εποχές που δεν έζησες ο ίδιος, γιατί τότε λες ψέματα για το παρελθόν. Η συλλογική μνήμη είναι γεμάτη ιστορίες, αλλά Ιστορία δεν είναι. Ενεργοποιεί, όμως, τη φαντασία. Θυμήθηκα μπροστά στο βραβείο του Χρυσού Φοίνικα πως το σενάριο της «Μαρίας Καντελαρία» ο Φερνάντες το έγραψε, όπως έλεγε, σε ένα εστιατόριο, πάνω σε 13 χαρτοπετσέτες. Ηταν το «δώρο» του στην Ολίβια ντελ Ρίο για τα γενέθλιά της. Αναπόφευκτα πήγα πιο πίσω, στο 1928, όταν ο Σέντρικ Γκίμπονς, καλλιτεχνικός διευθυντής τότε της Metro Goldwyn Mayer, του ζήτησε να ποζάρει, κι αυτός έπειτα από πολλούς δισταγμούς δέχτηκε, για το αγαλματίδιο του γυμνού άνδρα που κρατά ένα σπαθί, αυτό που έκτοτε είναι το βραβείο Οσκαρ.

Ταλαντούχος, εντυπωσιακός και βίαιος, υβριδική φιγούρα της μεξικανικής κοινωνίας, αλλά και τυπικό δείγμα του λατινοαμερικανικού machismo που εκφραζόταν μέσα από έναν ιδιότυπο εθνικισμό, ο Φερνάντες, όταν θύμωνε, τραβούσε το πιστόλι του και πυροβολούσε στον αέρα. «Αυτό έκανε όταν η κόρη του δεν του έφερνε καλούς βαθμούς. Εβγαζε το πιστόλι και πυροβολούσε» είπε η Ναταλία.

Ηταν η εποχή που εδώ οι πάντες οπλοφορούσαν – και πυροβολούσαν για ψύλλου πήδημα, που λέει ο λόγος. Μεγαλωμένος σε έναν αιώνα επαναστάσεων, πραξικοπημάτων, βίας και αίματος, ο γοητευτικός «Ιντιο» ανέπτυξε το πρότυπο της μεξικανικής ταυτότητας βασισμένο στις συλλογικές εμπειρίες της χώρας του, αλλά και στις προσωπικές του, όταν ως οπαδός του Χουέρτα φυλακίστηκε, νέος, κατάφερε να δραπετεύσει, να ακολουθήσει τον Χουέρτα στο Χόλιγουντ και να επιστρέψει αργότερα στο Μεξικό για να γίνει μία από τις πιο εμβληματικές μορφές του κινηματογράφου μαζί με τον Φιγκερόα, με τον οποίο άλλωστε συνεργάστηκε πολλές φορές.

Εζησε στα άκρα – κι έτσι λειτούργησε και ως καλλιτέχνης. Τέτοιες σκέψεις κάνει κάποιος διαβάζοντας για τη ζωή του, σκέψεις που γίνονται πιο έντονες μέσα στο σπίτι όπου έζησε και πέθανε. Προσπαθώντας, ωστόσο, να μην παρασυρθώ από την υποβολή, σκεφτόμουν πόσο γρήγορα γερνάει ο κινηματογράφος, πόσο χρονολογημένος είναι – σε αντίθεση με τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και, ακόμη περισσότερο, με τη μουσική.

Ομως απόψε ήταν η Ημέρα των Νεκρών και η βροχή που έπεφτε έξω τάραζε τα νερά μιας αόρατης Στυγός που αναβόσβηνε μέσα στο ημίφως των αναμνήσεων. Το παρελθόν, σπρωγμένο από μιαν αόρατη δύναμη, ερχόταν να καταλάβει αυτό εδώ το εξωφρενικό ανάκτορο. Αν έστηνε κανείς αφτί, είχε την αίσθηση ότι θα άκουγε το σαρκαστικό γέλιο των χάρτινων σκελετών δίπλα στη λιμνούλα με τα νούφαρα, στην κορυφή της σκάλας που οδηγούσε από το ισόγειο στο πάνω πάτωμα, λες και είχαν τα πάντα αντιστραφεί κι εκεί πλέον βρισκόταν η είσοδος του Κάτω Κόσμου.

Ο βωμός του Κεφαλλονίτη

Στεκόμουν μπροστά στη φωτογραφία του Χουάν Ρούλφο, που πόζαρε μελαγχολικός επάνω στο άλογο, και αναρωτιόμουν πόσες από αυτές που γέμιζαν το σπίτι σχηματίζοντας τον νεκρό θίασο των αναμνήσεων τις είχε τραβήξει ο ίδιος. Ο Ρούλφο ήταν και σπουδαίος φωτογράφος. Ξέχασα, όμως, να ρωτήσω την Αδέλα, γιατί το μάτι μου έπεσε δίπλα στη φωτογραφία του Ρούλφο, σε έναν περίεργο βωμό, εντελώς παράταιρο μέσα σε τούτη την παρέλαση των διασημοτήτων. Στη φωτογραφία πόζαρε ένας κοντόχοντρος γερασμένος άνδρας. Από κάτω υπήρχε ένα μπουζούκι. Και πιο κάτω ακόμη μια σειρά από πορτοκαλόχρωμα λουλούδια. Ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος; Και πώς βρισκόταν η φωτογραφία του σε τούτο το σπίτι;

Ετσι έμαθα την ιστορία εκείνου του άσημου Κεφαλλονίτη που κάθε χρόνο ο ίσκιος του έρχεται σ’ ένα σπίτι το οποίο ο ίδιος ποτέ δεν επισκέφθηκε όσο ζούσε. Ενας Κεφαλλονίτης εδώ, την Ημέρα των Νεκρών στη χώρα του Μοντεζούμα, του Εμιλιάνο Ζαπάτα, του Πάντσο Βίγια, του Ντιέγκο Ριβέρα και του Οκτάβιο Πας.

Την ιστορία μού την αφηγήθηκε αργά το βράδυ η Ναταλία. Το 1965 η Αδέλα, νέο κορίτσι, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη. Σε ένα εστιατόριο γνώρισε τον Διονύση, που είχε τα διπλάσια και πλέον χρόνια της. Ο δεσμός τους ήταν σύντομος. Οταν όμως η Αδέλα επέστρεψε στο Μεξικό, διαπίστωσε ότι ήταν έγκυος. Του έγραψε τότε ένα γράμμα, το εμπιστεύθηκε σε μια φίλη της που πήγαινε στη Νέα Υόρκη και την παρακάλεσε να του το παραδώσει.

Το γράμμα δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του παραλήπτη, ο οποίος είχε φύγει από την Αμερική και είχε επιστρέψει στην Ελλάδα. Η Αδέλα αποφάσισε να κρατήσει το παιδί. Στο κοριτσάκι που έφερε στον κόσμο έδωσε το όνομα Αθηνά. Τα χρόνια περνούσαν, το παιδί ρωτούσε συνεχώς τη μητέρα του πώς – και ποιος – ήταν ο πατέρας της. Τότε η Ναταλία Μορελεόν είπε μια μέρα στην Αδέλα: «Θα τον βρούμε τον Διονύση». Απευθύνθηκε λοιπόν στην ελληνική πρεσβεία κι έπειτα από σχετική έρευνα ο υπέργηρος πλέον Διονύσης εντοπίστηκε σε ένα χωριό της Κεφαλλονιάς.

Η Ναταλία, η Αδέλα και η Αθηνά ταξίδεψαν στην Ελλάδα, πήγαν στην Κεφαλλονιά και από εκεί τηλεφώνησαν στον Διονύση και του είπαν τι είχε συμβεί και πως βρίσκονταν κοντά στο χωριό του.

«Περιμένετέ με εκεί που βρίσκεστε» είπε εκείνος. Κατόπιν, μίλησε στη γυναίκα του και της εξήγησε πως όταν βρισκόταν στη Νέα Υόρκη είχε μια περιπέτεια, καρπός της οποίας ήταν ένα κοριτσάκι που τώρα με τη μητέρα του βρίσκονταν στο νησί. Η αντίδραση της γυναίκας του ήταν απίστευτη.

«Πήγαινε να φέρεις την κοπέλα να γνωρίσει τα αδέλφια της».

Προσπαθούσα να φανταστώ τη σκηνή, όπως συμβαίνει όταν διαβάζει κανείς κάτι παρόμοιο σε ένα μυθιστόρημα, αν και η ζωή συχνά ξεπερνά τη μυθοπλασία.

«Μόλις ο Διονύσης είδε την Αθηνά» της είπε: «Κορίτσι μου, και να μη μου το έλεγαν θα καταλάβαινα μόλις σ’ έβλεπα πως είσαι παιδί μου» μου είπε φανερά συγκινημένη η Ναταλία.

«Εχεις καταπληκτικό σπίτι» είπα στην Αδέλα καθώς συζητούσαμε και μου έλεγε πως είχαν ενδιαφερθεί να το αγοράσουν η Μαντόνα και η Λάιζα Μινέλι. «Είναι σαν να εξακολουθείς να ζεις με τον πατέρα σου».

«Γι’ απόψε, ναι» είπε με χαμηλή φωνή. Κι έπειτα: «Τι να το κάνω; Θα προτιμούσα ένα μικρό σπίτι στην Αμοργό, απέναντι στη θάλασσα. Είμαι αναγκασμένη να ζω και να αγωνίζομαι να συντηρήσω ένα σπίτι που δεν μπορώ να το πουλήσω. Και να συνυπάρχω με όσα το στοιχειώνουν».

Οταν ξαναβρέθηκα στο Μεξικό και επισκέφθηκα το σπίτι της Αδέλας, η Αθηνά δεν ζούσε. Δεν θέλησα να μάθω οτιδήποτε σχετικά με το τι και το πώς. Η Ναταλία μού είπε μόνο πως η Αθηνά πέθανε από ανίατη ασθένεια που της παρουσιάστηκε ξαφνικά. Κι εγώ κράτησα για καιρό μέσα μου την εικόνα εκείνης της χαριτωμένης μελαχρινής κοπέλας με το λαμπερό πρόσωπο που χαμογελούσε κι άκουγε χωρίς να μιλά. Είχα σκεφτεί πολλές φορές να γράψω την ιστορία της, αλλά πάντοτε δίσταζα. Αν το κάνω σήμερα, είναι γιατί πριν από τρία χρόνια αποφάσισε και την έγραψε η ίδια η Αδέλα.

*Ο Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας και συντάκτης του «Βήματος». Το τελευταίο βιβλίο του, «Τα ρόδα της Αχερουσίας», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές.

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 31 Μαρτίου 2013