Δυτικό Βερολίνο, 14 μαΐου 1970: Ο κρατούμενος για εμπρησμό πολυκαταστημάτων, Αντρέας Μπάαντερ, μεταφέρεται στο αναγνωστήριο του Γερμανικού Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών, προκειμένου να εργαστεί για την έκδοση ενός βιβλίου μαζί με τη δημοσιογράφο Ουλρίκε Μάινχοφ. Η δραστήρια Μάινχοφ, γνωστή μέσα από τις εκπομπές της για τα παιδιά των ιδρυμάτων, είχε χρησιμοποιήσει όλες τις γνωριμίες της για αυτή τη συνάντηση. Σκοπός δεν ήταν το βιβλίο, αλλά η απόδραση του κρατουμένου. Η σύντροφος του Μπάαντερ, Γκούντρουν Ενσλιν, μαζί με δύο ακόμη γυναίκες και έναν κουκουλοφόρο άνδρα όρμησαν στο κτίριο για να τον απελευθερώσουν. Ο αρχιφύλακας του αναγνωστηρίου πυροβολήθηκε στο συκώτι κατά τη διάρκεια της συμπλοκής.

Οι συζητήσεις της ομάδας είχαν αρχίσει μήνες νωρίτερα. Τα αμερικανικά στρατιωτικά αεροσκάφη πετούσαν ακόμη επάνω από το Βιετνάμ και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βρισκόταν σε ύφεση. Η Μάινχοφ προετοιμαζόταν προοδευτικά για το πέρασμα στο αντάρτικο πόλεων. «Μην ξαναπατήσεις το πόδι σου στην κουζίνα όταν έρχεσαι να μας επισκεφτείς. Αφού δεν παίρνεις όπλο στα χέρια σου, καλύτερα να μην έχεις καμία σχέση με όσα συζητάμε» είχε πει σε μια φίλη της πριν από λίγο καιρό. Και όμως, εκείνη την ημέρα στο αναγνωστήριο, μπροστά από εκείνο το παράθυρο, η Μάινχοφ ερχόταν οριστικά αντιμέτωπη με το πεπρωμένο της. Αν πηδούσε έξω από τη βιβλιοθήκη, ακολουθώντας την ομάδα, ο δρόμος προς την παρανομία δεν θα είχε επιστροφή. Αν έμενε, θα μπορούσε να συνεχίσει να έχει απόσταση ασφαλείας απ’ όλα αυτά. Η Μάινχοφ κάνει το μεγάλο άλμα. Σε λίγες ώρες η τεράστια φωτογραφία της με την επικήρυξη των 10.000 μάρκων φιγουράρει σε όλους τους δημόσιους χώρους. Ο μύθος της RAF ξεκινά.

Τις τελευταίες ημέρες, μετά τις πρόσφατες συλλήψεις των νεαρών στην Κοζάνη, η συζήτηση για την τρομοκρατία ξεκίνησε ξανά. Πώς, από την πολιτική πάλη, φθάνουμε στο πάτημα της σκανδάλης; «Θεωρώ τον εαυτό μου αιχμάλωτο πολέμου» γράφει στη δήλωσή του ο 20χρονος Νίκος Ρωμανός. Στη βιογραφία της Μάινχοφ από τη συγγραφέα Γιούττα Ντίτφουρτ, εκδ. Νάρκισσος, διαβάζουμε: «Απορρίπτω την εσχάτη προδοσία και αντιπροτείνω το καθεστώς του πολιτικού κρατουμένου ως αιχμαλώτου πολέμου». Πρόκειται για τα λόγια της Μάινχοφ προς τον δικηγόρο της, Αξελ Ατσόλα.

Από την πένα στο όπλο

«Διότι εμείς ασφαλώς λέμε ότι οι μπάτσοι είναι γουρούνια, λέμε ότι ο τύπος με τη στολή είναι γουρούνι, δεν είναι άνθρωπος, και έτσι πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε να πούμε τίποτα μαζί του, ότι είναι λάθος να του απευθύνουμε ακόμη και τον λόγο, και ότι, αν χρειαστεί, ασφαλώς και θα τον πυροβολήσουμε». Πρόκειται για απόσπασμα από τη συνέντευξη που παραχώρησε η Μάινχοφ στη δημοσιογράφο Μισέλ Ρέι μετά τη δραπέτευση του Μπάαντερ. Λόγια κάθετα, σκληρά, που και η ίδια έναν χρόνο μετά τα αμφισβήτησε γράφοντας ότι το περιεχόμενο της μαγνητοφώνησης «δεν είναι ούτως ή άλλως αυθεντικό», διότι αποτύπωνε αποσπασματικά «τα συμφραζόμενα μιας ιδιωτικής συνομιλίας».

Η Μάινχοφ είναι ο νους πίσω από τις προκηρύξεις της RAF, η γυναίκα που κρατούσε καλύτερα την πένα παρά το όπλο. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής της από Παλαιστίνιους αντάρτες το 1970 στην Ιορδανία, κρατώντας μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα, αντί να την πετάξει μακριά, ρωτάει: «Και τώρα τι κάνω;». Είναι ο ίδιος άνθρωπος που προτού βγει στο αντάρτικο πόλεων στα 35 χρόνια της, παντρεύτηκε τον ασταθή Κλάους Ράινερ Ρελ, επικεφαλής του αριστερού περιοδικού «konkret», με τον όρο να της παραμείνει πιστός για δέκα χρόνια. Δεν της ήταν. Απέκτησε δύο δίδυμα κοριτσάκια μαζί του, υποβλήθηκε σε μια λεπτή χειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο για την αφαίρεση αιμαγγειώματος, πρόλαβε να μετακομίσει στο αριστοκρατικό Μπλανκενέζε του Αμβούργου, να επισκέπτεται αισθητικούς, να κάνει σάουνα και σολάριουμ. Και όλα αυτά ενώ παράλληλα είναι σκυμμένη πάνω από μια γραφομηχανή. Πετροβολά τα κακώς κείμενα με ρηξικέλευθα άρθρα, αλλά και εκπομπές για παιδιά ιδρυμάτων και έγκλειστους ανηλίκους, αποτελώντας μία από τις πιο ανεξάρτητες δημοσιογραφικές φωνές της εποχής της.

Ο ναζί πατέρας

Παιδί του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου του 1934. Ο πατέρας της, Βέρνερ, διευθυντής του Δημοτικού Μουσείου της Ιένας, ήταν υποστηρικτής του Χίτλερ. Μάλιστα, παρέδωσε τουλάχιστον 273 έργα «γερμανικής εκφυλισμένης τέχνης» για κατάσχεση στο Γ΄ Ράιχ. Η πατρική φιγούρα χάνεται γρήγορα από τη ζωή της. Ο πατέρας της πεθαίνει από καρκίνο τον Φεβρουάριο του 1940. Η μητέρα της, Ινγκεμποργκ, αναλαμβάνει την ανατροφή της Ουλρίκε και της μεγαλύτερης αδελφής της, Βίνκε. Μαζί τους μένει και η 19χρονη φοιτήτρια Ρενάτε Ρίμεκ. Είναι η ερωτική σύντροφος της μητέρας τους. Η μικρή Ουλρίκε εκείνη την εποχή παίζει με χάρτινα στρατιωτάκια και τα προστάζει με έναν απαλό τόνο στη φωνή, προσθέτοντας τη λέξη «παρακαλώ».

Λίγα χρόνια μετά, δέχεται ένα ακόμη χτύπημα. Η μητέρα της πεθαίνει και την επιμέλειά της αναλαμβάνει η Ρίμεκ. Ως έφηβη, είναι ήδη αντισυμβατική: φορά χρωματιστά παντελόνια, καπνίζει, ερωτεύεται τη συμμαθήτριά της Μαρία και ακούει στη διαπασών τζαζ. Αυτές οι συνήθειες δεν την εμποδίζουν να προσεύχεται φανατικά, ως πιστή ευαγγελική.

Τι είναι αυτό που θα οπλίσει τελικά το χέρι της Μάινχοφ; Η αποναζιστικοποίηση της Γερμανίας που δεν ολοκληρώθηκε; Οι αντιιμπεριαλιστικοί αγώνες του Βιετνάμ; Η δολοφονία του φοιτητή Μπένο Ονεζοργκ από αστυνομικό στις διαδηλώσεις κατά της επίσκεψης του σάχη της Περσίας τον Ιούνιο του 1967 στο Βερολίνο; Η χούντα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα; Η απόπειρα δολοφονίας του φίλου της και ηγέτη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, Ρούντι Ντούτσκε, από ακροδεξιό φασίστα; Ακόμη και το περίφημο Berufsverbot, η απαγόρευση δηλαδή της εργασίας στο Δημόσιο λόγω πολιτικών φρονημάτων, είναι ίσως μερικές από τις χιλιάδες πιθανές εξηγήσεις.

Η δράση της RAF

Ετσι, τρεις εβδομάδες μετά την απελευθέρωση του Μπάαντερ, η ιδρυτική διακήρυξη της RAF δημοσιεύεται στο περιοδικό «Agit 883», με τίτλο «Ιδρύουμε τον Κόκκινο Στρατό». Η οργάνωση, μετά την επιστροφή της από την εκπαίδευση στην Ιορδανία, προχωρά σε ληστείες και βομβιστικές ενέργειες. Στις 11 Μαΐου του 1972 τοποθετεί εκρηκτικά στο αρχηγείο της 5ης Στρατιάς των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στη Φραγκφούρτη. Ο αντισυνταγματάρχης Μπλουμκουίστ σκοτώνεται. Μία ημέρα μετά, εκρήγνυται μία βόμβα στο Αρχηγείο της Υπηρεσίας Δίωξης Κοινού Εγκλήματος του Μονάχου και δύο ακόμη προκαλούν έκρηξη στο Αρχηγείο της Αστυνομίας του Αουγκσμπουργκ. Υπήρξαν μόνο τραυματίες. Η RAF συνεχίζει με την ανατίναξη του αυτοκινήτου του δικαστή Μπούντενμπεργκ, από την οποία η σύζυγός του μένει ανάπηρη. Στις 19 Μαΐου σειρά έχει ο εκδοτικός οίκος Springer. Δεκαεπτά άνθρωποι τραυματίζονται. Τέλος, στη Χαϊδελβέργη, στις 24 Μαΐου, σκοτώνονται τρεις αμερικανοί στρατιώτες απο βόμβα. Λίγες ημέρες αργότερα πέφτουν στα χέρια της Αστυνομίας. Η Μάινχοφ συλλαμβάνεται στις 15 Ιουνίου. Εχουν προηγηθεί οι συλλήψεις του Αντρέας Μπάαντερ, του Χόλγκερ Μάινς, του Γιαν-Καρλ Ράσπε και της Γκούντρουν Ενσλιν. Η πρώτη γενιά της RAF έχει εξαρθρωθεί.

H Μάινχοφ οδηγείται σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, έγκλειστη σε λευκό κελί, η ψυχική της κατάρρευση επέρχεται βασανιστικά. «Η αίσθηση ότι καίγεσαι από μέσα. Η αίσθηση ότι, αν έλεγες τι συμβαίνει, αν το άφηνες να βγει από μέσα σου, θα ήταν σαν να έριχνες στο πρόσωπο του άλλου βραστό νερό που θα τον ζεματίσει, θα τον παραμορφώσει για όλη του τη ζωή» γράφει για την απομόνωση. Η απεργία πείνας την εξαντλεί και σωματικά, ενώ η δίκη μοιάζει με παρωδία. Οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων νομιμοποιούνται από ειδικούς νόμους. Στις 9 Μαΐου του 1976 θα βρεθεί απαγχονισμένη στο κελί της. Η επίσημη εκδοχή κάνει λόγο για αυτοκτονία. Η αδελφή της, Βίνκε, θα δηλώσει ότι λίγο πριν από τον θάνατό της τής είχε πει «αν μάθεις πως αυτοκτόνησα, να είσαι σίγουρη ότι ήταν φόνος».

Το 1998 η RAF εξαγγέλλει επίσημα την αυτοδιάλυσή της. O απολογισμός είναι 34 νεκροί και χιλιάδες ερωτήματα.

Το δράμα της Ουλρίκε στην Αθήνα

Ο σκηνοθέτης της θεατρικής παράστασης «Ulrike» Ακύλλας Καραζήσης εξηγεί γιατί εμπνεύστηκε από αυτή: «Η Μάινχοφ είναι παιδί μιας τεράστιας συζήτησης που γινόταν τότε στην Αριστερά: Αριστερά, νέα Αριστερά, το μοντέλο της Σοβιετικής Ενωσης, ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπίσουμε τον καπιταλισμό ή τον ιμπεριαλισμό… Σήμερα αυτή η συζήτηση δεν γίνεται, με αυτόν τον τρόπο τουλάχιστον. Η Μάινχοφ λοιπόν είναι παιδί ενός άλλου κόσμου, ο οποίος γέννησε τον δικό μας. Εχει σχεδόν μυθιστορηματικές διαστάσεις, μια τραγική ηρωίδα που παρακολουθείς το δράμα της, ένα δράμα επαναλαμβανόμενο, που το έχουν ζήσει και άλλοι άνθρωποι. Δεν είναι τυχαίο ότι η αυστριακή συγγραφέας Ελφρίντε Γέλινεκ έχει γράψει ένα έργο που λέγεται “Ουλρίκε Μαρία Στιούαρτ”, μπερδεύοντας τη Μάινχοφ με τη Στιούαρτ, την τραγική σκωτσέζα βασίλισσα αποκεφαλίστηκε».

* Η παράσταση «Ulrike» παίζεται Πέμπτη-Κυριακή, στις 20.30, στο Bios (Πειραιώς 84).