Ακουσα για πρώτη φορά το όνομα του Μο Γιαν στη Σανγκάη, τον περασμένο μήνα. Στο αγαπημένο μου αγγλόφωνο βιβλιοπωλείο, στην περιοχή Σινταντί, ξεχώρισα το βιβλίο του «Η ζωή κι ο θάνατος με εξοντώνουν» κυρίως λόγω του τίτλου – μιας ρηξικέλευθης υπαρξιακής εξομολόγησης. Σήκωσα το βιβλίο, με το κατακόκκινο εξώφυλλο και τον μικρό Βούδα στη μέση, και το έδειξα από μακριά στον Γε, τον βιβλιοπώλη μου. Ζούσα ήδη αρκετές εβδομάδες στη Σανγκάη και μπορούσα να τον αποκαλώ έτσι. «Καλός;» ρώτησα. Ο Γε ένευσε καταφατικά και με κοίταξε με ένα δήθεν προσβεβλημένο βλέμμα τύπου «είναι δυνατόν να υπάρχει εδώ μέσα βιβλίο που να μην είναι καλό;». Για πρώτη φορά είπε και κάτι παραπάνω: «Καλύτερος από τον Μουρακάμι».

Ο Γε με πείραζε επειδή συχνά έπιανα στα χέρια μου κάποιο βιβλίο του Ιάπωνα Χαρούκι Μουρακάμι και το ξεφύλλιζα στα όρθια. Είχε ξεσπάσει ήδη το διπλωματικό επεισόδιο με τα διαφιλονικούμενα νησιά Ντιαογιού που θα ανακινούσε για άλλη μια φορά πάθη και εδαφικές αντιδικίες μεταξύ Κινέζων και Ιαπώνων. Πότε με χιούμορ, πότε με νηφαλιότητα, οι κινέζοι φίλοι μου σχολίαζαν την κατάσταση. Λίγες ημέρες μετά, τα πράγματα σοβάρεψαν. Αρχισε το μποϊκοτάζ των βιβλίων του Μουρακάμι στην Κίνα.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, στις αρχές Οκτωβρίου, διαπίστωσα ότι ο διπλωματικός πόλεμος είχε μεταφερθεί για τα καλά στο πεδίο του πολιτισμού. Ο Μο Γιαν είχε «νικήσει» τον Μουρακάμι – φαβορί των εφετινών Νομπέλ, σύμφωνα με τα γραφεία λογοτεχνικών στοιχημάτων. Hταν ο πρώτος κινέζος νομπελίστας στα 111 χρόνια του θεσμού, αν εξαιρέσουμε τον Γκάο Ξινγκγιάν (2000), που όμως είναι πολιτογραφημένος Γάλλος, και την Περλ Μπακ (1938), που ήταν αμερικανίδα υπήκοος.

Μο Γιαν σημαίνει «μη μιλάς»

Αν θέλουμε να είμαστε απόλυτα ακριβείς, προηγήθηκε το Νομπέλ Ειρήνης στον φυλακισμένο Λιου Σιαομπό, αλλά εκείνο το Νομπέλ θεωρήθηκε «βλασφημία» και «δυτική προπαγάνδα» από το επίσημο κινεζικό καθεστώς. Και επειδή το καθεστώς δεν αστειεύεται με τέτοια θέματα, η Νορβηγία – που απονέμει το εν λόγω βραβείο – τιμωρήθηκε με καθυστερήσεις παραλαβής φορτίων νορβηγικού σολομού. Τα ψάρια σάπισαν στο κινεζικό τελωνείο.

Αυτή τη φορά η Κίνα χαίρει και αγάλλεται. Το τηλεοπτικό κρατικό δίκτυο CCTV διέκοψε το κεντρικό δελτίο ειδήσεων για να αναγγείλει την είδηση του Νομπέλ και η «People’s Daily» χαιρέτισε τη βράβευση ως «νέα αφετηρία». Ο ίδιος ο Μο Γιαν δήλωσε «χαρούμενος και φοβισμένος». Ισως ένας συγγραφέας να νιώθει καλύτερα από τον καθένα, βαθιά στο στομάχι του, τι σημαίνει μια τόσο ξαφνική, τόσο απόλυτη έκθεση στα φώτα της διεθνούς δημοσιότητας. Πάντως, όταν τον ρώτησαν πώς θα γιορτάσει εκείνο το βράδυ, είπε ότι θα φάει ντάμπλινγκς με την οικογένειά του.

Ο Μο Γιαν ήθελε από παιδί να γίνει συγγραφέας. Κάπου είχε ακούσει ότι οι συγγραφείς τρώνε κάθε μέρα ντάμπλινγκς και φαίνεται ότι ήταν από τότε το αγαπημένο του φαγητό. Τι άλλο του άρεσε; Να μιλάει μόνος του. «Από μικρός», λέει, «είχα ασυνήθιστη εκφραστική ανάπτυξη. Μιλούσα με ομοιοκαταληξία. Μια μέρα η μητέρα μου με έπιασε να μιλάω σε ένα δέντρο. Οταν μεγάλωσα αρκετά και έγινα μέλος της εργαζόμενης νεολαίας, η συνήθεια να εκφράζω δυνατά και ελεύθερα τις απόψεις μου προκάλεσε αρκετά προβλήματα στην οικογένειά μου. “Γιε μου, δεν θα πάψεις ποτέ να μιλάς; ” ρώτησε μια μέρα η μητέρα μου δακρυσμένη. Της υποσχέθηκα ότι δεν θα ξαναπώ τίποτε. Αλλά αμέσως μόλις βρισκόμουν ξανά ανάμεσα σε ανθρώπους, όλες οι φυλακισμένες λέξεις ορμούσαν έξω, σαν αρουραίοι που εγκαταλείπουν ένα πλοίο που βυθίζεται. Με συνέτριβε η ενοχή, η αίσθηση της ανυπακοής προς τη μητέρα μου. Γι’ αυτό διάλεξα το όνομα Μο Γιαν, που σημαίνει «μη μιλάς». Τώρα που διανύω τη μέση ηλικία, οι λέξεις εξασθενούν – πράγμα που πρέπει να ικανοποιεί το πνεύμα της μητέρας μου, εκεί πάνω».

Σήμερα ο Μο Γιαν ζει με την κόρη και τον γαμπρό του. Ενας παλιός του γνώριμος, ο Χονγκ Τουάνγκ, συγγραφέας επίσης, μου έγραψε τις προάλλες πως όταν έμαθε ότι η οικογένεια μοιράζεται την ίδια στέγη, ρώτησε τον Μο Γιαν πώς γίνεται να μη θέλει το νέο ζευγάρι λίγη ιδιωτικότητα. Εκείνος απάντησε ότι θέλουν, αλλά δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πιάσουν ένα δικό τους διαμέρισμα στο Πεκίνο. Τώρα, με τα χρήματα του Νομπέλ, μπορούν να αγοράσουν σπίτια και για τα δισέγγονά τους.

O «καθεστωτικός» συγγραφέας

Και η αλήθεια είναι ότι ένα βραβείο, ειδικά όταν συνοδεύεται από τόσο υψηλό χρηματικό ποσό, φέρνει χαρά – και τρόμο, έχει δίκιο ο Μο Γιαν – μόνο σε εκείνον που το παίρνει. Ισχύει η ρήση του Κίνγκσλεϊ Αμις: «Τα λογοτεχνικά βραβεία είναι καλά όταν τα κερδίζεις». Ολοι οι υπόλοιποι βρίσκουν την ευκαιρία να ξεσπαθώσουν. Οι αντικαθεστωτικοί, στην Κίνα και αλλού, λένε ότι ο Μο Γιαν πήρε το Νομπέλ εκ του ασφαλούς, λουφάζοντας μέσα στο σύστημα, επειδή είναι αντιπρόεδρος της κρατικοδίαιτης Εταιρείας Συγγραφέων.

Στη Γερμανία η κριτική ήταν πολύ έντονη (και συνοδεύτηκε από το Βραβείο των Γερμανών Βιβλιοπωλών σε έναν αντικαθεστωτικό Κινέζο, τον Λιάο Γιου). Ο γερμανικός Τύπος υποστηρίζει ότι το 2009, στην Εκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης, με την Κίνα τιμώμενη χώρα, ο Μο Γιαν ήταν η μαριονέτα της κινεζικής αποστολής, μποϊκοτάροντας, διά της απουσίας του, τις αναγνώσεις αυτοεξόριστων κινέζων συγγραφέων. Αυτό που δεν θυμήθηκαν ήταν οι δηλώσεις του κατά τη διάρκεια της έκθεσης: «Μια μέρα ο Γκαίτε και ο Μπετόβεν διασταυρώθηκαν με τη βασιλική οικογένεια. Ο Μπετόβεν τούς γύρισε την πλάτη, ο Γκαίτε έβγαλε το καπέλο του και χαιρέτησε. Οταν ήμουν νέος, πίστευα ότι αυτό που έκανε ο Μπετόβεν ήταν ηρωικό. Μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησα ότι χρειαζόταν περισσότερο κουράγιο για την πράξη του Γκαίτε».

Αυτό που ο Μο Γιαν ονόμασε κουράγιο και οι δυτικοί δημοσιογράφοι οσφυοκαμψία, είναι, στη γλώσσα της λογοτεχνίας, το δικαίωμα της επιλογής των όπλων. Και εδώ, στα δικά μας, αν το καλοσκεφτούμε, άλλοι συγγραφείς βγαίνουν στον δρόμο, άλλοι γίνονται βουλευτές και άλλοι κάθονται ήσυχα στο δωμάτιό τους και γράφουν στον απόηχο όσων συμβαίνουν. Αυτή η τελευταία κατηγορία δεν αρέσει στα ΜΜΕ, επειδή δεν βγάζει ειδήσεις και δεν υποδαυλίζει φανατισμούς. Ο Μάικλ Χοξ, άγγλος καθηγητής κινεζικής λογοτεχνίας, λέει σχετικά: «Δεν μου αρέσει καθόλου η ιδέα ότι καλός κινέζος συγγραφέας είναι μόνο εκείνος που υποσκάπτει άμεσα το σύστημα. Μήπως στη Βρετανία είναι καλοί συγγραφείς μόνο οι ειρηνιστές συγγραφείς;».

Ο Μο Γιαν έχει μιλήσει με τον τρόπο του για όλα τα φλέγοντα ζητήματα της σημερινής Κίνας. Για την πολιτιστική επανάσταση, για την πολιτική του ενός παιδιού, για τη γραφειοκρατία και τη μέγκενη του κρατισμού, για το ίδιο το Κόμμα. Απλώς μιλάει υπαινικτικά, με τη μέθοδο της αλληγορίας. Σε ένα παλαιότερο βιβλίο του, ο Μάο πεθαίνει και τα γουρούνια στην επαρχία Γκαομί αρχίζουν να πεθαίνουν επίσης. Ο τοπικός κτηνίατρος λέει ότι αιτία του θανάτου είναι ο… «Κόκκινος θάνατος». Οι χωρικοί στοιβάζουν τα ψοφίμια σε κάρα και τα ρίχνουν στο ποτάμι για να κυλήσουν μακριά με το ρεύμα – «να μην τα βλέπουν και να μην τα θυμούνται». Πόσο πιο πολιτικά να μιλήσει κανείς;

Τα γιαπωνέζικα προφυλακτικά

Στο «Η ζωή και ο θάνατος με εξοντώνουν», ο Σι Μεν Νάο, ένας 30χρονος γαιοκτήμονας, βρίσκει τον θάνατο από τη σφαίρα ενός χωρικού, στα πρώτα χρόνια της αγροτικής μεταρρύθμισης, και παραπονιέται στον Γιάμα, τον Θεό του Κάτω Κόσμου, για τον πρόωρο θάνατό του. Ο Γιάμα συμφωνεί να τον ξαναστείλει στη Γη σε πέντε διαδοχικές μετενσαρκώσεις. Από το 1950 ως το 2000 ο Νάο γίνεται γάιδαρος, βόδι, γουρούνι, σκύλος, μαϊμού και τελικά άνθρωπος ξανά. Στο μεταξύ, ο Μο Γιαν μπορεί να μιλήσει με χιούμορ και πάθος για όσα συνέβησαν στη σύγχρονη ιστορία της Κίνας χρησιμοποιώντας τη φωνή, τις ιδιαιτερότητες, ακόμη και τις ερωτικές στάσεις των πέντε ζώων.

Στο μυθιστόρημα εμφανίζεται και ο ίδιος ο Μο Γιαν ως ένας χαρακτήρας που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη σε κανέναν. «Δεν ήταν ποτέ σοβαρός αγρότης» γράφει ο Μο Γιαν για τον… Μο Γιαν. «Το σώμα του ήταν στον αγρό, αλλά το μυαλό του βρισκόταν στην πόλη. Ονειρευόταν να γίνει πλούσιος και διάσημος. Κακάσχημος, αναζητούσε την παρέα ωραίων κοριτσιών. Δεν ήξερε τίποτε και του άρεσε να περνιέται για ακαδημαϊκός. Και παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να εδραιωθεί ως συγγραφέας και να τρώει κάθε βράδυ στα εστιατόρια του Πεκίνου». Ο πικρόχολος αυτοσαρκασμός του φτάνει πολύ μακριά. Οταν έρθει η ώρα για σεξ, ο Μο Γιαν κάνει μια cameo εμφάνιση στο μυθιστόρημα και προμηθεύει τους ήρωές του με (γιαπωνέζικα) προφυλακτικά.

Στις «Μπαλάντες του σκόρδου» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη), ο Μο Γιαν συνθέτει μια μαύρη κωμωδία για τη διαφθορά της Κίνας και τη βία του κράτους προς τον πολίτη που εξελίσσεται επίσης σε βία κοινωνική, ακόμη και σε βία των γονιών προς τα παιδιά τους. Στη σημερινή Ελλάδα, η αγόρευση του κεντρικού ήρωα στην αίθουσα του δικαστηρίου διαβάζεται ως ένα άκρως προφητικό πολιτικό κείμενο: «Οποιοδήποτε κόμμα ή οποιαδήποτε κυβέρνηση αγνοεί την ευημερία του λαού πηγαίνει γυρεύοντας να ανατραπεί από τον λαό». Οσο για την ατομική ευθύνη, και εκεί ο Μο Γιαν μιλάει αποφθεγματικά: «Ενα ποντικοκούραδο μπορεί να χαλάσει ολόκληρη κατσαρόλα χυλό». Για όσους δεν καταλαβαίνουν από μεταφορές και θέλουν την τροφή μασημένη στο πιάτο, ο συγγραφέας εξηγεί υπομονετικά, σαν δάσκαλος: «Ενας λογοτέχνης μπορεί να υπερβάλλει – να φουσκώσει την αφήγησή του, χρησιμοποιώντας και ψήγματα πραγματικότητας. Η λογοκρισία είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη λογοτεχνική δημιουργία».

Ο Μο Γιαν δεν είναι από τους συγγραφείς που γράφουν διαρκώς, παρ’ ότι μέσα σε 30 χρόνια έχει εκδώσει συνολικά 80 βιβλία. Η μέθοδός του είναι ιδιόμορφη: σχεδιάζει το βιβλίο στο μυαλό του πρώτα και μετά κάθεται στο γραφείο του, με την πένα του, και γράφει σε κατάσταση ντελίριου, επί δέκα ώρες την ημέρα.

Η κινεζική λογοκρισία

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την πολιτική διάσταση του Νομπέλ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα βιάστηκε να συγχαρεί τον Μο Γιαν και η Κίνα ανάσανε με ανακούφιση, αλλά ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Ως δυτικός συγγραφέας στην Κίνα, νιώθεις αμέσως την έλλειψη ενός συνεκτικού ονείρου δημιουργίας, μιας καλλιτεχνικής κοινότητας που ονειρεύεται και αλλάζει τον κόσμο. Ο,τι κι αν πούμε για την αλληγορία, σε τελική ανάλυση η λογοκρισία είναι λογοκρισία και κατατρώει τα πάντα. Η Εταιρεία Συγγραφέων πληρώνει τα μέλη της για να γράφουν, το σύγχρονο θέατρο είναι ανύπαρκτο και οι Κινέζοι στις μεγαλουπόλεις παίζουν από το πρωί ως το βράδυ βιντεοπαιχνίδια στο κινητό τους.

Τον Σεπτέμβριο εννέα συγγραφείς από όλον τον κόσμο ταξιδέψαμε στη Σανγκάη, καλεσμένοι της Εταιρείας Συγγραφέων της πόλης για δύο μήνες. Καταλήξαμε λίγο-πολύ στο ίδιο συμπέρασμα: η λογοτεχνία είναι μια ενασχόληση για λίγους, στις αναγνώσεις προσκαλούνται μόνο συγγραφείς και δημοσιογράφοι. Ακόμη και στην εκδήλωση του Βρετανικού Συμβουλίου για την Α.Σ. Μπάιατ οι θέσεις ήταν μετρημένες. Η επίσκεψη της διάσημης αγγλίδας συγγραφέως θεωρήθηκε γεγονός για εσωτερική κατανάλωση.

Αλλά, βέβαια, αν σκεφτόμαστε έτσι, όλα είναι ύποπτα. Ακόμη και το ίδιο το Νομπέλ. Κατά τη γνώμη του Σουηδού Πέτερ Λίντμπεκ, ενός από τους προσκεκλημένους λογοτέχνες της Εταιρείας Συγγραφέων, το Νομπέλ είναι ένα βραβείο που απονέμουν γηραλέοι ακαδημαϊκοί, απομεινάρια του παρελθόντος, που δεν ζουν πια έξω, στον κόσμο, και δεν διαβάζουν σύγχρονη λογοτεχνία. Ο Κίνγκσλεϊ Αμις έχει απόλυτο δίκιο: τα βραβεία αρέσουν μόνο σε όσους τα κερδίζουν.