Κατά την πρώτη επίσκεψή της στην Ελλάδα το 1951, η Μαργαρίτα Παπανδρέου, η 89χρονη σήμερα γυναίκα με την εύθραυστη φωνή και τη χαρακτηριστική κόμη, ήταν απλώς η αμερικανίδα σύζυγος του γιου του Γεωργίου Παπανδρέου. Στο γραφείο του Γέρου στο Καλέντζι Αχαΐας, την έδρα της «δυναστείας Παπανδρέου», εκείνος θέλησε η νύφη του να γνωρίσει τους στενούς συνεργάτες του. Καθώς η νεαρή από το Ιλινόι δεν γνώριζε ελληνικά, ρώτησε τον σύζυγό της, Ανδρέα Παπανδρέου, τι θα μπορούσε να απαντά, εκτός από το απότομο «όχι», σε όσους τη ρωτούσαν αν μιλάει τη γλώσσα. Ο Ανδρέας αντιπρότεινε το περισσότερο χαριτωμένο «πολύ λίγο».

Μπαίνοντας στο γραφείο του Γέρου, τη συστήνουν στους συνεργάτες που ήταν παρόντες εκείνη την ώρα και κάποιος τη ρωτάει κάτι που η ίδια νόμισε ότι ήταν η συνηθισμένη ερώτηση, δηλαδή αν μιλάει ελληνικά. «Πολύ λίγο» του απαντά. Ομως ο Γεώργιος Παπανδρέου τής χτύπησε την πλάτη. «Μαργαρίτα, σε ρώτησαν αν σου αρέσει η Ελλάδα» της είπε. Καθώς εκείνη περιέγραφε το περιστατικό σε συνέντευξή της το 2006, σχολίασε τον συμβολικό χαρακτήρα του. «Τα πρώτα μου λόγια στον πολιτικό κόσμο της Ελλάδας ήταν ένα λάθος, αλλά γέννησαν γέλιο, και αφού πιστεύω ότι το γέλιο είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μας – όπως επίσης και της πολιτικής –, ίσως δεν έκανα τελικά μια τόσο άσχημη αρχή» σημείωνε μιλώντας στο «Βήμα».

Εχει παρέλθει περισσότερο από μισός αιώνας από το περιστατικό και η προσωπική ιστορία της Μαργαρίτας Παπανδρέου έχει, μοιραία, συνδεθεί με εκείνη της Ελλάδας. Σήμερα, 16 χρόνια από τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, η σύζυγος που συντρόφευε τον έλληνα ηγέτη στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και της πολιτικής σταδιοδρομίας του, η μητέρα των τεσσάρων από τα πέντε παιδιά του φέρεται, σύμφωνα με πηγές του ΣΔΟΕ, να συνδέεται με ένα από τα ονόματα της λίστας Λαγκάρντ. Παραμένει ακόμη ασαφές το αν πράγματι η μητέρα του πρώην πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου διατηρεί καταθέσεις στην Ελβετία, ωστόσο κανείς δεν αμφισβητεί τη δυναμική προσωπικότητά της.

Η γνωριμία με τον Ανδρέα

Γεννημένη στην πόλη Οουκ Παρκ, ένα μικρό προάστιο του Σικάγου των ΗΠΑ, η μεγαλύτερη από τις πέντε κόρες ενός πεζοναύτη, η Μαργαρίτα Τσαντ, σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα. Καθώς προερχόταν από φτωχή οικογένεια, κατάφερε να τελειώσει το πανεπιστήμιο κάνοντας ταυτοχρόνως δουλειές του ποδαριού – σερβιτόρα, μπέιμπι σίτερ, βιβλιοθηκάριος, εργάτρια, βοηθός νοσοκόμας. Τελικώς, ολοκληρώνοντας τις σπουδές της, άνοιξε το διαφημιστικό γραφείο της.

Προτού κλείσει τα 24 χρόνια της, το 1947, γνώρισε τον Ανδρέα στον προθάλαμο ενός οδοντιατρείου στη Μινεάπολη. Είχε βρεθεί εκεί προκειμένου να βοηθήσει τον κύπριο γιατρό να γράψει ένα βιβλίο με θέμα τη νοσταλγία του για την πατρίδα. Στον ίδιο προθάλαμο, ο 29χρονος, ήδη παντρεμένος με την ψυχολόγο Χριστίνα Ρασιά, Ανδρέας Παπανδρέου, περίμενε απλώς να εξεταστεί. Επιασαν κουβέντα. Σε αντίθεση με τον οδοντίατρο, ο Ανδρέας εκμυστηρεύτηκε στη νεαρή από τις μεσοδυτικές πολιτείες ότι «νοσταλγούσε την Ελλάδα, αλλά δεν επιθυμούσε να επιστρέψει». Η γνωριμία τους συνεχίστηκε την ίδια ημέρα «over drinks» στο μπαρ του κοντινού ξενοδοχείου Ράντισον, ενώ αργότερα πήγαν για φαγητό και για ποτό. Ο Ανδρέας τής εξήγησε την κατάσταση στην Ελλάδα, τον ρόλο του πατέρα του καθώς και τα σχετικά με τον εμφύλιο πόλεμο εξαιτίας του οποίου χειμαζόταν η χώρα. Η σχέση τους συνεχίστηκε για λίγους μήνες. Ωστόσο, το καλοκαίρι του 1948, όταν η Ρασιά αρνήθηκε να δώσει το διαζύγιο που της ζήτησε ο Ανδρέας, το ζευγάρι χώρισε.

«Στις ΗΠΑ, εγώ θα ήμουν η πολιτικός»

Η Μαργαρίτα έκλεισε το γραφείο της και έπιασε δουλειά στο αμερικανικό σύστημα υγείας, ως εκπαιδεύτρια. Επρόκειτο για μια θέση που απαιτούσε συχνά ταξίδια σε όλη τη χώρα. Ωστόσο, διατήρησε αλληλογραφία με τον Ανδρέα, ο οποίος πλέον εργαζόταν ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Εβανστον στο Ιλινόι. Παράλληλα, το 1950 εκείνος κατάφερε να πάρει διαζύγιο από την πρώτη σύζυγό του. Το καλοκαίρι του 1951, η Μαργαρίτα και ο Ανδρέας έσμιξαν ξανά ως ζευγάρι. Πέρασαν διακοπές διάρκειας έξι εβδομάδων στη λίμνη Πίραμιντ της Νεβάδα. Αργότερα, στις 30 Αυγούστου, παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στο Ρίνο της ίδιας Πολιτείας, όπου μάλιστα γνώρισαν τον Φρανκ Σινάτρα. Ο Γεώργιος Παπανδρέου ζήτησε από τον Ανδρέα να παντρευτεί και με θρησκευτικό γάμο, πράγμα που προϋπέθετε ότι η Μαργαρίτα θα βαφτιζόταν. Τελικώς, η θρησκευτική τελετή έλαβε χώρα οκτώ χρόνια μετά, στην Καλιφόρνια, αφότου είχαν γεννηθεί ο Γιώργος, η Σοφία και ο Νίκος. Λίγους μήνες αργότερα γεννήθηκε το τέταρτο παιδί του ζευγαριού, ο Αντρίκος.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι στην ιστορική συγκυρία που συνέβη, ο γάμος του Ανδρέα με τη Μαργαρίτα επισφράγισε την αφοσίωση του Ανδρέα στην ιδιότητά του ως αμερικανού πολίτη για τα επόμενα χρόνια. Πράγματι, έτσι συνέβη: τα επόμενα χρόνια το ζεύγος Παπανδρέου θα γνωρίσει τους οικονομολόγους Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ και Καρλ Κάιζεν, αλλά και θα εργαστούν από κοινού στην καμπάνια του Δημοκρατικού Αντλάι Στέβενσον, αντιπάλου του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ στις εκλογές του 1952 και του 1956 για την αμερικανική προεδρία. Τη δεκαετία του ’80, η Μαργαρίτα θα δηλώσει στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» ότι «αν είχαμε παραμείνει στην Αμερική, ο πολιτικός θα ήμουν εγώ».

Προδικτατορικός πυρετός

Ωστόσο, η μοίρα της οικογένειας Παπανδρέου δεν προέβλεπε Αμερικανικό Ονειρο, αλλά επιστροφή στην ταραγμένη ελληνική πολιτική σκηνή της δεκαετίας του ’60. Οταν ο Γέρος της Δημοκρατίας κάλεσε τον Ανδρέα να λάβει μέρος στην κυβέρνησή του και στις διαδικασίες της Ενωσης Κέντρου, η Μαργαρίτα δεν μπορούσε παρά να τον συνοδεύσει ως τη μονοκατοικία της Σοφίας Μινέικο στο Ψυχικό. Ηταν πάντοτε παρούσα – στις δεξιώσεις και στα δείπνα που διοργάνωναν, στα γεγονότα της Αποστασίας, στις πιέσεις από το παλάτι για αλλαγή του εκλογικού νόμου καθώς και στο ανάστατο κλίμα προ του πραξικοπήματος.

Ηδη από το 1966, είχε σημειωθεί η διαφωνία του Ανδρέα με τον Γεώργιο Παπανδρέου καθώς και ο χαρακτηρισμός πολλών δημοσίων τοποθετήσεων του Ανδρέα, κυρίως προειδοποιήσεων για τον κίνδυνο πραξικοπήματος, ως φιλοκομμουνιστικές. Επειτα από σχετική εμπλοκή με τον πρέσβη της Δυτικής Γερμανίας, ο οικονομολόγος και φίλος του Παπανδρέου Στίβεν Ρουσέας έστειλε την αναφορά του στον Ανδρέα ύστερα από συνάντηση με τον Καρλ Κάιζεν, σύμφωνα με την οποία ο Κάιζεν είχε αποσύρει την υποστήριξή του στον Ανδρέα μετά τις «ακραίες» τοποθετήσεις του. Ηταν η Μαργαρίτα εκείνη που ανέλαβε να απαντήσει με επιστολή στον Ρουσέα γράφοντας εξ ονόματος του Ανδρέα ως πολιτικό alter ego του. «Υπενθύμισα στον Ανδρέα ότι τον προέτρεπα τους τελευταίους εννέα μήνες να κρατήσει μια περισσότερο μετριοπαθή δημόσια στάση η οποία θα έτεινε να επαναφέρει ένα ίχνος δημόσιας αυτοπεποίθησης και να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα διευκόλυναν τις εκλογές που οπωσδήποτε πρέπει να γίνουν ώστε να ξεκαθαρίσει η κατάσταση» έγραφε. Σύμφωνα με μια εκδοχή, την ίδια εποχή η Μαργαρίτα είχε συστήσει ένα «δίκτυο» αμερικανών τεχνοκρατών και συμβούλων, των οποίων οι εισηγήσεις έφταναν στο γραφείο του Ανδρέα στην οδό Σουηδίας και καθόρισαν την πολιτική φυσιογνωμία του.

Η 20ή Απριλίου 1967, δηλαδή, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ανδρέα από το στράτευμα, η τελευταία από τις πέντε ημέρες κατά την οποία θα εκδηλωνόταν – αν εκδηλωνόταν – το πραξικόπημα, βρήκε το ζεύγος Παπανδρέου να δειπνεί στο ξενοδοχείο Χίλτον. Μετά την επιστροφή τους στο Ψυχικό, ο Ανδρέας συνελήφθη από το νέο καθεστώς. Η Μαργαρίτα ήταν εκείνη που ειδοποίησε τηλεφωνικώς τον Γεώργιο Παπανδρέου για την έκτακτη κατάσταση.

«Σε παρακαλώ να μου στείλεις σε μια βαλίτσα μία φορεσιά, 3 πουκάμισα, 3 εσώβρακα, 5 κάλτσες, μερικά αστυνομικά μυθιστορήματα, ένα οποιοδήποτε βιβλίο Γραμμικού Προγραμματισμού και, ξέχασα, ένα ζευγάρι παπούτσια και μια γραβάτα» ζητούσε ο Ανδρέας από τη Μαργαρίτα με γράμμα του από τα κρατητήρια της χούντας. Αργότερα, κατά τη διαφυγή του στο εξωτερικό και κατά τον αντιδικτατορικό αγώνα με το ΠΑΚ, εκείνη στάθηκε στο πλάι του. Ηταν μαζί κατά την απεργία πείνας έξω από το αμερικανικό προξενείο στο Τορόντο. Την ίδια εποχή αρχίζει και αναπτύσσει το ενδιαφέρον της για το γυναικείο κίνημα. Σύμφωνα με μεταγενέστερη βιβλιογραφία, η CIA διατηρεί από τότε φάκελό της για αντιαμερικανική δράση.

Μια φεμινίστρια στη Μεταπολίτευση

Με τη Μεταπολίτευση και αφότου έχει ασπαστεί τον σοσιαλισμό, η Μαργαρίτα Παπανδρέου δραστηριοποιείται στους κύκλους του ΠαΣοΚ, αναλαμβάνοντας υπεύθυνη των γυναικείων θεμάτων. Με την «Αλλαγή» του 1981, ιδρύει την Ενωση Γυναικών Ελλάδας, διαδηλώνει υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών με περίσσιο πάθος. Στηρίζει και δρομολογεί νομοθετικές αλλαγές που αναβαθμίζουν τη θέση της γυναίκας στην ελληνική οικογένεια. Ωστόσο, όταν αργότερα ρωτήθηκε γιατί στο πλαίσιο της φλογισμένης φεμινιστικής ρητορικής της κράτησε το επώνυμο του συζύγου της αντί για το πατρικό της, απάντησε ότι «δεν ήταν μόνο το επίθετό μου ως συζύγου, αλλά και ως επαγγελματία. Είμαι διεθνώς γνωστή με αυτό το επίθετο. Συμβολίζει 40 χρόνια ωραίων αναμνήσεων».

Τα «40 χρόνια ωραίων αναμνήσεων» ως Παπανδρέου έληξαν για εκείνη το 1989, με την έκδοση του διαζυγίου της με τον Ανδρέα, προκειμένου εκείνος να παντρευτεί τη Δήμητρα Λιάνη. Ο γιος του Ανδρέα, Νίκος, έχει χαρακτηρίσει το διαζύγιο ως «πολιτικά ακριβό», ειδικά καθώς ήρθε υπό τη σκιά του σκανδάλου Κοσκωτά. «Η μαγική σύνδεση μεταξύ πολιτικής πράξης και προσωπικής ζωής έχει σπάσει κάτω από το βάρος του 1989» γράφει ο Νίκος Παπανδρέου στο βιβλίο του «Ανδρέας Παπανδρέου, η ζωή σε πρώτο ενικό και η τέχνη της πολιτικής αφήγησης» (εκδ. Καστανιώτη).

Η ζωή μετά το διαζύγιο

Η ίδια συνέχισε τη δράση της σε φεμινιστικά θέματα. Ιδρυσε το Κέντρο Ερευνας και Δράσης για την Ειρήνη και συντονίζει ως σήμερα ένα διεθνές δίκτυο. Προτού ξεσπάσει ο Πόλεμος του Κόλπου επισκέφτηκε την ιρακινή ομοσπονδία γυναικών στη Βαγδάτη. Το 1990 διοργάνωσε διάλογο γυναικών από το Ισραήλ και από την Παλαιστίνη. Ελαβε μέρος σε ειρηνευτικές προσπάθειες πριν και κατά τη διάρκεια της γιουγκοσλαβικής κρίσης. Ωστόσο, δεν έχουν λείψει οι ψίθυροι και οι υποθέσεις γενναίας χρηματοδότησης του ΚΕΔΕ από το υπουργείο Εξωτερικών ειδικώς επί κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου, όπως και τα συχνά υπονοούμενα ότι χρησιμοποιεί το Ιδρυμα Ανδρέα Γ. Παπανδρέου ως πολιτικό «οχυρό». Ωστόσο, δεν λαμβάνει σύνταξη χήρας πρωθυπουργού, ένα ποσό το οποίο πλέον μοιράζονται η Δήμητρα Λιάνη και το πέμπτο παιδί του Ανδρέα, η Σουηδέζα Αιμιλία Νιμπλούμ.

Η Μαργαρίτα Παπανδρέου, πλέον συνονόματη με την πρωτότοκη κόρη του Γιώργου, υπήρξε πολύ περισσότερα από απλώς η γυναίκα πίσω από έναν σπουδαίο άνδρα. Ενσαρκώνοντας πιστά το αμερικανικό πρότυπο της πρώτης κυρίας, άσκησε πολιτική. Ο μύθος που την περιβάλλει κάνει λόγο για μια γυναίκα αφοσιωμένη στον εκάστοτε σκοπό της, σκληρή και έμπειρη. Η εμπλοκή της στην υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ αντιμετωπίζεται, ανάλογα από ποια πλευρά το βλέπει κάποιος, ως χτύπημα στην οικογένεια Παπανδρέου ή ως η σκοτεινή πλευρά μιας ακούραστης σταδιοδρομίας. Σε κάθε περίπτωση, η γυναίκα που έφτασε στην Ελλάδα γνωρίζοντας μονάχα τις λέξεις «όχι» και «πολύ λίγο» διέγραψε σίγουρα αξιοσημείωτα βήματα έκτοτε.