«Πρέπει να ξέρεις κάτι για μένα. πηγαίνω σε σεμινάρια. Σε συνεδρίες. Είμαι ένας μανιακός της εναλλακτικής θεραπείας. Εχω κάνει χοροθεραπεία, πιλάτες, βελονισμό, κινησιολογία και…».

«Χοροθεραπεία;». Η Μάνια γούρλωσε τα μάτια της. Ο Φίλιππος ήταν ογκώδης άντρας. Ξαφνικά τον φαντάστηκε με τούλι και τιάρα, σαν μια παρωδία μπαλαρίνας.

«Ενα σεμινάριο ήταν. Επρεπε να κινηθούμε ελεύθερα στον χώρο. Και εγώ περπατούσα σοβαρός, σαν να πήγαινα στο γραφείο. Με το δεξί μου χέρι σε γροθιά, λες και κρατούσα χαρτοφύλακα. Μετά, μας έβαλαν να σχηματίσουμε ζευγάρια. Να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας χωρίς να μιλάμε».

«Κι εσύ τι έκανες;».

«Τι να κάνω; Επιασα μια γυναίκα απ’ το χέρι. Ηταν λίγο σαν νηπιαγωγείο. Την ξάπλωσα, την έβαλα να σχηματίσει με το σώμα της μια μπάλα και μετά την κλώτσησα και…».

«Θεέ μου! Τη χτύπησες;».

«Οχι, ήταν σαν να έπαιζα ποδόσφαιρο. Ηταν συμβολικό».

Η Μάνια κόντεψε να πέσει από το σκαμνί του μπαρ.

«Δεν καταλαβαίνω» του είπε. «Μια γυναίκα είναι κατά τη γνώμη σου μπάλα για να παίζεις ποδόσφαιρο;».

Της είχε συστηθεί ως πρώην διευθυντής περιοδικού. Είχε χρησιμοποιήσει την αργκό του επαγγέλματος – ήταν και οι δύο δημοσιογράφοι – και ξαφνικά άρχισε να της μιλάει για εναλλακτικές θεραπείες με το μένος του νεοφώτιστου. Και δεν φτάνει αυτό: πότε το έπαιζε μπαλαρίνα, πότε άντρας με μπάλα.

«Δεν ήθελα να προσβάλω κανέναν. Απλώς άφησα ελεύθερο τον εαυτό μου. Και επέστρεψα σε μια εποχή που έριχνα σουτ και ήμουν ευτυχισμένος άνθρωπος. Ακούγονται χαζά όταν τα περιγράφω, αλλά εκείνη τη στιγμή έχουν νόημα. Πώς να σ’ το πω…».

«Πάρ’ το απ’ την αρχή» του είπε. «Εξήγησέ μου».

Της είπε ότι είχε δοκιμάσει τα πάντα. Μετά την απόλυση, το έριξε στο τρέξιμο. Γράφτηκε συνδρομητής στο Runners. Εβγαινε κάθε πρωί, με το iΡod, βρέξει-χιονίσει. Τον κυνηγούσαν σκυλιά, του κορνάριζαν αυτοκίνητα. Το μόνο που τον σταμάτησε ήταν οι πόνοι στη μέση. Βρήκε έναν βελονιστή που ήταν σιωπηλός και αποτελεσματικός. Επιασε το χέρι του για να μετρήσει τους σφυγμούς του. Του ζήτησε να βγάλει έξω τη γλώσσα. Αποφάνθηκε ότι το συκώτι του κατακρατά ενέργεια. Ο βελονιστής τού έχωσε βελόνες στα αφτιά και στον αυχένα – στον μεσημβρινό της χολής. Και μια φορά άναψε κάτι σαν πούρο, τη μόξα, και το πλησίασε στη μέση του για να πάρει την υγρασία. Ο Φίλιππος έφευγε από τις συνεδρίες πετώντας. Ο πόνος υποχώρησε. Αγόρασε δύο καινούργιες φόρμες και συνέχισε να τρέχει.

Οταν δούλευε στο περιοδικό και έβγαζε χρήματα, αγόραζε μόνο πουκάμισα, ακριβά πουκάμισα – ήταν η μανία του. Προτού βάλει λουκέτο η επιχείρηση, ο Φίλιππος φορούσε τα καλοσιδερωμένα του πουκάμισα, σήκωνε τα μανίκια και σχεδίαζε το μηνιαίο περιοδικό για άντρες: οργάνωνε συσκέψεις, ανέθετε θέματα στους συντάκτες, διάλεγε φωτογραφίες εξωφύλλου, αποφάσιζε ποιοι τίτλοι θα χτυπηθούν με μεγαλύτερο γράμμα. Το βράδυ γύριζε στο σπίτι με το πουκάμισο κουρέλι. Λες και πάλευε όλη μέρα στο ριγκ.

Η Μάνια σήκωσε τους ώμους. «Ξέρω» είπε. «Η δουλειά γραφείου σε τσαλακώνει. Κυριολεκτικά».

Τώρα τριγυρνούσε στο σπίτι με ένα λεκιασμένο μακό και έπινε νερό κατευθείαν από τη βρύση. Η απόλυση σ’ το κάνει αυτό, της είπε με θυμοσοφία: βρίσκεσαι σε μια ημιάγρια κατάσταση. Δεν μπορείς να τα βάλεις με κανέναν άλλον και τα βάζεις με τον εαυτό σου. Κάποια στιγμή, αρχίζουν οι ημικρανίες. Οι πόνοι στις αρθρώσεις, στη σπονδυλική στήλη. Σφίγγεις τη μασέλα, σφίγγεις τα γόνατα. Γίνεσαι κουβάρι.

Τους τρεις τελευταίους μήνες πονούσε ο τένοντας στο εσωτερικό του δεξιού καρπού. Τέντωσε το χέρι του. Η Μάνια άγγιξε τον καρπό του. Ηταν η πρώτη φορά που αγγίζονταν.

«Εδώ;» τον ρώτησε.

«Ακριβώς εδώ».

Ο πόνος ξεκίνησε ύπουλα όταν άρχισε να κρατάει σημειώσεις για το βιβλίο του. Είχε αποφασίσει να λουφάξει στο σπίτι και να χρησιμοποιήσει την αποζημίωση για να γράψει ένα βιβλίο για την οικονομική κρίση, όπως κάθε απολυμένος δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό του. Εγραψε, μάλιστα, το πρώτο κεφάλαιο – «Η κρίση του λάιφσταϊλ» – και το παρουσίασε σε τρεις εκδοτικούς οίκους. Αν ο Φίλιππος ήταν αναγνωρίσιμο τηλεοπτικό πρόσωπο, θα έβγαζαν το βιβλίο του, αυτό κατάλαβε.

«Το πρόβλημα είναι ότι όλοι γράφουν βιβλία γύρω από την κρίση» είπε η Μάνια. «“Η κρίση και η ευρωπαϊκή συνείδηση”. “Η κρίση και το έλλειμμα διακυβέρνησης”. “Η κρίση και οι αγορές”. “Η κρίση ως ευκαιρία…”».

«Το ξέρω» απάντησε ο Φίλιππος. «Το μόνο βιβλίο γύρω από την κρίση που δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη είναι “Η κρίση και ο παστός μπακαλιάρος”».

Εβαλαν τα γέλια.

Ο Φίλιππος ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του. «Δεν είμαι ηλίθιος. Ξέρω ότι δεν θέλουν να ρισκάρουν με ένα ακόμη βιβλίο». Συμπλήρωσε τη φράση νοερά: και μάλιστα γραμμένο από τον αρχισυντάκτη ενός περιοδικού που ειδικευόταν σε ανδρικά αξεσουάρ – μεταξύ των οποίων και κορίτσια με μπικίνι. Δεν το είπαν έτσι, έτσι το άκουσε: μετά την απόλυση τα έπαιρνε όλα προσωπικά.

Η Μάνια αισθάνθηκε την ανάγκη να του πει κάτι ανακουφιστικό. «Σοβαρά τώρα, η κρίση, κάθε κρίση, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να αρρωστήσει κανείς. Το πρώτο πράγμα που κάνεις είναι να τιμωρήσεις το σώμα σου. Χωρίς να σκέφτεσαι ότι θα σε τιμωρήσει κι αυτό».

Ο Φίλιππος στράγγιξε την μπίρα του και κλείστηκε στον εαυτό του. Το έκαναν συνέχεια οι άνθρωποι. Του μιλούσαν γενικόλογα, συνοψίζοντας, θεωρώντας τον παράξενο ζώο, κατά φαντασίαν ασθενή που δεν ξέρει από τι πάσχει. Από το σκαμνί του μπαρ μεταφέρθηκε στο σπίτι του. Ξαναέζησε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το τελευταίο τρίμηνο.

Οταν τελείωσε το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του, ήρθε η δική του αποκαλυπτική στιγμή. Ενα πρωί ξύπνησε και διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να κουνήσει το δεξί του χέρι. Ηταν σαν να είχε έρθει το βράδυ ένας σχιζοφρενής με πριόνι και να του είχε κόψει το χέρι από τον ώμο.

Εφτιαξε καφέ με το αριστερό και έχυσε τον μισό στα πλακάκια της κουζίνας. Ξαναπήγε για βελονισμό. «Γιατί παίζεις με το σώμα σου;» ρώτησε ο βελονιστής. «Δεν βλέπεις τα σήματα κινδύνου;». Ο βελονιστής ήταν ασπρομάλλης και είχε κάτασπρα απαλά γένια σαν του Αϊ-Βασίλη. Ο Φίλιππος αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε κάποτε να ζήσει έτσι: αφήνοντας γένια, πιστεύοντας ότι το σώμα ξέρει. Οχι, με τίποτε. Κατά βάθος περιφρονούσε τον βελονιστή. Η κατάστασή του βελτιωνόταν κάθε φορά που άφηνε πίσω του εκείνο το μικρό φωτεινό σπίτι κοντά στη θάλασσα. Σε δύο ώρες ξεχνούσε τη θεραπεία και γυρνούσε στην πραγματική ζωή. Στον καναπέ, στα καταστροφολαγνικά δελτία της νεοελληνικής ζωής μ.Χ. (μετά το Χρήμα, αστειευόταν ο Φίλιππος), μ’ ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι.

Μπαντάρισε τον δεξί καρπό. Με το ελεύθερο χέρι άρχισε να ψάχνει στο Internet. Διάβασε για το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα – τη νόσο του μουσικού, του ταμία, του συγγραφέα. Με απλά λόγια, είναι η παγίδευση του μέσου νεύρου του καρπού. Λέγεται και σύνδρομο υπερχρήσης. Να μια ωραία λέξη, είχε σκεφτεί ο Φίλιππος. Υπερχρήση. Υπερβολική χρήση. Ταίριαζε σε όλα αυτή την εποχή. Υπερβολική χρήση βίας. Πανικού. Απελπισίας. Προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη του, ένιωσε ένα τρομερό βάρος στο στήθος. Σαν να είχαν έρθει να καθήσουν πάνω του η πρώην γυναίκα του, τα δυό παιδιά τους και ο εκδότης του περιοδικού όλοι μαζί. Πήγε στον γιατρό. Και καθώς περίμενε τη διάγνωση, να τι αποφάσισε: αν δεν πεθάνω αυτή τη στιγμή, θα κάνω κάτι για τον εαυτό μου. Από τότε έψαχνε αυτό το κάτι. Ενα σύστημα σωτηρίας. Μια μέθοδο που να σταματήσει τον πόνο στη καρδιά και σε ένα σημείο πιο βαθιά που δεν μπορούσε να εντοπίσει.

Αλλαξε αργά και με δυσκολία, όπως αλλάζουν οι άνθρωποι μετά τα πενήντα. Ηθελε να πάει σ’ ένα ησυχαστήριο. Σ’ ένα μοναστήρι. Σ’ ένα μέρος χωρίς τηλεόραση και εφημερίδες. Αυτός ο ειρωνικός, χολερικός άνθρωπος ήταν έτοιμος να κάψει λιβάνια και να προσευχηθεί σε οποιονδήποτε Θεό υποσχόταν να πάρει μακριά τον πόνο του χεριού και της απόλυσης.

«Και το άλλο που είπες; Η κινησιολογία;».

«Πηγαίνω δύο φορές τον μήνα. Εχω βάλει έναν στόχο. Η θεραπεύτρια προσπαθεί να επιβεβαιώσει τον στόχο μου. Μερικές φορές λέμε κάτι, αλλά επιδιώκουμε κάτι άλλο».

Και ο Φίλιππος της εξήγησε με λεπτομέρειες πως η κινησιολογία ασχολείται με την κίνηση των μυών, πως σε βοηθάει να ανακαλύψεις ποιος είσαι στ’ αλήθεια και τι θέλεις από τη ζωή, με ένα μυϊκό τεστ. Ο θεραπευτής ρωτάει και το σώμα σου απαντάει «όχι» ή «ναι» με μια αδιόρατη κίνηση. Πώς να της εξηγούσες το μαγικό άνοιγμα των χεριών; Της μίλησε μόνο για την απλή σειρά καθημερινών ασκήσεων που γυμνάζουν τον εγκέφαλο, του μαθαίνουν να σκέφτεται αλλιώς.

«Ο εγκέφαλος;».

«Ναι. Υπάρχουν δραματικές στιγμές στη ζωή μας, κατά τις οποίες ο εγκέφαλος μαθαίνει να μη ρισκάρει για να προστατεύεται. Πρέπει να του ξαναμάθεις τη ζωή χωρίς φόβο. Λειτουργεί, στ’ αλήθεια λειτουργεί».

Χαμογέλασε μόνος του. Σκέφτηκε ότι παλαιότερα θα έλεγε «λειτουργεί» το ξυπνητήρι ή το θερμοσίφωνο, όχι η θεραπεία.

«Θέλεις να πιούμε μια μπίρα ακόμη;» ρώτησε η Μάνια.

«Νομίζω ότι είναι ώρα να το διαλύσουμε. Εχω ραντεβού με τον βελονιστή μου στις 9.00 το πρωί».

«Καταλαβαίνω» είπε η Μάνια και σηκώθηκε υπάκουα.

Ο Φίλιππος κοίταξε τα σφριγηλά της μάγουλα. Ηταν νέα και είχε ακόμη τη δουλειά της. Δεν καταλάβαινε τίποτε.