Ετσι είναι οι μεγάλοι έρωτες. ξεκινούν με μια αμοιβαία απέχθεια. Και μετά, έρχεται η χημεία. Ο Παναθηναϊκός και ο Χουάν Ρότσα συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1974, όταν το ποδόσφαιρο ήταν ακόμη ερασιτεχνικό, η ομάδα έπαιζε στη Λεωφόρο και ο Αργεντινός ήταν ένας πολλά υποσχόμενος μακρυμάλλης πιτσιρικάς με πεταχτά δόντια. Αντιπάθησαν ο ένας τον άλλον από την πρώτη στιγμή.

Το θυμάται ο ίδιος: «Συνάντησα ένα ερασιτεχνικό σωματείο με προβλήματα, που δεν μπορούσε να πληρώσει ούτε λίγα δολάρια. Εφυγα και είπα “δεν ξαναγυρίζω εδώ”». Το αεροδρόμιο του Ελληνικού ήταν το πρώτο πράγμα που θυμήθηκε, όταν, πέντε χρόνια αργότερα, η οικογένεια Βαρδινογιάννη, που το 1979 είχε αναλάβει επαγγελματικά τον Παναθηναϊκό, του έκανε πρόταση. Οι καιροί είχαν αλλάξει, τα λεφτά είχαν αυξηθεί και η προοπτική έμοιαζε καλύτερη. Ηρθε ξανά, υπέγραψε συμβόλαιο τριετούς διάρκειας με τον Παναθηναϊκό. Τότε έλεγε «θα καθήσω λίγα χρόνια και θα πάω σε άλλη ομάδα». Εχουν περάσει 33 χρόνια. Είναι ακόμη εδώ.

«Μόνο πρόεδρος δεν έχω γίνει»

Ο Χουάν Ραμόν Ρότσα είναι 58 χρόνων. Εχει υπηρετήσει τον Παναθηναϊκό ως παίκτης, προπονητής, σκάουτερ, μάνατζερ, αυτοδίδακτος ψυχολόγος και ξεναγός για τους λατινοαμερικανούς παίκτες. Ακόμη και τραγουδιστής έχει γίνει: «Μόνο πρόεδρος δεν έχω γίνει. Είναι το μοναδικό που λείπει από τη συλλογή μου». Ποτέ δεν ξέρεις τι θα γίνει στο μέλλον…

Προς το παρόν, όμως, έχει άλλες δουλειές. Σε μια εποχή που ο Παναθηναϊκός διανύει τη δυσχερέστερη κρίση της σύγχρονης ιστορίας του και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει δεν περιορίζονται μόνο στα καθιερωμένα αγωνιστικά ζητήματα, αλλά έχουν να κάνουν με ένα έλλειμμα 28 εκατομμυρίων ευρώ και μια ΠΑΕ στα πρόθυρα της διάλυσης, είναι και πάλι εδώ. Οταν κλήθηκε να γίνει προπονητής, δεν το σκέφτηκε. Στην αρχή αποθεώθηκε. Μετά έχασε. Και λίγο αργότερα κλήθηκε να πάρει θέση ανάμεσα στην οργή της διοίκησης που ήθελε να καρατομήσει ποδοσφαιριστές και στην πραγματικότητα.

Ο Ρότσα, ως προπονητής, πάντοτε προσέγγιζε τους παίκτες, κυρίως από την ανθρώπινη πλευρά. Γι’ αυτό και διαχώρισε δημοσίως τη θέση του από την πρόθεση της διοίκησης. «Δουλεύω πάνω στον άνθρωπο και όχι με μηχανές. Καμιά φορά μια ήττα προκαλεί περισσότερο θόρυβο από όσο πρέπει και εγώ πρέπει να βγάλω τη μάνικα και να σβήσω τη φωτιά» σχολίασε μετά τον αγώνα Κυπέλλου με την Προοδευτική και λίγο έλειψε να βρεθεί στην έξοδο προτού καν συμπληρώσει 40 ημέρες στον πάγκο. Ωστόσο, δόθηκαν αμοιβαίες εξηγήσεις, ο Χουάν έμεινε και – σπάνιο για τα ελληνικά ποδοσφαιρικά δεδομένα – η λογική νίκησε.

Ο Χουάν και ο Μαραντόνα

Ο Ρότσα γεννήθηκε το 1954 στην επαρχία του Κοριέντες στη Βόρεια Αργεντινή. Σε ηλικία έξι ετών, οι γονείς του τον έγραψαν στις ακαδημίες της τοπικής Αβάντι Ερμανδάδ. Λίγα χρόνια αργότερα, ήρθε η πρόταση από τους Νιούελς Ολντ Μπόις. Η μητέρα του, όμως, λίγο έλειψε να τη χαλάσει, καθώς φοβόταν να αφήσει τον 15χρονο γιο της μόνο στη μεγαλούπολη του Ροζάριο, 400 χιλιόμετρα μακριά της. Χρειάστηκε να περάσει ένας μήνας για να πειστεί και να δώσει την τελική έγκριση. Η ημέρα του αποχαιρετισμού στον σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού δεν ήταν εύκολη. Γεμάτος χαρά, αλλά και με βουρκωμένα μάτια, είπε αντίο στο Σάντο Τομέ. Το τρένο για το Ροζάριο αναχώρησε.

Με τους Νιούελς αγωνίστηκε για μια επταετία και κατέκτησε ένα πρωτάθλημα το 1974, ενώ έγινε μέλος και της Εθνικής Αργεντινής, με την οποία αγωνίστηκε 27 φορές δίπλα σε σπουδαίους παίκτες όπως ο Ντανιέλ Πασαρέλα, ο Μάριο Κέμπες και ο καλός του φίλος Οσβάλντο Αρντίλες. Η συμμετοχή στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 στην Αργεντινή ήταν ένα όνειρο ζωής για τον 24χρονο Χουάν, ο οποίος κλήθηκε στην προεπιλογή του ομοσπονδιακού τεχνικού, Σέζαρ Λουίς Μενότι, αλλά εν τέλει κόπηκε μαζί με τον 18χρονο, τότε, Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Η απόφαση του Μενότι τον πλήγωσε. «Ημουν πολύ απογοητευμένος. Σκέφτηκα ακόμη και να εγκαταλείψω το ποδόσφαιρο» θυμάται ο Ρότσα. Λίγα χρόνια μετά, ένα ηλιόλουστο μεσημέρι, και ενώ απολάμβανε τις διακοπές του στο Σάντο Τομέ, προέκυψε η πρόταση της μεγάλης παιδικής του αγάπης, της Μπόκα Τζούνιορς, η οποία λίγους μήνες νωρίτερα είχε αναδειχθεί πρωταθλήτρια κόσμου. Ο Ρότσα έγινε ο ηγέτης της Μπόκα ως τον Δεκέμβριο του 1979. Εκεί ξεκίνησε η «ελληνική» ζωή του.

Ο Μπουμπλής από το Αιγάλεω

«Μια ολόκληρη ζωή, με ωραίες, αλλά και δύσκολες στιγμές» αναπολεί σήμερα ο Χουάν. Το ξεκίνημα στην Ελλάδα, άλλωστε, κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν. Η μόδα της εποχής επέβαλλε στους λατινοαμερικανούς ποδοσφαιριστές να συστήνονται ως έλληνες ομογενείς. Για μια δεκαετία τα γήπεδα όλης της χώρας γέμισαν με Αργεντινούς που δεν έλεγαν ούτε «καλημέρα», αλλά είχαν χαρτιά που πιστοποιούσαν ότι κυλούσε ελληνικό αίμα στις φλέβες τους, λόγω κάποιας μακρινής συγγένειας. Ετσι, και ο Χουάν Ραμόν Ρότσα από το Σάντο Τομέ της Αργεντινής παρουσιάστηκε ως Γιάννης Μπουμπλής από το Αιγάλεω, όπως ανέφεραν τα σχετικά έγγραφα του δήμου. Παράλληλα, όμως, ήταν η εποχή που είχε φουντώσει η διαμάχη μεταξύ Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού λόγω της αρπαγής του Γιάννη Κυράστα και του Μάικ Γαλάκου από τους Πράσινους.

Οι Ερυθρόλευκοι απάντησαν με ένσταση και καταγγελία για πλαστογραφία στο πιστοποιητικό του Μπουμπλή και η μάχη μεταφέρθηκε στα δικαστήρια. Εν τέλει, το ΑΣΕΑΔ ακύρωσε το δελτίο του Ρότσα και ουσιαστικά τον τιμώρησε με αγωνιστική αποχή περίπου δέκα μηνών. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια το ζήτημα Μπουμπλής ήταν ταμπού για τον ίδιο τον Χουάν, ο οποίος πλέον παραδέχεται ότι τότε πέρασε τις δυσκολότερες στιγμές της ζωής του, χωρίς ποδόσφαιρο και με αρνητική δημοσιότητα, δικαστικές διαμάχες, παρουσία κάθε 15 ημέρες στο αστυνομικό τμήμα και απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. «Ημουν ο μόνος που πλήρωσε για κάτι που συνέβαινε επί πολλά χρόνια στην Ελλάδα» σχολιάζει με παράπονο, αλλά προσθέτει ότι «ίσως αν δεν συνέβαινε αυτή η ιστορία, να μην έμενα στον Παναθηναϊκό».

Ο Ρότσα φαντάρος

Ηταν η περίοδος που ο Ρότσα δέθηκε με τον σύλλογο, τους οπαδούς του και τον τότε πρόεδρο, Γιώργο Βαρδινογιάννη. Το σύνθημα «Φόρτσα Ρότσα Μπουμπλής» ακουγόταν κάθε Κυριακή, ενώ οργανώθηκε μια πορεία στο κέντρο της Αθήνας, όπου διαμαρτύρονταν για την ακύρωση του δελτίου του. Τελικά ήταν γραφτό να γίνει Ελληνας, έστω και χωρίς το όνομα Μπουμπλής. Τον Ιούνιο του 1986, και αφού πρώτα υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό σε Ρέθυμνο, Σάμο και Αθήνα, πήρε την ελληνική υπηκοότητα.

Η μετρημένη στάση και το ήθος που επέδειξε, όχι μόνο εντός των γηπέδων, αλλά ακόμη και σε αυτή τη δύσκολη στιγμή της ζωής του, τον έκαναν ιδιαίτερα συμπαθή και στους αντιπάλους. Αφησε άφωνη την ποδοσφαιρική Ελλάδα όταν σε ένα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό, το 1985, έσπευσε να συγχαρεί τον διαιτητή Βαγγέλη Γιαννακουδάκη, ο οποίος μόλις τον είχε αποβάλει για ένα σκληρό φάουλ σε αντίπαλο. Ακόμη και οι οπαδοί του ΠΑΟΚ είχαν κάνει standing ovation για τον Χουάν έπειτα από μια μεγαλειώδη εμφάνισή του στην Τούμπα.

Προπονητική και βουντού

Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής καριέρας του, σε ηλικία 35 ετών, έκανε τα πρώτα δειλά βήματα στην προπονητική. Ανέλαβε τον Πανηλειακό, τον Ηλυσιακό (δις) και την Καλαμάτα, προτού επιστρέψει στον Παναθηναϊκό. Η απόλυση του Βόσνιου Ιβιτσα Οσιμ τον Μάρτιο του 1994 έφερε τον άπειρο κόουτς Ρότσα για πρώτη φορά στον πάγκο ομάδας Α΄ Εθνικής, κάτι που δεν τον εμπόδισε, όμως, να διαγράψει την πιο επιτυχημένη διετία στη σύγχρονη ιστορία του ΠΑΟ. Πήρε κύπελλο, νταμπλ και η εκτόξευση ήρθε τη σεζόν 1995-96, όταν ο Παναθηναϊκός έφτασε ως τους ημιτελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ σε μια εκπληκτική ευρωπαϊκή πορεία.

Οι απρόσμενες επιτυχίες του Παναθηναϊκού με τον Χουάν στον πάγκο άρχισαν να δημιουργούν ορισμένους μύθους. Κάπως έτσι άρχισαν να κυκλοφορούν οι φήμες για τα μάγια και τα βουντού του Ρότσα, που έγιναν ακόμη και τίτλοι στον αθλητικό Τύπο της εποχής, αλλά που περισσότερο ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας. Ενας από τους θρύλους της Παιανίας αναφέρει ότι κάποτε, παραμονές ενός σημαντικού αγώνα, κάποιος παίκτης φώναξε έντρομος στους υπόλοιπους ότι «βγαίνουν καπνοί από το δωμάτιο του Χουάν» και όταν έσπευσαν να διαπιστώσουν τι συμβαίνει, είδαν τον αποκαλούμενο «Ινδιάνο» να καίει βότανα! Επίσης, θρυλείται πως σε μια εποχή που ο Κριστόφ Βαζέχα δεν είχε ρέντα στο γκολ, ο Χουάν τον έβαλε να περπατήσει πάνω σε καρβουνάκια σαν αναστενάρης, ενώ λέγεται ότι την παραμονή τού εκτός έδρας αγώνα με τον Αγιαξ στο Αμστερνταμ, όπου οι Πράσινοι επικράτησαν 1-0, ο Ρότσα πήρε μια φωτογραφία του τότε προπονητή του «Αίαντα», Λουίς φαν Γκάαλ, την κατακομμάτιασε και την πάτησε στο χορτάρι του γηπέδου, όπου την επομένη ο Βαζέχα πέτυχε το νικητήριο γκολ στο τελευταίο λεπτό της αναμέτρησης.

Η κατάρρευση, όμως, δεν άργησε. Το καλοκαίρι που ακολούθησε ήταν καταστροφικό, καθώς το Τριφύλλι υπέστη δύο πρόωρους ευρωπαϊκούς αποκλεισμούς από τη Ρόζενμποργκ και τη Λέγκια Βαρσοβίας. Οι πολέμιοι του «κιθαρίστα Ρότσα», όπως έγραφαν χαρακτηριστικά, του χρέωσαν τις φιλικές σχέσεις με τους ποδοσφαιριστές και τη χαλαρή προετοιμασία της ομάδας. Η πρώτη θητεία του στον Παναθηναϊκό έλαβε άδοξο τέλος τον Οκτώβριο του 1996, ενώ και η επιστροφή του, το 1999, δεν στέφθηκε με επιτυχία, καθώς γνώρισε την ήττα στον τελικό του Κυπέλλου από τον Ολυμπιακό, μολονότι οι Πράσινοι έπαιζαν με παίκτη παραπάνω από το 32΄. Εκτοτε, η προπονητική πορεία του υπήρξε φθίνουσα, με περάσματα από τον Αρη, την Ξάνθη, τον Ηλυσιακό, τον Ολυμπιακό Λευκωσίας και τις ακαδημίες του Τριφυλλιού.

Γυναίκα αλλάζεις, ομάδα ποτέ

Ουδέποτε μπόρεσε να επιστρέψει σε υψηλό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν το επιδίωξε. Προτίμησε να παραμείνει σε… χαμηλότερο επίπεδο, κάνοντας αυτό που του αρέσει περισσότερο: μαθαίνοντας τα μυστικά της μπάλας σε μικρά παιδιά. Το γύρισμα της τύχης, ωστόσο, φέρνει τον πιο επιτυχημένο προπονητή στην ιστορία του Παναθηναϊκού στο τιμόνι των Πρασίνων, σε μια κομβική περίοδο. Η επιστροφή του στην Αργεντινή, την οποία σχεδίαζε έπειτα από 32 χρόνια παραμονής στην Ελλάδα, μπορεί να περιμένει χάριν του Τριφυλλιού.

Ο συναισθηματικός Χουάν Ραμόν Ρότσα θα προσφέρει τις υπηρεσίες του για όσο καιρό τον χρειαστεί η ομάδα της καρδιάς του και στη συνέχεια θα γυρίσει στα πάτρια εδάφη, στις ρίζες του, εκεί από όπου άρχισε το ταξίδι. Γεμάτος εμπειρίες, εικόνες και αναμνήσεις, θα παίζει ξέγνοιαστος στην κιθάρα του τον «Μέτοικο» του αγαπημένου του Ζορζ Μουστακί και θα τραγουδά: «Θα ’ρθω ξανά απ’ τα παλιά / σαν το πουλί απ’ το νοτιά / την πόρτα να χτυπήσω». Δύσκολα, όμως, θα μπορέσει να αποχωριστεί τον Παναθηναϊκό. Για αυτόν τον λόγο σκοπεύει να ιδρύσει τον ΠΑΟ Αργεντινής, στον οποίο θα αφοσιωθεί τα επόμενα χρόνια της ζωής του. Δεν κρύβει, άλλωστε, ότι το Τριφύλλι παραμένει ο μεγάλος του έρωτας και συμπληρώνει χαμογελώντας: «Κόμμα και γυναίκα αλλάζεις, ομάδα ποτέ».