Οι γερμανοί, παρ’ ότι δεν έχουν τη φήμη του λαού που αρέσκεται στα ρίσκα, δέχτηκαν να τους κυβερνήσει μια γυναίκα από την πρώην «Λαϊκή Δημοκρατία της Ανατολικής Γερμανίας», μια χώρα της οποίας οι κάτοικοι, μετά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών, αντιμετωπίζονταν από τους κατοίκους της Δυτικής Γερμανίας ως κατώτερα όντα – τους αποκαλούσαν ειρωνικά «Jammer-Ossies», το οποίο σήμαινε κάτι σαν «γκρινιάρηδες-Ανατολικοί»: ο λαϊκός όρος «Ossie» ήταν μια παραλλαγή του «Ost» που σημαίνει «ανατολή».

Η Ανγκελα Δωροθέα Κάσνερ – στο σχολείο αργότερα θα τη φωνάζουν «Κάζι» – γεννήθηκε τις 17 Ιουλίου 1954 στο Αμβούργο (σε ηλικία μερικών εβδομάδων μετακόμισε με την οικογένειά της στην Ανατολική Γερμανία). Είναι η πρώτη κόρη της δασκάλας Χέρλιντ Κάσνερ (του γένους Τζεντς) και του φοιτητή θεολογίας Χορστ Κάσνερ, που από το 1957 θα γίνει ο προτεστάντης πάστορας Κάσνερ, ο οποίος και θα αναλάβει ένα πόστο στο γραφείο θρησκευτικής εκπαίδευσης και μετέπειτα τη διεύθυνση της ιερατικής σχολής στην πόλη Τέμπλιν της Ανατολικής Γερμανίας. Πρόκειται για έναν χώρο όπου γινόταν και η διά βίου εκπαίδευση των προτεσταντών θεολόγων, ακόμη και κάποιων που προέρχονταν από τη Δυτική Γερμανία (τότε ακόμη επιτρέπονταν τα ταξίδια ανάμεσα στις δύο χώρες, ιδιαίτερα αυτό από τον δυτικό προς τον ανατολικό τομέα), αλλά και από ένα «ιδιαίτερο» μέρος της προτεσταντικής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Αυτή η – αιρετική για τα δεδομένα του κομμουνιστικού καθεστώτος – απασχόληση του πατέρα της Ανγκελα απολάμβανε την ανοχή του καθεστώτος στην Ανατολική Γερμανία. Στο σπίτι των Κάσνερ κυκλοφορούσαν πολλά βιβλία που δεν μπορούσες να βρεις σε βιβλιοθήκες ή απαγορεύονταν στην Ανατολική Γερμανία. Ισως σε αυτό να οφείλεται και η ανάπτυξη μιας ορθολογικής σκέψης, η οποία λειτουργούσε ως οχυρό απέναντι στην κομμουνιστική προπαγάνδα για την Ανγκελα Μέρκελ. Ο γερμανός βιογράφος της, Βόλκερ Ρέζινγκ, μας είπε μια φράση που συνοψίζει τη φιλοσοφία με την οποία γαλουχήθηκε στα παιδικά της χρόνια: «Ο Θεός μάς έδωσε το μυαλό για να σκεφτόμαστε. Η άρνηση της λογικής σκέψης θα πήγαινε ενάντια στον χριστιανισμό».

Στο μικροσκόπιο της Στάζι

Ο Ζαν-Πολ Πικαπέρ, γάλλος βιογράφος της Μέρκελ, ο οποίος την έχει συναντήσει αρκετές φορές από κοντά, μας είπε: «Η κυρία Μέρκελ μεγάλωσε σε ένα κομμουνιστικό σύστημα, φόρεσε το μπλε πουκάμισο της κομμουνιστικής νεολαίας, είναι βεβαίως η κόρη ενός πάστορα. Αλλά, χάρη στην ιντελιγκέντσια της Ανατολικής Γερμανίας, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την έννοια της ελευθερίας. Αυτό είναι ένα καίριο σημείο στην οπτική που έχει για τα πράγματα και πιστεύω ότι σε αυτό στηρίζεται ο πολιτικός προσανατολισμός της». Ο τίτλος «Ασπίδα της πίστης», του βιβλίου που διάβαζε η Μέρκελ για το κατηχητικό, συμβόλιζε και την προστασία που της προσέφερε η θρησκευτική διδασκαλία απέναντι στην προπαγάνδα του κομμουνιστικού καθεστώτος. Η συμμετοχή της στην Κομμουνιστική Νεολαία – μια επιλογή στην οποία την οδήγησε το πάθος της για διάκριση, αφού απεχθανόταν την εξίσωση όλων την οποία προωθούσε το κομμουνιστικό καθεστώς – και οι καλές σχολικές επιδόσεις της τής άνοιξαν τον δρόμο για την ανώτατη εκπαίδευση.

Κατά τη διάρκεια ενός εκπαιδευτικού ταξιδιού της στη Ρωσία γνώρισε τον κατά έναν χρόνο μεγαλύτερο της Ούλριχ Μέρκελ, φοιτητή της Φυσικής όπως και η ίδια, . Τον παντρεύτηκε σε ηλικία 23 ετών. Χώρισαν πέντε χρόνια αργότερα. Οπως είπε και η ίδια: «Ο πρώτος μου άνδρας και εγώ αγαπιόμασταν και ονειρευόμασταν ένα κοινό μέλλον για τους δυο μας. Αλλά στην Ανατολική Γερμανία ήταν έτσι: για να πάρεις ένα διαμέρισμα ή μια δουλειά στο ίδιο μέρος έπρεπε να είσαι παντρεμένος…». Το 1978 παίρνει το δίπλωμα Φυσικού με «άριστα». Η συμμετοχή της, όμως, σε κάποιες διαδηλώσεις (όπως το προσκύνημα για την ειρήνη του Ράινερ Επελμαν, πάστορα της Εκκλησίας των Σαμαρειτών, στο οποίο συμμετείχε, όπως είπε η ίδια, «για να δείξω την προσωπική μου αντίθεση στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας») τράβηξε την προσοχή της Στάζι. Την εποχή, λοιπόν, που σπούδαζε στην Ακαδημία των Επιστημών, η Στάζι ανέθεσε σε έναν φίλο της να την κατασκοπεύει. Ο φάκελός της έγραφε: «Διατηρεί επαφές με τους κύκλους του Πρεντσλόιερ Μπεργκ (σ.σ.: περιοχή του Βερολίνου) που δεν έχουν μεγάλη συμπάθεια για την πολιτική του κράτους μας, όπως επίσης με νέους καλλιτέχνες και μέλη της Προτεσταντικής Εκκλησίας». Παρ’ όλα αυτά, η Ανγκελα δεν είχε κάποια ιδιαίτερη ανάμειξη με την πολιτική πριν από την 9η Νοεμβρίου 1989 – ημερομηνία-ορόσημο για τη σύγχρονη ιστορία της Γερμανίας. Οπως μας είπε και ο Ζαν-Πολ Πικαπέρ: «Αρχισε να ενδιαφέρεται για την πολιτική, την πραγματική πολιτική και όχι την υποχρεωτική πολιτική της δικτατορίας της Ανατολικής Γερμανίας, μετά την πτώση του Τείχους». Η ίδια έδωσε την εξής περιγραφή για την ημέρα που έπεσε το Τείχος: «Είδα τον Γκύντερ Σαμπόφσκι στην τηλεόραση και μετά τηλεφώνησα στη μητέρα μου. Στο σπίτι λέγαμε πάντα ότι, αν έπεφτε το Τείχος, θα πηγαίναμε στο ξενοδοχείο Kempinski να φάμε στρείδια. Οπότε, της είπα ότι ήρθε η κατάλληλη στιγμή. Μετά, πήγα στη σάουνα, όπως κάθε εβδομάδα».

Η «αφύπνιση» της Ανγκελα

Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, στις 12 Απριλίου του 1990, η Μέρκελ θα γίνει η αναπληρωματική εκπρόσωπος Τύπου του πρώτου μέντορά της στην πολιτική: του Λόταρ ντε Μεζιέρ, ο οποίος είχε αναδειχθεί ηγέτης της ελεύθερης Ανατολικής Γερμανίας. Οπως μας είπε ο γερμανός βιογράφος της, Βόλκερ Ρέζινγκ: «Αρχικά, κοίταξε στο κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών, αλλά ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσαν της θύμιζε το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ανατολικής Γερμανίας. Ετσι, έψαξε για μια εναλλακτική, την οποία βρήκε στο Demokratischer Aufbruch (σ.σ.: κατά λέξη μεταφράζεται «λαϊκή αφύπνιση»), ένα νέο κόμμα που αργότερα ενώθηκε με τη Χριστιανοδημοκρατική Ενωση. Ηταν φοβερή σύμπτωση που ο Λόταρ ντε Μαζιέρ χρειαζόταν ένα άτομο από το κόμμα Demokratischer Aufbruch προκειμένου να συμπληρώσει την ομάδα του. Εργαζόταν σκληρά και γρήγορα και ήταν πολύ έξυπνη – αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση που είχε ο Ντε Μεζιέρ για τη Μέρκελ».

Τον επόμενο Αύγουστο θα ενταχθεί στο Κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών, όπου λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο, στο περιθώριο του συνεδρίου για την επανένωση της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης, θα γνωρίσει τον Χέλμουτ Κολ, τον άνθρωπο που την ανέδειξε και της άνοιξε τον δρόμο και για τον σημερινό ρόλο της, αυτόν της καγκελάριου της ενωμένης Γερμανίας. Η πρώτη ερώτηση που της έκανε ο Κολ ήταν αν τα πήγαινε καλά με τις γυναίκες. Μια ερώτηση το νόημα της οποίας θα καταλάβαινε αργότερα, όταν την έβαλαν στη θέση της υπουργού για θέματα γυναικείου φύλου και νέας γενιάς. Ως επικεφαλής του συγκεκριμένου υπουργείου, όπως μας εξηγεί ο βιογράφος της, «έδωσε συνέντευξη στον τραγουδιστή του γερμανικού πανκ συγκροτήματος Die Τoten Hosen και εξομολογήθηκε ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχε μεθύσει τόσο, που έχασε τις αισθήσεις της πίνοντας ένα είδος λικέρ που λέγεται «Κirsch», διαβολικά ανακατεμένο με ουίσκι». Παρ’ όλα αυτά, ο Κολ την αγάπησε σαν πολιτική του κόρη, γι’ αυτό και την αποκαλούσε «das Mädchen», δηλαδή «το κορίτσι». Η Ανγκελα έγινε βουλευτής της περιφέρειας Μεκλεμβούργου-Πομερανίας, όπου απολαμβάνει τις διακοπές της μέχρι και σήμερα και η οποία είναι η λιγότερο ανεπτυγμένη περιφέρεια της Γερμανίας. Από τότε μέχρι σήμερα εξελέγη δύο φορές καγκελάριος της Γερμανίας, το 2005 και το 2009.

Στη σκιά της Μεγάλης Αικατερίνης

Από τις 10 Απριλίου του 2000, που η Ανγκελα Μέρκελ έγινε πρόεδρος του CDU, ο Ζαν-Πολ Πικαπέρ, για να τη συναντήσει, θα έπρεπε να ανεβεί στον έκτο όροφο του γυάλινου κτιρίου το οποίο στεγάζει τα γραφεία του κόμματος στο Βερολίνο. «Το γραφείο της είναι ένα δωμάτιο λιτά επιπλωμένο, όπου κυριαρχούν το ξύλο και το γυαλί. Στον ένα τοίχο είναι κρεμασμένες δύο φωτογραφίες τέχνης ενός από τους γιους του δεύτερου συζύγου της της (σ.σ.: Γιοακίμ Σάουερ), ο οποίος είναι φωτογράφος. Σε ένα άλλο σημείο του τοίχου υπάρχει η φωτογραφία του ιδρυτή του κόμματος, Κόνραντ Αντενάουερ».

Με το που εξελέγη, ωστόσο, καγκελάριος, κρέμασε – στο γραφείο της καγκελαρίας πλέον – το πορτρέτο αυτής της Ανατολικογερμανίδας που έγινε επικεφαλής μιας μεγάλης αυτοκρατορίας: της Μεγάλης Αικατερίνης Β΄. «Η αυτοκράτειρα της Ρωσίας ήταν μια γυναίκα καλλιεργημένη. Δεν είχε μεγάλη τύχη με τον σύζυγό της, τον μεγάλο πρίγκιπα Πέτρο της Ρωσίας (με τον οποίο έζησαν τελικά χωριστά και κυβέρνησε αυτή τη Ρωσία αντί για εκείνον). Ηταν μουσικός και διάβαζε πολύ, κυρίως Βολταίρο και Μοντεσκιέ. Αλληλογραφούσε με τον Βολταίρο, τον θαύμαζε, και υιοθέτησε μερικές από τις ιδέες του στον τρόπο με τον οποίο χάραζε την πολιτική της. Η Ανγκελα Μέρκελ εμπνέεται από αυτήν» μας λέει ο Πικαπέρ. Ο ίδιος, προσπαθώντας να μας δώσει ένα ψυχογράφημά της, μας μίλησε για τον θαυμασμό που είχε εκφράσει η ίδια «για τους ανθρώπους που προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον Χίτλερ, και συγκεκριμένα τον Στάουφενμπεργκ». Ο γάλλος βιογράφος της τη συνάντησε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1990, όταν πήγε να πάρει συνέντευξη του τότε «προϊσταμένου» της, του πρωθυπουργού Λόταρ ντε Μεζιέρ. Με το θάρρος που διέθετε η Μέρκελ, στο τέλος της συνέντευξης, του είπε «την επόμενη εβδομάδα είμαστε καλεσμένοι του Φρανσουά Μιτεράν, θα πάμε στη Γαλλία, δεν ξέρω τίποτε για τη Γαλλία, θα μπορούσατε να μου εξηγήσετε πώς είναι η Γαλλία;» και ο Ζαν-Πολ Πικαπέρ πρόσθεσε στη συνέντευξή μας: «Πήγαμε, γευματίσαμε μαζί και μου έκανε χιλιάδες ερωτήσεις για τη Γαλλία». Αυτό που έβρισκε πολύ αξιόλογο σε εκείνη ήταν ότι ξέρει να ακούει. «Θέτει ερωτήσεις, παρακολουθεί, συγκρατεί. Οι πολιτικοί, όπως και οι καθηγητές, πολλές φορές είναι άνθρωποι που δεν ακούνε. Είναι άνθρωποι που μέσα από ομιλίες έχουν ένα μήνυμα να παραδώσουν. Αλλά αυτή δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι ρεαλίστρια».

Οσο για τον γερμανό βιογράφο της, συμπληρώνει: «Τη γνώρισα προσωπικά για μια συνέντευξη πριν από δύο χρόνια. Ηταν πολύ λιγότερο επιτηδευμένη από τους περισσότερους άλλους γερμανούς πολιτικούς. Με εξέπληξε η συμπεριφορά της, μαρτυρούσε μια γυναίκα η οποία δεν θαμπώνεται από την εξουσία. Και της άρεσε να σερβίρει μόνη της τον καφέ στους φιλοξενούμενούς της. Οι υπηρέτες δεν ήταν απαραίτητοι ούτε επιθυμητοί». Και όταν έφθασαν ολοκαίνουργιοι υπολογιστές από τη Δύση στα γραφεία του πρώτου της κόμματος στην Ανατολική Γερμανία, κανείς δεν ήξερε να τους χειρίζεται εκτός από εκείνη.

Παρ’ όλα αυτά, η Ανατολική Γερμανία θα αφήσει κάποια ανεξίτηλα ίχνη στη συμπεριφορά της. Οπως μας είπε ο Ζαν-Πολ Πικαπέρ: «Για τη Μέρκελ η αφοσίωση είναι πολύ σημαντική αρετή. Εχει κρατήσει, καλώς ή κακώς, από την εποχή της Ανατολικής Γερμανίας μια συμπαγή μορφή δυσπιστίας… Είναι αλήθεια ότι μεγάλωσε σε ένα κράτος όπου ένας σύζυγος θα μπορούσε να κατασκοπεύει τη γυναίκα του για λογαριασμό της Στάζι». Σε συνέντευξή της στον Πικαπέρ, η Ανγκελα Μέρκελ έδειξε την εκτίμησή της σε ένα αγαθό το οποίο θα πρέπει να στερήθηκε στην Ανατολική Γερμανία – την ελευθερία: «… Χωρίς αυτή, ούτε η αλληλεγγύη ούτε η δικαιοσύνη μπορούν να υπάρξουν. Γιατί η ελευθερία είναι η χαρά της δουλειάς, η εκπλήρωση του ατόμου, η ευχαρίστηση που δίνει η διαφορετικότητα, η άρνηση του κομφορμισμού, η προσωπική υπευθυνότητα. Το πολιτικό μας καθεστώς, όπως και η κοινωνική οικονομία μας της αγοράς, βασίζονται στην ελευθερία». Κάτι που καθιστά σαφές ότι η Μέρκελ, εκτός από πιο ισχυρή γυναίκα στον κόσμο, είναι και σημαιοφόρος του φιλελευθερισμού στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αλλά αυτό, εδώ στην Ελλάδα, μάλλον το έχουμε καταλάβει.