Τους ειδοποίησαν νωρίς το πρωί. Η Δέσποινα έριξε ένα χοντρό πουλόβερ πάνω από το νυχτικό και κατέβηκε στο υπόγειο με τις παντόφλες. Ο Στράτος είχε προλάβει να ντυθεί, αλλά δεν είχε πιει καφέ. Τα γερμανικά τους ήταν μέτρια, παρ’ ότι ζούσαν τέσσερα χρόνια στο Βερολίνο. Κατάλαβαν ότι είχε πλημμυρίσει το υπόγειό τους. Κάποιος σωλήνας είχε σπάσει και ανέβαιναν τα νερά. Oταν ξεκλείδωσαν για να μπουν μέσα οι μάστορες, τους πήρε η μπόχα. Οι στοιβαγμένες κούτες της μετακόμισης, τα λαμπατέρ, τα ζωγραφικά έργα των δίδυμων κολυμπούσαν στα σκατά.

«Τύχη» είπε η Δέσποινα μουντζώνοντας τον τοίχο της αποθήκης. «Κοίτα πόσο τυχεροί είμαστε! Ευτυχισμένο το 2013!». Αρπαξε τις ζωγραφιές των παιδιών. Εκείνος μάζεψε μια ντάνα γερμανικές εφημερίδες, «Frankfurter Allgemeine» και «Süddeutsche Zeituug» κυρίως. Τις έβαλε σε μια πλαστική σακούλα σκουπιδιών, από τις ανθεκτικές που χρησιμοποιούσαν στον κήπο. Ολο το 2009 και το μισό 2010 είχε καταστραφεί από τα βρωμόνερα. Δεν υπήρχε περίπτωση να σώσει όλα τα φύλλα.

Πάει το πανεπιστήμιό μου, σκέφτηκε. Τα πρακτικά μαθήματα γερμανικών και γερμανικότητας. Και μαζί πάνε τα πειστήρια. Πάει η έρευνά μου για τη μελέτη της γερμανικής ψυχής. Θα μπορούσε να απευθυνθεί στα αρχεία των εφημερίδων, να αγοράσει τα κατεστραμμένα φύλλα, αλλά δεν θα το έκανε ποτέ. Δεν ήταν τέτοιος τύπος. Είχε περάσει τρία χρόνια υπογραμμίζοντας τη στάση του γερμανικού Τύπου απέναντι στην Ελλάδα μ’ ένα κόκκινο μαρκαδοράκι. Η Δέσποινα τον αποκαλούσε ρακοσυλλέκτη. Διαμαρτυρόταν για τους πάκους στο μικρό τους υπνοδωμάτιο. Πριν από τις γιορτές μετέφερε όλο το αρχείο του στην αποθήκη.

Χρειαζόταν τώρα ένα ουίσκι. Δεν έπινε ποτέ το πρωί, αλλά μπροστά στις μουσκεμένες εφημερίδες κατάλαβε πόσο εύκολα παθαίνεις εγκεφαλικό.

«Εσύ και οι εφημερίδες σου!» ούρλιαξε η Δέσποινα. «Εδώ χανόμαστε, και μόνο αυτό σε απασχολεί;».

«Χανόμαστε» επανέλαβε από μέσα του ο Στράτος και την κοίταξε μ’ ένα βλέμμα ήσυχης απόγνωσης. Οταν τελείωνε η χρονιά, η τελευταία χρονιά απόσπασης στο ελληνογερμανικό σχολείο του Βερολίνου, θα γύριζαν στην Αθήνα. Ισως χώριζαν. Εκείνη θα συνέχιζε να τον αποκαλεί «προδότη» ή «Γερμανό», απλώς και μόνο επειδή ο Στράτος απεχθανόταν τον επιθετικό λαϊκισμό που είχε ανθήσει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Μπορούσε να φανταστεί τη Δέσποινα να κατεβαίνει σε διαδηλώσεις, να ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ, να μιλάει για τον γερμανικό ρατσισμό που υπέστησαν. Δεν ήταν ρατσισμός, επέμενε ο Στράτος. Ηταν οι εφημερίδες.

Αγαπούσε τις εφημερίδες από παιδί και ήξερε να διαβάζει πίσω απ’ τις γραμμές. Ταυτόχρονα, παρακολουθούσε τη μεταστροφή του κλίματος πριν από κάθε κρίσιμη ευρωπαϊκή συνάντηση ή απόφαση: πόσο πολύ ταυτίζονταν με όσα διάβαζαν οι γείτονες, η ταμίας στο σουπερμάρκετ, ακόμη κι ο φίλος του ο Βόλφγκανγκ, που είχε σπουδάσει Οικονομικά.

Τώρα, εν όψει των εκλογών, είχαν ησυχάσει τα πράγματα. Η Μέρκελ ήθελε να επανεκλεγεί και αποσιωπούσε την οικονομική στήριξη προς την Ελλάδα για να κατευνάσει τον θυμό των ψηφοφόρων. Είχε πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθείς πώς διαμορφώνεται το δημόσιο αίσθημα ανάλογα με τις σκοπιμότητες. Πώς γινόμαστε όλοι πρόβατα που βόσκουν όπου τους πουν. Οπως κάθε δάσκαλος, έτσι και ο Στράτος είχε ονειρευτεί κι αυτός να γράψει ένα βιβλίο με ωραίες μεταφορές και παρομοιώσεις: μια μελέτη του γερμανικού Τύπου στα χρόνια της ελληνογερμανικής κρίσης. Τώρα, το σχέδιό του κατέρρεε. Ή, μάλλον, πνιγόταν στον βούρκο της αποχέτευσης.

Εβγαλε τις εφημερίδες στο μπαλκόνι και ετοιμάστηκε για το σχολείο. Η γυναίκα του έβριζε μέσα απ’ τα δόντια της ετοιμάζοντας το πρωινό των δίδυμων. Ακουσε ανακατεμένες τις φράσεις «τα έλεγα εγώ», «βρωμογερμανοί», «συμβαίνουν παντού». Κοπανούσε τις κατσαρόλες και τα φλιτζάνια σαν δαιμονισμένη.

«Βάζεις στοίχημα ότι ο Σβάρτσερ θα μας πει “όλο αργείτε εσείς οι Ελληνες”»;

«Θα του εξηγήσουμε τι συνέβη» της απάντησε ψυχρά.

«Κι εκείνος θα πει “δεν φτάνει που αργείτε, είστε και ψεύτες από πάνω”».

Στη διαδρομή ο Στράτος σκεφτόταν τα λόγια της. Κοιτούσε την αντανάκλαση της Δέσποινας μέσα απ’ το τζάμι του μετρό και σκεφτόταν. Πίστευε ότι οι Γερμανοί ήταν ευαίσθητοι, είχαν τον ρομαντισμό στο αίμα τους, φαινόταν και στην τέχνη τους άλλωστε. Εβαζε στη Δέσποινα να ακούσει γερμανικό λιντ, τραγούδια που σου φούσκωναν το στήθος, όπως το «Χειμωνιάτικο ταξίδι» του Σούμπερτ: «Παγωμένες σταγόνες κυλούν στα μάγουλά μου / Δάκρυσα χωρίς να το αντιληφθώ;». Η Δέσποινα δεν έδινε δεκάρα για τέτοιες μελωδίες, για τέτοιες σκέψεις. Ηταν αυστηρή, συνεχώς σε άμυνα. Ετοιμη να απαντήσει σε έναν υποτιθέμενο Γερμανό που θα την αντιμετώπιζε ως μέρος του συνόλου και θα της έλεγε, κουνώντας το δάχτυλο μπροστά στο πρόσωπό της, «εσείς οι Ελληνες δεν πληρώνετε τους φόρους σας».

Στην αρχή γελούσαν με αυτό το σχόλιο. Το άκουγαν παντού – στο σχολείο, στην πολυκατοικία, στις τυχαίες συναντήσεις με τους γονείς των φίλων των παιδιών τους σε κάποιο πάρκο. Ο Στράτος και η Δέσποινα συμφωνούσαν αμήχανα, πιο Γερμανοί κι απ’ τους Γερμανούς. Μιλούσαν για τη θεσμική κρίση στην Ελλάδα – την απαξίωση του Κοινοβουλίου, της Παιδείας, ακόμη και της Δικαιοσύνης. Γρήγορα οχυρώθηκαν στον εαυτό τους και άρχισαν να επιχειρηματολογούν. Ελεγαν στους Γερμανούς ότι εκείνοι δεν ξέρουν, δεν θα καταλάβουν ποτέ τους τι σημαίνει εχθρικό και διεφθαρμένο κράτος. Κράτος που σ’ εκδικείται επιπλέον, σε αναγκάζει να κλέψεις για να υπάρξεις. Οτι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν σχέσεις εμπιστοσύνης, κοινωνία πολιτών – όλα όσα στη Γερμανία θεωρούνται αυταπόδεικτα.

Στο τέλος έγιναν επιθετικοί – κυρίως η Δέσποινα: έλεγαν ότι η Ελλάδα είναι μόνο χρονικά η αιτία των δεινών. Ελεγαν ότι το αίτιο της κρίσης είναι οι χρηματαγορές, όχι τα ελληνικά χρέη. Η Δέσποινα έγινε γραφική μιλώντας για τις πολεμικές αποζημιώσεις. Εκεί την έχασε. Η γυναίκα του άρχισε να σχολιάζει την πραγματικότητα με συναισθηματικούς όρους, μ’ έναν έξαλλο θυμό που είχε γίνει πολύ της μόδας τελευταία. Το έβλεπε και στην Ελλάδα. Ολοι οι φίλοι τους είχαν χωριστεί σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς. Τα καλοκαίρια που γύριζαν για διακοπές οι μισοί δεν μιλιόνταν με τους άλλους μισούς.

Ο Σβάρτσερ, ο διευθυντής του σχολείου, τους κοίταξε με το συνηθισμένο βλέμμα του – κάτι ανάμεσα σε συγκατάβαση και καταπιεσμένη επιθετικότητα. «Να μην ξανασυμβεί, παρακαλώ» μούγκρισε. Μπήκαν στις τάξεις τους και η μέρα κύλησε δύσκολα, όπως κυλούν οι μέρες που ξεκινούν με μια μεγάλη ατυχία.

Η πολυκατοικία βρωμούσε. Θα έρχονταν κάθε μέρα, είπαν οι εργάτες, επί μία εβδομάδα. Με μια αντλία που θα ρουφούσε τα λύματα στην αρχή, ύστερα με απολυμαντικά. «Είναι τεμπέληδες» φώναζε η Δέσποινα. «Τι θα κάνουν μια ολόκληρη εβδομάδα; Μέχρι να σηκώσουν το ένα πόδι, βρωμάει το άλλο. Και μετά λένε για μας».

Ο Στράτος δεν της απάντησε. Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και ίσιωνε τις εφημερίδες του 2010. Διάβαζε τυχαίες φράσεις: «Στην Αθήνα ένας τουρίστας αγόρασε μια εφημερίδα και ζήτησε απόδειξη. Ο περιπτεράς τού επέστρεψε τα χρήματα λέγοντας ότι δεν θα έδινε ποτέ αποδείξεις» («FAZ»). «Αν το κράτος χρεοκοπήσει, πώς θα πληρώνει συντάξεις; Οταν ο πρωθυπουργός το είπε στους Ελληνες, τα σωματεία – που σίγουρα έχουν κάποια σχέση με την παράλογη φορολογική πολιτική στην οποία οφείλεται η σημερινή κατάσταση – κατέβηκαν σε απεργία. Αλλά εναντίον τίνος; Ο Παπανδρέου είπε ότι καταλαβαίνει τη δυσαρέσκεια του κόσμου. Ωστόσο, τους είπε την αλήθεια: χρήματα δεν υπάρχουν. Παρά τη δήλωση – ή ίσως ακριβώς εξαιτίας της – παραμένει αγαπητός». Ο Στράτος άθελά του γέλασε με το σχόλιο της Μπερλίνερ. «Παραμένει αγαπητός». Μερικές φορές, οι παλιές εφημερίδες διαβάζονται σαν ανέκδοτα.

Διέτρεξε τη «Welt». Δεν την αγόραζε συχνά. Ηταν συντηρητική εφημερίδα, γραμμένη στρυφνά. Κατάλαβε μόνο τη φράση: «Κανείς δεν μπορεί να σώσει μια χώρα που δεν θέλει να σωθεί».

Το βράδυ, όταν τα παιδιά και η Δέσποινα είχαν κοιμηθεί, εκείνος ίσιωνε ακόμη εφημερίδες του 2011 στον καναπέ του καθιστικού. Η «Süddeutsche» περιέγραφε ένα από τα πρώτα πακέτα λιτότητας: «Μοιάζει με κουτί πρώτων βοηθειών που θέλει να γιατρέψει με αναλγητικό σπρέι και γάζες έναν ασθενή χτυπημένο θανάσιμα». Η «Frankfurter» θεωρούσε το πακέτο βοήθειας «επικίνδυνο, επειδή θα ενθάρρυνε και άλλα μέλη της ευρωζώνης να δράσουν ανεύθυνα. Το ελληνικό παράδειγμα θα μετέφερε το μήνυμα ότι όποιος παραμελεί τις υποχρεώσεις του αμείβεται αντί να τιμωρείται».

Μέσα στη σιωπή του διαμερίσματος ο Στράτος θυμήθηκε την τιμωρία του γερμανικού βλέμματος. Τη φράση «κουραστήκαμε να σας πληρώνουμε» που άκουγε συνέχεια τα τρία τελευταία χρόνια. Και το επιχείρημα που ακουγόταν ως το 2011 στο Βερολίνο απ’ όλες τις πλευρές, για να υποστηρίξει την επιστροφή στη δραχμή: «Μα γιατί όχι; Ολοι θα αγοράζουν ελληνικά προϊόντα ξανά. Και οι πλούσιοι Ελληνες θα επιστρέψουν στη χώρα τους για επενδύσεις». Οταν κάποιος μιλούσε έτσι, η Δέσποινα πεταγόταν και ούρλιαζε: «Αυτοί δεν είναι πλούσιοι Ελληνες, αυτοί είναι λύκοι!».

Μιλούσαν ακόμη για τους πλούσιους Ελληνες στο Βερολίνο. Μόλις χθες, ο Βόλφγκανγκ τον σταμάτησε στον δρόμο και του είπε ότι η πολυκατοικία απέναντί τους αγοράστηκε από έναν έλληνα επενδυτή. «Γιατί το κάνουν αυτό;» ρώτησε ο Βόλφγκανγκ, που ήταν ο συμπαίκτης του Στράτου στο πάρκο, στο τραπέζι του πινγκ-πονγκ. Ο Στράτος σήκωσε τους ώμους. «Ξέρω ’γώ; Δημοκρατία έχουμε. Ο καθένας επενδύει όπου θέλει».

Ο Βόλφγκανγκ επέμεινε: «Ναι, αλλά η λέξη “φιλανθρωπία” είναι ελληνική, εσύ μου το έμαθες αυτό. Γιατί δεν επιστρέφουν να βοηθήσουν την πατρίδα τους;».

«Είπα ότι η λέξη είναι ελληνική, όχι ότι οι Ελληνες είναι φιλάνθρωποι» είπε ο Στράτος κλωτσώντας μια πέτρα.

Ο Βόλφγκανγκ δεν το έβαζε κάτω: «Ξέρεις ότι η προσωπική περιουσία των Ελλήνων είναι διπλάσια από το δημόσιο χρέος;».

«Ε και;» αρπάχτηκε ο Στράτος. «Δηλαδή μου λες ότι πρέπει να χαρίσουν τα χρήματά τους στο ελληνικό κράτος; Επιτρέπεται η ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών. Αυτός είναι ο ορισμός της ευρωπαϊκής ιδέας, αν θυμάσαι».

Ο Βόλφγκανγκ άρχισε να μιλάει για τον ελληνικό εμπορικό στόλο που εξαιρείται από τη φορολογία εκβιαστικά, ο Στράτος είχε χάσει πια την όρεξή του. Χωρίστηκαν με πικρία, χωρίς να κλείσουν ραντεβού για μια παρτίδα. Δεν ανέφερε την κουβέντα τους στη Δέσποινα. Ηταν ικανή να μην του ξαναμιλήσει.

Είχαν ξεκόψει από τους περισσότερους σιγά σιγά. Ο Βόλφγκανγκ ήταν ο μόνος που περνούσε από το σπίτι τους για καμιά μπίρα. Ηταν κυρίως ευθύνη της Δέσποινας. Οι γυναίκες, καλώς ή κακώς, ρυθμίζουν τα κοινωνικά αντανακλαστικά μιας οικογένειας. Η δική του γυναίκα, λοιπόν, όταν πήγαινε να πάρει τα παιδιά από σπίτια φίλων, γερμανικά σπίτια, στεκόταν στο κατώφλι κι έλεγε «βιαζόμαστε», τρίβοντας τα χέρια της, από φόβο μήπως της ανοίξουν συζήτηση για τα ελληνογερμανικά. «Τι γίνεται με την Ελλάδα; Πώς τα πάτε;». Ετσι ξεκινούσαν όλες οι συζητήσεις. Κανείς δεν ήξερε, όμως, πού θα κατέληγαν. Ειδικά με τη Δέσποινα. Αν την παραστρίμωχναν, ήταν ικανή να τους φέρει την τσάντα στο κεφάλι.

Οι εφημερίδες βρωμούσαν. Παρ’ ότι έμειναν στο μπαλκόνι όλη μέρα, το χαρτί είχε νοτίσει. Δεν μπορούσε να κάνει τον χαζό. Ηξερε τι έπρεπε να γίνει. Με αργές κινήσεις τις ξαναέβαλε στη σακούλα, έδεσε έναν κόμπο και τις κατέβασε στα σκουπίδια. Υστερα, έπλυνε τα χέρια του σχολαστικά. Πήγε κι έπεσε στο κρεβάτι, αγκάλιασε τη γυναίκα του. Από την αναπνοή της κατάλαβε ότι κοιμόταν βαθιά. Οι απόψεις της είχαν αλλάξει ριζικά, αλλά τα μαλλιά της μύριζαν, όπως πάντα, χαμομήλι.

ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ

✱ Η σχέση Ελλάδας και Γερμανίας διαταράχτηκε από την αρχή της ελληνικής κρίσης. Στη συνέχεια ποδοσφαιροποιήθηκε. Είχαμε το πρώτο εξώφυλλο του περιοδικού «Focus» με την άσεμνη χειρονομία της Αφροδίτης (ακολούθησε πρόπερσι η Αφροδίτη ζητιάνα) και αντίστοιχη ελληνική απάντηση: τη Μέρκελ με ναζιστική περιβολή. Εκτοτε οι σχέσεις ανάμεσα στους δύο λαούς εντάθηκαν και υπέκυψαν στη δύναμη του στερεότυπου. Με συνοπτικές διαδικασίες οι Ελληνες θεωρήθηκαν συλλήβδην «τεμπέληδες», «απατεώνες», «φοροφυγάδες». Οι Γερμανοί, αντίστοιχα, «άξεστοι», «μεγαλομανείς».

✱ Στην πρώτη φάση των ελληνογερμανικών σχέσεων η πιο συνηθισμένη φράση των Γερμανών ήταν «εμείς σας πληρώνουμε». Και η ελληνική απάντηση «εμείς αγοράζουμε τα προϊόντα σας». Ο ισχυρισμός αυτός σχετίστηκε με τις εξαγωγές γερμανικών προϊόντων στη Νότια Ευρώπη και αποδυναμώθηκε με τη μείωση αυτών των εξαγωγών. Το 2012, ωστόσο, οι γερμανικές εξαγωγές επεκτάθηκαν στην Ευρώπη και στην Κίνα. Σύμφωνα με έρευνα του περιοδικού «Spiegel», σημειώθηκε, παρά την ευρωπαϊκή κρίση ή ίσως ακριβώς και εξαιτίας της, άνοδος 4,3% στις γερμανικές εξαγωγές στην Ασία και αλλού.

✱ Από τον Ιανουάριο ως τον Απρίλιο του 2010 μεγάλο μέρος των γερμανικών ΜΜΕ υπονόμευσε το χρηματοπιστωτικό πρόσωπο της Ελλάδας στα μάτια των αγορών. Πολλοί θεωρούν ότι αυτή η υπονόμευση είναι μία από τις κύριες αιτίες για την εμφάνιση του ΔΝΤ και τους μηχανισμούς διάσωσης που μπήκαν σε λειτουργία τότε.

✱ «Δεν είμαι σίγουρος ότι αφήσαμε πίσω μας τη χειρότερη στιγμή της κρίσης» δήλωσε τον Οκτώβριο ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Εκτοτε όμως – και μετά το τελευταίο πακέτο στήριξης – κύλησε ξαφνικά νερό στο αυλάκι. Δύο μήνες αργότερα, ο Σόιμπλε δήλωνε στην εφημερίδα «Bild»: «Νομίζω ότι τα χειρότερα έχουν περάσει. Χώρες όπως η Ελλάδα αναγνώρισαν ότι μπορούν να ξεπεράσουν την κρίση με σκληρές διαρθρωτικές αλλαγές. Ελπίζω ότι η πρόοδος θα συνεχιστεί». Πού οφείλεται, άραγε, αυτή η διγλωσσία; Ο Σόιμπλε μιλούσε έτσι πριν από τις τοπικές εκλογές της Κάτω Σαξονίας (20 Ιανουαρίου). Η μετριοπάθειά του είναι πρόβα τζενεράλε για τις γερμανικές εκλογές, το επόμενο φθινόπωρο. Αν η Ανγκελα Μέρκελ διατηρήσει αυτό το χαμηλό προφίλ – σε σχέση με το ελληνικό πρόβλημα και τις επιπτώσεις του δανεισμού για τους γερμανούς φορολογουμένους – υπάρχει περίπτωση να επανεκλεγεί για τρίτη φορά.

✱ Λέγεται ότι η Λαγκάρντ έχει σταματήσει να απευθύνεται στον Σόιμπλε προσφωνώντας τον «φίλε μου Βόλφγκανγκ», λόγω ακριβώς αυτής της εντεινόμενης διγλωσσίας του. Η πρόεδρος του ΔΝΤ ζήτησε δραστική μείωση του επιτοκίου για το ελληνικό χρέος, ο Σόιμπλε συμφώνησε, για να αθετήσει τη συμφωνία λίγη ώρα μετά, ύστερα από συνομιλία του με τη Μέρκελ.

✱ Τα ΜΜΕ παίζουν στη Γερμανία, όπως και στην Ελλάδα εξάλλου, το παιχνίδι των εντυπώσεων. Σε στιγμές μεγάλου αναβρασμού επιστρατεύουν οικονομολόγους με ακραίες απόψεις για να δημιουργήσουν κλίμα αβεβαιότητας και φόβου. Χαρακτηριστικές είναι οι απόψεις του Χανς Βέρνερ Ζιν, ο οποίος επαναλαμβάνει ότι η Ελλάδα και η Πορτογαλία θα έπρεπε να βγουν από το ευρώ. Οπως έχει πει χαρακτηριστικά: «Δεν μπορώ να σώσω ναρκομανείς δίνοντάς τους περισσότερα ναρκωτικά».

✱ Τον τελευταίο καιρό τα γερμανικά ΜΜΕ ακολουθούν τη γραμμή Σόιμπλε και δεν πυροδοτούν τη δοκιμαζόμενη σχέση μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών. Αρκετοί εκδότες και διευθυντές περιοδικών, όπως ο Γκέρλαχ του «The European», θεωρούν ότι το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη έχει ξεχαστεί. Ηδη από το τέλος της περασμένης χρονιάς, το 43% των Γερμανών είχαν ταχθεί ανοιχτά υπέρ της έγκρισης βοήθειας, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πολιτικού βαρόμετρου του κρατικού τηλεοπτικού δικτύου ZDF. Η μετριοπάθεια εκφράζεται και διά στόματος Γκερτ Βάγκνερ, προέδρου του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW): «Οποιος ισχυρίζεται ότι γνωρίζει τη λύση είναι ένοχος υποκρισίας σε μια ιστορικά μοναδική συγκυρία».