Eίχε βαλιτσάκι με διπλό πάτο, εκεί καταλήξαμε τελικά. Στην κάμερα ασφαλείας είδαμε ότι ακούμπησε το βαλιτσάκι της στο ράφι με τις τσάντες και με το άλλο χέρι άρχισε να ψαχουλεύει στην τσέπη της. Μετά, χτύπησε το κινητό της, είπε «Περίμενε λίγο, δεν σε ακούω καλά» και βγήκε έξω, για ν’ ακούσει καλύτερα υποτίθεται. Δύο εκρού τσάντες από τη νέα ανοιξιάτικη κολεξιόν έκαναν φτερά. Πριν από λίγο έφυγαν οι άντρες της ιδιωτικής ασφάλειας. Μόλις έκλεισαν οι πόρτες πίσω τους αναρωτήθηκα φωναχτά αν οι παλιές μας πελάτισσες, αυτές που δεν έρχονται πια επειδή οι άντρες τους βρίσκονται στη φυλακή, έχουν γίνει κλεπταποδόχοι. «Δεν θα είχε μεγάλη πλάκα;» είπα στα κορίτσια. «Στ’ αλήθεια! Να είχε οργανώσει τη ληστεία μια γυναίκα που ο άντρας της κήρυξε πτώχευση, αλλά εκείνη δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την καινούργια κολεξιόν;».

Είμαστε τέσσερις. Με μυαλό στο κεφάλι και μάτια στην πλάτη. Ακόμη δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι μας έκλεψε με αυτό το φτηνό κόλπο. Είμαστε χρόνια σε αυτή τη δουλειά. Εχουμε εκπαιδευτεί σε έναν από τους μεγαλύτερους οίκους μόδας στον κόσμο. Δεν φοράμε ποτέ μανό σε έντονα χρώματα, το μακιγιάζ μας είναι διακριτικό, τα μαλλιά μας πιασμένα κότσο. Είμαστε σαν αεροσυνοδοί πρώτης θέσης, αυτό μας είχαν πει στο σεμινάριο. Πρέπει να κινούμαστε με αβρές κινήσεις και διακριτικό χαμόγελο ανάμεσα στους πελάτες, να λέμε «Τι ωραίο αυτό που φοράτε» και να χαμογελάμε με κατανόηση, αλλά και με την απόλυτη συναίσθηση ότι εκείνοι κι εμείς ανήκουμε σε άλλους κόσμους. Αεροσυνοδοί, ναι. Μόνο που το αεροπλάνο είναι άδειο.

Λίγα χρόνια πριν, όλα ήταν διαφορετικά. Εμπαιναν στο κατάστημα πλούσιες γυναίκες με βαρύ άρωμα, έντονες χειρονομίες και μαργαριτάρια σε όλα τα δάχτυλα. Μερικές φορές, όταν κλειδώνουμε την πόρτα και τρώμε κάτω, στο κουζινάκι, η Τάνια, η Θεοδώρα, η Μίκα κι εγώ θυμόμαστε τις εποχές που ο οίκος μόδας έμοιαζε με γεμάτο λεωφορείο – έπρεπε να κρατιέσαι για να μην πέσεις. Το 2004 δεν χρειάζονταν σεμινάρια. Δεν προλάβαινες να πεις «Αυτή η τσάντα της νέας σειράς είναι ιδιαίτερα θηλυκή», επειδή η πελάτισσα έλεγε λαχανιαστά, με την έξαψη που έφερνε κάποτε η κατανάλωση, «Πολύ καλά, θα την πάρω». Τότε κι εμείς, υπνωτισμένες, επειδή συμμετείχαμε σε μια τόσο αυθόρμητη, τόσο απλή συναλλαγή, περνάγαμε τις πιστωτικές κάρτες στο μηχάνημα. Ακούγαμε τον μαλακό, σχεδόν τρυφερό, ήχο του πλαστικού που σέρνεται επάνω στο μέταλλο και χαιρόμασταν που όλα γίνονταν χωρίς προσπάθεια.

Μας φαινόταν φυσικό να λέμε μπροστά στο ταμείο με καθαρή, ακύμαντη φωνή: «Κοστίζει 2.500 ευρώ. Θα χρειαστείτε κάτι άλλο;». Και η αλήθεια ήταν πως όλες κάτι χρειάζονταν. Εκτός από εκείνες που προσπαθούσαν σκληρά, που μάζευαν χρήματα για μια καλή τσάντα. Συχνά θυμόμαστε μια κυρία που είχε έρθει με το μασουράκι της. Μετρημένα χαρτονομίσματα σε μια πλαστική θήκη, κι αυτή η θήκη τοποθετημένη σε μια άλλη μεγαλύτερη θήκη, και όλα αυτά σε ένα ξεφτισμένο πορτοφόλι. «Ηταν το όνειρό μου» μας είπε. Τότε, ακόμη και οι δημόσιοι υπάλληλοι αγόραζαν μια ακριβή τσάντα, από το μπόνους. Γύρω στο 2006 δεν ξέρω αν υπήρχε εργαζόμενη γυναίκα που να μην είχε μία επώνυμη τσάντα.

Υπήρχαν, φυσικά, και οι άλλες. Αυτές που μας έδειχνε η Μίκα στα περιοδικά, που κρατούσαν τις τσάντες στο χέρι σαν να ήταν πίνακες ζωγραφικής. Κάτω από τις γούνες, επάνω στο στέρνο τους, έλαμπαν ζαφείρια. Σύζυγοι ποδοσφαιριστών, μεγαλοεκδοτών, εμπόρων όπλων. Τραγουδίστριες, άεργες φιλάνθρωπες, παρουσιάστριες της πρωινής ζώνης. Εκείνες δεν έρχονταν, δεν τις βλέπαμε ποτέ. Τηλεφωνούσαν οι γραμματείς, έλεγαν η κυρία τάδε είδε στη γαλλική «Vogue» κάτι μοβ πλατφόρμες από δέρμα πύθωνα. Κι εμείς απαντούσαμε «Βεβαίως, μόλις τις παραλάβαμε, είναι εκτυφλωτικές. Ασφαλώς, έχουμε το νούμερο, 37, μάλιστα. Να τις φέρει το απόγευμα ο σοφέρ μας;».

Σήμερα βαράγαμε μύγες. Η γραμματέας της κυρίας τάδε δεν μας τηλεφωνεί πια. Πρέπει να τηλεφωνούμε εμείς. Και να λέμε ανέμελα, με τον τόνο που μας διδάσκουν στα σεμινάρια, «ξέρετε, ήρθε ένα βραδινό στο στυλ σας». Ή «Ηρθε μια κόκκινη καπιτονέ τσάντα και σας σκέφτηκα». «Ευγενική υπενθύμιση» λέγεται αυτό στη γλώσσα των σεμιναρίων. Αλλά δεν πιάνει πάντα, επειδή η κυρία τάδε ψωνίζει πολύ λιγότερο και σε κάθε περίπτωση από το εξωτερικό. Δεν θέλει να πέσει στη δαγκάνα της Εφορίας. Ισως, όμως, είναι πιο περίπλοκο. Ισως θέλει να ψωνίζει από ένα μέρος όπου δεν θα νιώθει ένοχη, από μια πόλη όπου οι άνθρωποι χαμογελούν ακόμη και πηγαίνουν σε δεξιώσεις.

Οσες έρχονται ακόμη μας λένε πράγματα που δεν θα έλεγαν ποτέ πριν από πέντε χρόνια. «Πόσο κάνει αυτό το σακάκι;». Ή «Φοβάμαι πως έχω κάτι παρόμοιο». Ή «Πού να το φορέσω; Δεν έχουμε πια τέτοια καλέσματα». Κάποτε ήταν ντροπή να μιλάνε έτσι, να ρωτάνε τιμές. Σήμερα έχουν προσαρμοστεί στο γενικό αίσθημα και μερικές το παίζουν και κακομοίρες επιπλέον. Δεν ξέρουν, όμως, τι σημαίνει κακόμοιρος. Υπάρχουν, φυσικά, και εκείνες που σου λένε εξωφρενικά πράγματα, που ακούγονται σαν νέα κάποιου άλλου πλανήτη. «Είμαι απαρηγόρητη, έφυγε η Φιλιππινέζα μου». Και τότε, μου έρχεται να τους πω κάτι που απαγορεύεται διά ροπάλου στα σεμινάρια: «Κυρία μου», θέλω να πω, «να σας συνοδεύσω έξω; Αν δεν έχει έρθει ακόμη ο οδηγός σας και κατηφορίσετε λίγο, θα δείτε ανθρώπους να τρώνε από τα σκουπίδια. Ισως μπορείτε να τους πείτε, όπως η Μαρία Αντουανέτα, αν δεν έχουν ψωμί, να φάνε παντεσπάνι και να δούμε όλοι μαζί τι θα συμβεί τότε». Οι φράσεις που δεν μπορώ να ξεστομίσω, οι ερωτήσεις που δεν μπορώ να θέσω έχουν φρακάρει μέσα μου και ο μόνος τρόπος να συνεχίσω να ζω είναι να παριστάνω πως είμαι μια ηθοποιός, ότι παίζω τον ρόλο μιας γκέισας που δεν τρεμοπαίζει ούτε βλέφαρο. Η Μίκα λέει ότι για ν’ αντέξει τη σύγκρουση των δύο κόσμων
– του εξωτερικού, που αρχίζει όταν κλειδώσουμε το κατάστημα και πάει η καθεμιά στο σπίτι της, και αυτού του κόσμου, του δικού μας, που διαρκεί όλη μέρα – έχει πάψει να βλέπει ειδήσεις. Λέει πως μόνο έτσι μπορεί να συνεχίσει να πουλάει και να χαμογελάει, κάνοντας πως τίποτα δεν έχει συμβεί. «Δηλαδή», της λέω, «δεν άκουσες ότι ο Λοβέρδος αποκάλεσε τους χρυσαυγίτες ακτιβιστές;». «Ποιος είναι ο Λοβέρδος;» απαντάει η Μίκα με απάθεια.

Ολες έχουμε αλλάξει. Δεν είναι θυμός ακριβώς, όχι, όχι, είναι μια αίσθηση ματαιότητας που προσπαθώ να τινάξω από πάνω μου για να συνεχίσω να κάνω τη δουλειά μου. Μερικές φορές αγγίζω τις γούνες, τα αιθέρια υφάσματα, και ονειρεύομαι ότι είναι δικά μου, αλλά όχι όπως παλιά. Αλλωστε, είδα τόσες κοπέλες να μπαίνουν στο κατάστημά μας συνοδευόμενες από γέρους που τρέμουν καθώς σηκώνουν το δάχτυλο και δείχνουν τα ρούχα. Ανοίγουν μετά ένα δερμάτινο πορτοφόλι και πληρώνουν τις κοπέλες, απλώς, αντί να πληρώνουν στην κρεβατοκάμαρα πληρώνουν εδώ, μπροστά στα μάτια μας.

Η πολυτέλεια δεν μου λέει τίποτα πια, το συζητάμε και με τα κορίτσια. Οταν φύγουν οι στυλίστες με τα ρούχα, μετά την εβδομαδιαία αλλαγή βιτρίνας ή μετά τον ποιοτικό έλεγχο μιας καινούργιας παραλαβής, υπάρχουν μερικές στιγμές μεγάλης σιωπής και τρόμου. Λες και ο πύθωνας των παπουτσιών ζωντανεύει και σέρνεται στο ωραίο γυαλιστερό μας πάτωμα. Ξεχνιόμαστε όλες χωρίς να μιλάμε. Οχι μόνο επειδή έχουμε πολύ χρόνο πια, αλλά και επειδή αυτό που σκεφτόμαστε δεν μπορεί να συζητηθεί, δεν έχει να κάνει με λέξεις. Είναι τρομερό και βαθύ, πιο βαθύ κι από τον πάτο της συλλεκτικής τσάντας που μας έκλεψε αυτή η γυναίκα με τη βαλίτσα.

«Τι λέτε; Αν την πιάναμε στα πράσα, δεν θα μπορούσαμε να τη βάλουμε κάτω;» είπε η Τάνια. Και τότε κοιταχτήκαμε και είπαμε ότι δεν αξίζει τον κόπο να παλέψουμε με την κλέφτρα για δύο τσάντες, άλλωστε στα σεμινάρια δεν μας έχουν μάθει πολεμικές τέχνες. Γελάσαμε πολύ με τη σκέψη ότι θα μπορούσαμε να ακινητοποιήσουμε την κλέφτρα σαν να ήμασταν οι Αγγελοι του Τσάρλι, «Οχι, όχι, οι Αγγελοι του Κολωνακίου, αυτό είναι όνομα για εμάς» είπε η Θεοδώρα και μας ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι και είδαμε έξω από την τζαμαρία ένα γκρουπ Κινέζων. Η παράταξή τους μπροστά στη βιτρίνα μάς ανακάλεσε στην τάξη.

Αλλη μια μέρα με tax free αρχίζει – είπαμε – και στρωθήκαμε στη δουλειά. Οι Κινέζοι είναι οι καλύτεροι πελάτες μας, ακόμη και η νέα παραλαβή γυαλιών γράφει επάνω «Αsian fitted». Μαζί τους η δουλειά είναι εύκολη, ξέρουμε τι τους αρέσει. Τα γυαλιστερά λουστρίνια και καθετί κόκκινο ή άσπρο, αλλά και μια απόχρωση του ροζ που θεωρούν ότι τους πάει. Δεν μιλάνε αγγλικά κι έτσι δεν σπάει αυτή η θεσπέσια σιωπή στο κατάστημα, μας δείχνουν μόνο κάτι στο iPad, την Κίρα Νάιτλι ή την Ντρου Μπάριμορ με ένα συγκεκριμένο φόρεμα, με μια ζώνη ή ένα μεσάτο σακάκι, κι εμείς χαμογελάμε συγκαταβατικά και τους οδηγούμε στα δοκιμαστήρια. Και έτσι περνάει άλλη μια μέρα με κλοπές και Κινέζους και πορεία προς τη Βουλή. Αύριο βλέπουμε.