«Η τέχνη που θα μπορούσε να εκφράσει την εποχή μας θα ήταν ένας συνδυασμός σοσιαλιστικού ρεαλισμού με ντανταϊσμό – για να περνάει ένα μήνυμα ξεκάθαρο στις μάζες και για να υπάρχει το στοιχείο της τρέλας και της αποδόμησης που απελευθερώνει. Και επειδή όλο αυτό που ζούμε είναι σουρεάλ, νομίζω ότι θα έπρεπε να υπάρχει ως συνδετικός κρίκος μεταξύ τους μια εκλογικευμένη μορφή τέχνης, για να επέρχεται ισορροπία». Κοιτάζω ασυναίσθητα τον κατάλογο με τα έργα του Βασίλη Σελιμά από την έκθεσή του στη Τhanassis Frissiras Gallery. Δεν είναι η ιδέα μου, πολύ φευγαλέα διακρίνονται οι επιρροές παλαιότερων έργων του: ο Οτο Ντιξ, τα κόμικς, η φλατ ευαισθησία του Νίκου Χουλιαρά. Οι φιγούρες, όμως, με τα μεγάλα μάτια που σε καρφώνουν θυμίζουν μάλλον την πρώιμη φάση του μεγάλου βρετανού ζωγράφου Λούσιαν Φρόιντ. Ο Βασίλης Σελιμάς, όμως, δεν κυριολεκτεί όταν μιλάει για την ταυτότητα της σύγχρονης τέχνης, αναφέρεται σε ένα υποθετικό σενάριο στο οποίο, το ξέρει πολύ καλά, δεν προβλέπεται ρόλος για τον εαυτό του. «Φύσει ψυχαναλυτικός», ο ίδιος εκφράζεται μέσα από την ανθρωποκεντρική ζωγραφική, την τέχνη που στοχάζεται για τον άνθρωπο.

Το παρελθόν φυγείν αδύνατον

Η κλίση του τον είχε βρει απ’ όταν ήταν φοιτητής στην Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης. Τότε που έπαιρνε το τρένο για να κατέβει στην Αθήνα και να δει τις εκθέσεις που διοργάνωνε ο λάτρης της παραστατικής τέχνης, Φρυσίρας, στην γκαλερί του οποίου σήμερα, λίγα χρόνια μετά την αποφοίτησή του, φιλοξενείται η πρώτη ατομική του έκθεση. Λίγο η ψυχαναλυτική φύση του, λίγο – έως πολύ – η ισοπεδωτική περιρρέουσα κρίση, ο Βασίλης Σελιμάς δεν μπορεί να αποφύγει ένα αίσθημα ενοχής. «Προβάλλεις τον εαυτό σου μέσα από τη δουλειά σου. Αυτοί οι πίνακες είμαι εγώ. Η οικογένειά μου. Μου φαίνεται λίγο αυτάρεσκο αυτό στην εποχή που ζούμε. Είναι λίγο σαν να ευλογάω τα γένια μου». Βρήκε, λοιπόν, έναν άλλον συνδετικό κρίκο για να συμφιλιώσει την ακούσια ανάγκη με την ενοχή: έδωσε στην έκθεσή του τον τίτλο «Νοσταλγοί»: «Αναφέρεται στη νοσταλγία των δύο τελευταίων ετών, τώρα που σκεφτόμαστε “Τι καλά που ήμασταν παλιότερα, τι ωραία που περνούσαμε”. Μπήκαμε όλοι στη διαδικασία να σκεφτούμε πώς ήταν τα πράγματα πριν. Ηθελα και εγώ να γυρίσω στο παρελθόν για να δω τα πράγματα πιο καθαρά».

Είναι μόλις 30 χρόνων, δεν πρόλαβε το «πάρτι» στα καλύτερά του, αλλά αυτό που διαφαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο μιλάει και κινείται είναι ότι δεν θα επεδίωκε να γίνει η ψυχή του πάρτι. «Ξεκίνησα να ζωγραφίζω γιατί είμαι ένας αυτιστικός τύπος» λέει χαμογελώντας πλατιά ένας κοινωνικότατος, από όσο μπορώ να καταλάβω, άνθρωπος. «Ασχολήθηκα με τη ζωγραφική γιατί… αυτό είμαι εγώ». Δεν θέλει να ακουστεί «δήθεν»: «Πάντα μου άρεσε να δουλεύω επάνω στον καμβά, πινελιά την πινελιά. Κατά έναν περίεργο τρόπο, είχα πάντα υπομονή για αυτή τη δουλειά, ενώ δεν είχα καμία για τις προσωπικές μου σχέσεις. Σιγά σιγά, όμως, μεταγγίστηκε και στις επαφές μου με τους ανθρώπους. Ευτυχώς».

Η πηγή όλων των δεινών

Ο Σελιμάς με τη «φωτογραφική μνήμη» μπορεί να παρατηρεί για ώρες τους ανθρώπους που περνούν, το βρίσκει συναρπαστικό. Καταλαβαίνεις, όμως, από τον τρόπο με τον οποίο τους κοιτάζει ότι προσπαθεί να βρει τι είναι αυτό που κατοικοεδρεύει βαθύτερα. Αυτό που έχει έρθει στην επιφάνεια τώρα που οι βεβαιότητες έχουν κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Αναπόφευκτη, λοιπόν, η βαθιά μελαγχολία στο βλέμμα των μεταναστών, αλλά και στα πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος που απεικονίζουν τα τελευταία έργα του. Ενα από αυτά έχει τον τίτλο «Η μάνα μου, μια ενοχή κι εγώ». Ή πώς μπορεί κανείς να συνοψίσει την εμπειρία της ελληνικής οικογένειας μέσα σε λίγες λέξεις. Ο Βασίλης Σελιμάς γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αγρίνιο, σε μια οικογένεια χωρίς ιδιαίτερες εικαστικές καταβολές. Πέρασε αναπόφευκτα από το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο της υποχρεωτικής οικογενειακής ομοφωνίας – «Προσπαθήσαμε, απογοητευτήκαμε που δεν περάσαμε εκεί που θέλαμε, θα τα καταφέρουμε όμως την επόμενη φορά» – στο πρώτο ενικό πρόσωπο. Ακόμη και όταν λέει «Αισθάνομαι ακόμη παιδί, γι’ αυτό άλλωστε ζωγραφίζω παιδιά, γιατί νιώθω ότι έρχομαι λίγο αντιμέτωπος με τον εαυτό μου», γνωρίζει, ως ενήλικος που είναι, ότι ο κόσμος δεν σου χαρίζεται: «Δεν ήταν θέμα τύχης ούτε ταλέντου – υπάρχουν, εξάλλου, πολύ πιο ταλαντούχοι ζωγράφοι από μένα. Δούλεψα και έκανα ό,τι έκανα…».

Μαριλένα Αστραπέλλου

* «Νοσταλγοί»: Thanassis Frissiras Gallery, ως τις 23 Μαρτίου

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 16 Μαρτίου 2013