Τέλη δεκαετίας 1990. Μια κόκκινη Ferrari. Μια φωτιά στα γραφεία της Επιτροπής Ερευνών, ακριβώς τη στιγμή που αποφάσισε να διενεργηθεί οικονομικός έλεγχος. Σπασμένα αυτοκίνητα. Απειλές. Επιθέσεις ξυλοδαρμού. Κονδύλια του υπουργείου Παιδείας που κατέληγαν σε κατηγορούμενους για εμπόριο ναρκωτικών. Αποδείξεις τρυπημένες στο χέρι με καρφίτσα. Πλαστά τιμολόγια και εικονικοί προμηθευτές. Σήμερα, η υπόθεση του Παντείου χαρακτηρίζεται «η Κρύπτη του Τουταγχαμών. Γιατί όσοι ασχολήθηκαν μαζί της πέθαναν». Η κατάληξή της είναι μια απάτη οκτώ εκατομμύριων ευρώ και 135 χρόνων κάθειρξης. Η ιστορία του σκανδάλου είναι μια διήγηση της σύγχρονης Ελλάδας. Με κομπίνες, δολοπλοκίες, καταδίκες, ποιήματα και χλιδή.

«Υπάρχουν πολλές αλήθειες, η ιστορική, η δικαστική…» λέει καθισμένος μπροστά στη θάλασσα ο ομότιμος καθηγητής και πρώην αντιπρύτανης του Παντείου Γιώργος Κουκουλές, «Για μένα, στην υπόθεση του Παντείου η δικαστική είναι η αλήθεια». Είναι η πρώτη φορά που ο πρώην αντιπρύτανης μιλάει για την υπόθεση. Είναι φορτισμένος. Οσα διηγείται τον δικαιολογούν, όπως και το γεγονός ότι ο Γιώργος Κουκουλές είναι ο μοναδικός… «επιζών» απο τα τρία μέλη της πρυτανείας που ξεσκέπασε το σκάνδαλο. Οι υπόλοιποι δύο, ο πρύτανης Ηλίας Σιδηρόπουλος και ο αντιπρύτανης Ονούφριος Φαρμακίδης είναι σήμερα νεκροί. Το ίδιο και ο άνθρωπος που θα άλλαζε τη σχολή, ο νεότερος πρύτανης της Ευρώπης και μετέπειτα φυλακισμένος πρωταγωνιστής του σκανδάλου, Αιμίλιος Μεταξόπουλος.

Φωτιές και επιθέσεις

Ο Γιώργος Κουκουλές αφήνει την πίπα του στην άκρη του ξύλινου τραπεζιού και αφηγείται: «Το 1998, προτού ακόμη εκλεγούμε στην πρυτανεία, είχαμε δηλώσει ότι λόγω φημών θα διενεργήσουμε οικονομικό έλεγχο, ο οποίος αρχικά αναφερόταν στην περίοδο 1997-1998. Με τα πρώτα ευρήματα, αποφασίσαμε να διευρυνθεί χρονικά και να πάει ως το 1992. Στη συνέχεια, επεκτείναμε τον έλεγχο και στην Επιτροπή Ερευνών». Περίπου μία εβδομάδα αργότερα, έβαλαν φωτιά στα γραφεία της Επιτροπής Ερευνών.

Στο μεταξύ, κάποιοι είχαν ήδη σπάσει το αυτοκίνητο του αντιπρύτανη Φαρμακίδη. Και ο ίδιος ο Φαρμακίδης είχε δεχτεί επίθεση ξυλοδαρμού από αγνώστους: «Βγαίνοντας από το γραφείο του στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας και πηγαίνοντας στο πάρκινγκ, τον πλησίασαν τρεις και του επιτέθηκαν. Ηταν η δεύτερη ημέρα που έκανε μια ισχυρότατη δόση χημειοθεραπείας. Μάλιστα, τους είπε να μην τον χτυπήσουν στο κεφάλι, διότι παλαιότερα είχε ένα πρόβλημα υγείας και είχε κάνει μια εγχείριση. Τον χτύπησαν στο κεφάλι». Λίγο καιρό αργότερα, στο τέλος Ιανουαρίου του 1999, δέχεται επίθεση και ο Γιώργος Κουκουλές: «Τρία ράμματα έχω. Στο Ψυχικό, βγαίνοντας από το εστιατόριο στο οποίο τρώγαμε, πέρασε μια μοτοσικλέτα και με χτύπησε. Δεν κατήγγειλα ποτέ την επίθεση, ο Ονούφριος το έκανε. Είχε καλέσει και τα ΜΜΕ». Οι ένοχοι δεν βρέθηκαν. Ο Ονούφριος Φαρμακίδης έφυγε τελικά από τη ζωή τον Νοέμβριο του 1999. Παράλληλα, ο Ηλίας Σιδηρόπουλος είχε υποστεί βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, γι’ αυτό και παραιτήθηκε από την πρυτανεία τον Ιανουάριο του 2000. Απεβίωσε πριν από περίπου δύο χρόνια.

«Στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κανένας κανόνας από αυτούς που διέπουν την οικονομική διαχείριση δεν τηρήθηκε, από το 1992 ως το 1998. Υπάρχει μια ολόκληρη διαδικασία η οποία ίσως έχει και έναν χαρακτήρα γραφειοκρατικό, αλλά καμιά φορά η γραφειοκρατία προστατεύει και τα άτομα που ασκούν το λειτούργημα και τον δημόσιο πλούτο. Δεν τηρήθηκε απολύτως τίποτε – όχι επειδή το λέω εγώ, επειδή το είπαν ο ορκωτός λογιστής, το ΣΔΟΕ, οι ελέγκτριες του υπουργείου Οικονομικών» λέει ο Γιώργος Κουκουλές και ανοίγει τον φάκελο που κρατά στο αρχείο του από την εποχή των ερευνών.

Πώς έγινε η απάτη

Η θάλασσα απλώνεται σαγηνευτικά ήρεμη μπροστά μας, την ώρα που ο Γιώργος Κουκουλές ανασκαλεύει τις χειρόγραφες σημειώσεις του, με μπλε μελάνι σε λευκές κόλλες Α5, και αναφέρει, μεταξύ πολλών άλλων, τα εξής ενδεικτικά «παραδείγματα»: «Πρώτον, το 1993 άνοιξε στο Πάντειο ένας (τραπεζικός) λογαριασμός δωρεών, ο οποίος ήταν μάλιστα κρυφός. Δεν τον ήξερε κανείς, δεν αναφέρεται πουθενά, η ύπαρξή του ανακαλύφθηκε από τις ελέγκτριες του υπουργείου Οικονομικών. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να ανοιχτεί λογαριασμός δωρεών (διότι και στον προϋπολογισμό υπήρχε πρόβλεψη ειδικού κωδικού δωρεών), ο οποίος δεν παρακολουθείται λογιστικώς. Αυτό σημαίνει ότι αυτός που χειρίζεται τον λογαριασμό μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, πράγμα το οποίο έγινε. Μάλιστα, επειδή δεν υπάρχουν δωρεές, στον συγκεκριμένο λογαριασμό πηγαίνουν χρήματα από τον τακτικό προϋπολογισμό και από τις δημόσιες επενδύσεις. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα τέχνασμα προκειμένου να αποφεύγεται οποιοσδήποτε έλεγχος και τα χρήματα να διατίθενται κατά το δοκούν.

Δεύτερον, από το 1995 ως το 1998, το Πάντειο δεν είχε καταθέσει στην Εφορία την παρακράτηση φόρων που είχε κάνει. Για το παρακρατηθέν αυτό ποσό, 294.403.087 δρχ., που δεν καταβλήθηκε, μας επιβλήθηκε και πρόστιμο 50%. Τελικά, κάναμε έναν συμβιβασμό και πληρώσαμε περίπου 70 εκατ. δρχ. Η δε ΕΥΔΑΠ δεν πληρωνόταν από το 1993. Οταν αναλάβαμε, το Πάντειο χρωστούσε 21.066.652 δρχ. Επίσης, το λεγόμενο “νέο κτίριο του Παντείου”, ενώ αρχικά είχε κοστίσει 2 δισ. 833 εκατ. δρχ., στην 29η πιστοποίηση το ποσό αυτό είχε ανέλθει στα 4 δισ. 131 εκατ. δρχ. Το έργο αυτό, πέρα από το εργολαβικό τίμημα και τις υπερβάσεις, είχε χρεωθεί και με διάφορα ποσά συνολικού ύψους 1.296.628.462 δρχ. για δαπάνες που δεν έχουν καμιά σχέση με το έργο και για δαπάνες αγοράς υλικών ή παροχής υπηρεσιών, οι οποίες περιλαμβάνονταν, όμως, στο τίμημα».

Ο Γιώργος Κουκουλές κάνει, πού και πού, παύσεις στον λόγο του. Φυλλομετρά τις σελίδες στο αρχείο του. Και συνεχίζει. Τονίζει ότι σε όλη την «επίμαχη περίοδο» του Παντείου η διαδικασία του απολογισμού σταματούσε στο στάδιο της σύνταξής του από τις οικονομικές υπηρεσίες και στη μεταβίβασή της στο Πρυτανικό Συμβούλιο – ποτέ όμως δεν προωθήθηκε προς έγκριση στη Σύγκλητο, όπως κανονικά προβλέπεται. Φυλλομετρά ξανά και στέκεται σε μια σημείωση: «Σύμφωνα με έγγραφα και επιταγές που υπήρχαν, την περίοδο 1995-1998, υποτίθεται ότι δύο κύριοι (σ.σ.: αναφέρει συγκεκριμένα ονόματα) συναλλάσσονταν με το Πάντειο, ενώ ήταν έγκλειστοι στον Κορυδαλλό». Και τέλος, αναφέρεται στους ακαδημαϊκούς, το εργασιακό καθεστώς των οποίων διέπεται από το ΠΔ 407/1980 και συνεπώς η πληρωμή τους είναι συνήθως καθυστερημένη: «Το υπουργείο Παιδείας έστειλε στο Πάντειο 50 εκατ. δρχ., ποσό που αφορούσε στις αμοιβές των συναδέλφων. Αυτά τα χρήματα διοχετεύτηκαν στον λογαριασμό δωρεών, από τον οποίο εκταμιεύτηκαν 25 εκατ. δρχ., τα οποία εισέπραξε ο κύριος Χ.Μ., υπάλληλος της επιτροπής ερευνών, και τα έδωσε στον Τάσο Κουτσοδημητρόπουλο (σ.σ.: τέως προϊστάμενο της γραμματείας του Παντείου). Αλλά εκταμιεύτηκαν και άλλα 24 εκατ. δρχ., σε δύο επιταγές των 12 εκατ. δρχ. εκάστη, τα οποία εισέπραξε ένας κύριος Ν.Δ., ο οποίος δεν είχε καμιά σχέση με το Πάντειο. Στη συνέχεια, με τη νέα πρυτανεία και ερευνώντας, αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω κύριος ήταν αδελφός του οδηγού του πρυτανικού αυτοκινήτου του Αιμίλιου Μεταξόπουλου. Ο κύριος Ν.Δ. (έδωσε και αυτά τα χρήματα στον Τάσο Κουτσοδημητρόπουλο) σε λίγο χρόνο μετά την αποκάλυψη που κάναμε ήταν προφυλακισμένος στον Κορυδαλλό ως εγκέφαλος σπείρας διακίνησης ναρκωτικών».

Ο φυλακισμένος ποιητής

«Τώρα που με έβαλαν / στη μέση της μοναξιάς / το μόνο που μένει είναι / να θυμάμαι/ Στέρεψαν οι ζωντανές εικόνες / που δεν υπάρχει κανείς / να απαντήσει στο ποιος είμαι / Μόνο ο χρόνος υπάρχει / σαν σκληρή τιμωρία / για τα όνειρα που χάθηκαν / για πράγματα που δεν έγιναν ποτέ». Με αυτό το «Χωρίς τίτλο» ποίημα, από την έκδοση «κι όμως… ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΣΤΕ» με ποιήματα κρατουμένων στις φυλακές Αλικαρνασσού, κλείνει την αγόρευσή του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο Ευθύμης Ναυρίδης, συνήγορος υπεράσπισης του Τάσου Κουτσοδημητρόπουλου, ενός από τους μεγαλύτερους πρωταγωνιστές του σκανδάλου, στον οποίο ανήκουν και οι στίχοι.

«Είναι άνθρωπος καλλιεργημένος και αξιόλογος. Ως κρατούμενος χαίρει σεβασμού και από τους συγκρατούμενούς του και από το προσωπικό της φυλακής. Στη φυλακή Αλικαρνασσού για όλους είναι ο “κύριος Τάσος”, έχει κάνει τεράστιο κοινωνικό έργο, μαθαίνει γράμματα σε αναλφάβητους κρατουμένους, διδάσκει ξένες γλώσσες σε συγκρατούμενούς του και έχει φροντίσει, μέσω των γνωριμιών του σε γκαλερί, να στολιστούν οι χώροι της φυλακής με αφίσες εκθέσεων, ενώ με δωρεές γνωστών εκδοτικών οίκων, αλλά με δική του μεσολάβηση, έχει εμπλουτιστεί η βιβλιοθήκη της φυλακής». Ο Ευθύμης Ναυρίδης σπεύδει να με ενημερώσει για «το έργο που παράγει και στη φυλακή» ο Τάσος Κουτσοδημητρόπουλος. Ο οποίος, όπως λέγεται, ήταν και στο Πάντειο πολύ ταλαντούχος, παραγωγικός και μη αμφισβητούμενων ικανοτήτων υπάλληλος.

Ευφυής και «διαχρονικός στο Πάντειο», όπως πολλοί τον περιγράφουν, ο Κουτσοδημητρόπουλος διορίστηκε στο πανεπιστήμιο το 1971. Με θητεία προϊσταμένου στο λογιστήριο και στο τμήμα προμηθειών και την αντίστοιχη βαθιά γνώση των αντικειμένων, εκλέγεται, με συντριπτική πλειοψηφία το 1994, προϊστάμενος της γραμματείας του πανεπιστημίου. Μάλιστα, με αφορμή αυτή την εκλογή, από καρδιακός φίλος μετατρέπεται σε άσπονδο εχθρό της τότε συνυποψήφιάς του, η οποία προσβάλλει την εκλογή του προσφεύγοντας στα διοικητικά δικαστήρια, δεδομένου ότι ο Κουτσοδημητρόπουλος δεν διέθετε ένα από τα τυπικά προσόντα για τη θέση, το πιστοποιητικό γνώσης ξένης γλώσσας. Η εκλογή του ακυρώνεται (όπως αναφέρει και η ίδια η συνυποψήφιά του στην κατάθεσή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο), αλλά ο Τάσος Κουτσοδημητρόπουλος δεν απομακρύνεται από τη θέση του προϊσταμένου της γραμματείας. Αντιθέτως, η εξίσου ικανή, αλλά όχι τόσο δημοφιλής εν λόγω συνάδελφός του «εξορίζεται» σε θέσεις που ουδεμία σχέση είχαν με τα προσόντα της και με την προϋπηρεσία της στο Πάντειο.

Η κόκκινη Ferrari

Είναι ο λόγος για τον οποίο ο Κουτσοδημητρόπουλος χαρακτηρίζεται από πολλούς «παιδί και θρέμμα των πρυτάνεων». Ο ίδιος είναι ο άνθρωπος που έχει αντιμετωπίσει τις πιο βαριές κατηγορίες, για τους λογαριασμούς δωρεών και ερευνών του Παντείου που λειτουργούσαν ως ατομικοί λογαριασμοί του, για τους κανόνες του δημόσιου λογιστικού που δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, για τη σειρά χρηματικών ενταλμάτων και επιταγών που εκδόθηκαν κ.ο.κ. «Ο Αναστάσιος Κουτσοδημητρόπουλος υπήρξε ο ιθύνουν νους, ο κεντρικός συντονιστής όλων των ενεργειών και παραλείψεων για τη διάπραξη των παραπάνω αδικημάτων, ο εμπνευστής και εφαρμοστής του σχεδίου για τη διάπραξη ατασθαλιών» αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση.

Είναι, όμως, και ο άνθρωπος που έχει τραβήξει πάνω του, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, τα φώτα της δημοσιότητας. Για την ακρίβεια, μεταξύ των πολυτελών αντικειμένων που αγόραζε το Πάντειο, το μοναδικό που έχει βρεθεί είναι ιδιοκτησίας του, πρωταγωνιστεί στον Τύπο και δεν είναι άλλο από την περίφημη, πλην μεταχειρισμένη, κόκκινη Ferrari: «Τον Απρίλιο του 1998 ενεμφανίσθη στο κατάστημά μας (…) ο κύριος Αναστάσιος Κουτσοδημητρόπουλος και διαπραγματεύτηκε μαζί μας το υπ’ αριθμόν (…) αυτοκίνητο μάρκας Ferrari, το οποίο είχε τοποθετηθεί προς πώληση στο κατάστημά μας (…) Κατόπιν αυτού και αφού ήλεγξε την κατάσταση του ανωτέρω αυτοκινήτου, προέβη στην εξόφλησή του, καταβάλλοντας την ανωτέρω επιταγή και οποιαδήποτε άλλα μετρητά εχρειάζοντο διά την ολοκλήρωση της αγοράς και την μεταβίβασή του» αναφέρει η επιστολή που αποστέλλει η αρμόδια εισαγωγική εταιρεία αυτοκινήτων στο Πάντειο, στις 19 Ιουλίου 1999. Η «ανωτέρω επιταγή» δε διέταζε, στις 14 Απριλίου 1998, την εκταμίευση 27 εκατ. δρχ. από τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Ερευνας του Παντείου Πανεπιστημίου – ο Τάσος Κουτσοδημητρόπουλος ισχυρίζεται ότι ο ίδιος κάλυψε το ποσό, χωρίς όμως να έχει προκύψει κάτι τέτοιο από την κίνηση του λογαριασμού.

«Εμείς, με τη σειρά μας, αφού εισπράξαμε το ανωτέρω τίμημα, προέβημεν στην εξόφληση του εν λόγω αυτοκινήτου και εν συνεχεία στη μεταβίβασή του όπου καθ’ υπόδειξη του εντολέως κ. Αναστάσιου Κουτσοδημητρόπουλου πραγματοποιήθηκε στα δύο ονόματα Αναστάσιος Κουτσοδημητρόπουλος – Β.Σ. από 50% έκαστος» συνεχίζει η ίδια επιστολή της εταιρείας προς το Πάντειο. Ο συνιδιοκτήτης της κόκκινης Ferrari δεν είχε, βέβαια, σχέση με το πανεπιστήμιο, αλλά θα πρέπει να γνωριζόταν καλά με τον Τάσο Κουτσοδημητρόπουλο, δεδομένου ότι στην άδεια κυκλοφορίας του οχήματος αναφέρεται κοινή διεύθυνση κατοικίας.

Πάντως, εκτός από την πραγματοποίηση αυτού του ίσως «παιδικού ονείρου», όπως το χαρακτηρίζει και ο συνήγορος υπεράσπισης του Κουτσοδημητρόπουλου (και του οποίου η δήμευση έχει διαταχθεί από το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο), ο τέως προϊστάμενος της γραμματείας του Παντείου δεν διήγε κατά τα άλλα πολυτελή βίο. Ηταν, αντιθέτως, άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών, από αυτόν άλλωστε τον χώρο προέρχονταν και πολλές από τις συναναστροφές του. Συγκεκριμένα, ένα ζεστό πρωινό στο τέλος του Ιουνίου, στην αρχή της συζήτησής μας στο γραφείο του, ο δικηγόρος του, Ευθύμης Ναυρίδης, μου αναφέρει επί λέξει: «Ο κύριος Κουτσοδημητρόπουλος δεν έχει περιουσιακά στοιχεία στο όνομά του, ούτε αγορές ακινήτων ούτε καταθέσεις σε λογαριασμούς. Τώρα είναι φτωχός. Τότε είχε και τον καλό μισθό του προϊσταμένου της γραμματείας και ένα επιπλέον εισόδημα ως συνιδιοκτήτης της γκαλερί. Διότι, δεν το κρύψαμε ποτέ αυτό, παράλληλα με τη θέση του ως υπαλλήλου του Παντείου Πανεπιστημίου ήταν συνιδιοκτήτης μιας πολύ μεγάλης γκαλερί, την εποχή εκείνη ήταν μία από τις δύο μεγαλύτερες γκαλερί, η Γκαλερί Κρεωνίδης στην πλατεία Κολωνακίου (σ.σ.: 1980-2000). Ηταν (σ.σ.: ο Κουτσοδημητρόπουλος) ο συνιδιοκτήτης της μέχρι τέλους – μετά η γκαλερί έκλεισε. Ηταν συνέταιρος με τον κύριο Κρεωνίδη, με τον Γιάννη Κρεωνίδη, διότι έχει πεθάνει ο Κρεωνίδης».

Ενας ζωντανός νεκρός

Ο Γιάννης Κρεωνίδης, βέβαια, ζει. Μακριά από την Αθήνα, στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά ζει. «Πρώτη φορά μιλάω με νεκρό» του λέω στο τηλέφωνο και εκείνος ακούγεται, από την άλλη άκρη της γραμμής, να γελάει ρωτώντας «μα, αλήθεια, ποιος σας είπε ότι πέθανα;». Και διαψεύδει τα πάντα, και την οποιαδήποτε εμπλοκή του με το Πάντειο και τη συμμετοχή του Κουτσοδημητρόπουλου στην γκαλερί: «Καμία επαγγελματική σχέση δεν είχαμε. Φίλοι ήμασταν για ένα διάστημα». Ωστόσο, το όνομά του Κρεωνίδη συχνά αναφέρεται στην καθαρογραμμένη πρωτόδικη απόφαση. Αλλωστε, και ο ίδιος ο Τάσος Κουτσοδημητρόπουλος στην απολογία του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε αναφερθεί εκτενώς στη δραστηριότητά του ως «αφανής εταίρος» της συγκεκριμένης γκαλερί.

Μοιραία, και ο Κρεωνίδης διαψεύδεται, με τη σειρά του, από τις μαρτυρίες (που συμπίπτουν με τα καταγεγραμμένα στην πρωτόδικη απόφαση). Ο Γιώργος Κουκουλές μού αφηγείται: «Ενα βράδυ, επειδή καθόμασταν ως τις 22.00-23.00, έρχεται στο γραφείο μου ο ορκωτός λογιστής και μου λέει: “Ένα φοβερό, πανάκριβο πλήρες σετ μπάνιου έχει πάει στο Κριεκούκι. Και έχει από πίσω (σ.σ.: στο δελτίο αποστολής) ένα τηλέφωνο. Παίρνουμε να δούμε;”». Λέω “ντρέπομαι, δεν μπορώ να το κάνω”. Πηγαίνουμε στο πρυτανικό συμβούλιο όπου εργάζονταν οι ορκωτοί ελεγκτές – οι δυο μας ήμασταν. Παίρνει τηλέφωνο εκείνος και λέει: “Ξέρετε, έχουμε να σας φέρουμε δύο τζάκια (ή κάτι τέτοιο), μας δίνετε, σας παρακαλώ, την ακριβή διεύθυνση και το όνομα;”. Και απαντά “Κρεωνίδης”».

Η χρυσή εποχή

Πολλά χρόνια προτού το νήμα της διαπλοκής, οι Ferrari και τα ακριβά σετ μπάνιου αποτελέσουν αντικείμενα δικογραφίας, το Πάντειο ζούσε τη χρυσή εποχή του. Η δικαστικά «επίμαχη περίοδος» είναι, όμως, ακριβώς η εποχή της ευμάρειας για το εκπαιδευτικό ίδρυμα της λεωφόρου Συγγρού. Είναι τρία χρόνια αφότου «η Πάντειος» κατάφερε να μετονομαστεί από «Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών» σε «Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών» (το 1989, επί πρυτανείας Γιώργου Κοντογιώργη): από το 1992 και έπειτα το Πάντειο σταδιακά μετατρέπεται από το αποπαίδι της ακαδημαϊκής κοινότητας (η οποία αρέσκεται να το αμφισβητεί ως γνήσιο τέκνο της) στην αφρόκρεμα των ελληνικών πανεπιστημίων.

Εργα, υποδομές, εξωστρέφεια, έρευνες και σεβασμός που το Πάντειο δεν είχε γνωρίσει νωρίτερα επενδύουν την περιβόητη οκταετία, χρίζοντας τις αντίστοιχες πρυτανείες ως «τις καλύτερες πρυτανείες στην ιστορία του Παντείου». Τα πρόσωπα δε που τις απαρτίζουν είναι (μεταξύ τους) γνώριμα: Το 1992 αναλαμβάνουν ο Δημήτρης Κώνστας την πρυτανεία και ο Αιμίλιος Μεταξόπουλος την αντιπρυτανεία Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Προσωπικού (οι δυο τους ούτως ή άλλως βρίσκονταν στις αντίστοιχες θέσεις από το 1990), με αντιπρύτανη Οικονομικού Προγραμματισμού και Ανάπτυξης την καθηγήτρια Ελένη Στεφάνου. Μόλις 10 μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1993, η Στεφάνου παραιτείται. Ηταν πια υφυπουργός Παιδείας. Στη θέση της εκλέγεται ο Παναγιώτης Γετίμης. Οι τρεις τους, Κώνστας, Γετίμης και Μεταξόπουλος, οι οποίοι πολύ αργότερα θα αντιμετωπίσουν τις γνωστές κατηγορίες και καταδίκες, διοικούν το πανεπιστήμιο ως το 1995.

Σε αυτό το διάστημα, οικοδομείται το λεγόμενο «νέο κτίριο του Παντείου» το οποίο σήμερα στεγάζει αμφιθέατρα, αίθουσες, εργαστήρια και γραφεία διδασκόντων. Παράλληλα, το κτίριο της οδού Χιλλ 3-5 στην Πλάκα μεταβιβάζεται από το υπουργείο Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διαμορφώνεται και, από το 1994, στεγάζει το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (είχε ιδρυθεί το 1989, με πρωτοβουλία του Δημήτρη Κώνστα). Και ξεκινά το έργο της κεντρικής βιβλιοθήκης του Παντείου: ήταν ένα δωματιάκι προδιαγραφών σχολικού αναγνωστηρίου – «OΚ, the lobby is nice. Where is the library?» είχε ρωτήσει χαρακτηριστικά ξένος καθηγητής, ως επισκέπτης στο Πάντειο, αντικρίζοντας το θέαμα. Και αντικαταστάθηκε από μια επιβλητική, καλά οργανωμένη βιβλιοθήκη ακαδημαϊκών απαιτήσεων, η οποία άρχισε να λειτουργεί με τη σημερινή μορφή της το 1998.

Ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, αν και ήθελε, δεν κατάφερε να συμβάλει. Το 1996 παραιτείται από αναδρομικές αποδοχές του ως καθηγητή στο πανεπιστήμιο, ζητώντας το σχετικό ποσό να διατεθεί για την οργάνωση της βιβλιοθήκης. Την ίδια χρονιά, οι υπηρεσίες του Παντείου εκδίδουν, όμως, χρηματικό ένταλμα για την πληρωμή των αποδοχών αυτών, αλλά γραμμάτιο είσπραξης δεν βρέθηκε ποτέ.

Η εποχή του Αιμίλιου

Στο μεταξύ, οι πρυτανικές αρχές έχουν αλλάξει: τον Δεκέμβριο του 1995, ο Αιμίλιος Μεταξόπουλος εκλέγεται πρύτανης. Ο Παναγιώτης Γετίμης, καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, παραμένει αντιπρύτανης – με τη διαφορά ότι μεταπηδά, όμως, στην αντιπρυτανεία Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Προσωπικού. Την ως τότε θέση του Γετίμη ως αντιπρύτανη Οικονομικού Προγραμματισμού και Ανάπτυξης αναλαμβάνει ο Κωνσταντίνος Παπαθανασόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας. Οι τρεις τους πρυτανεύουν ως το 1998. Και το Πάντειο ζει τη δική του «Αθήνα του Περικλή»: Γίνεται κέντρο συνάντησης πολλών διανοουμένων της περιόδου και εκδηλώσεις διοργανώνονται στο άψε σβήσε. Οπως λένε φίλοι του ιδρύματος, οι πολιτικές επαφές και οι δημόσιες και κοινωνικές σχέσεις των Αρχών του πανεπιστημίου έκαναν την ανεύρεση πόρων να απέχει μόλις ένα (υπουργικό) τηλεφώνημα.

Το 1998 είναι, όμως, χρονιά-ορόσημο για το Πάντειο. Τον Ιανουάριο παραιτείται από τη θέση του αντιπρύτανη ο Παναγιώτης Γετίμης. Τον Μάιο ο Κωνσταντίνος Παπαθανασόπουλος. Και τον Ιούνιο ο Αιμίλιος Μεταξόπουλος. Στις πρυτανικές εκλογές που ακολουθούν Γετίμης και Μεταξόπουλος «κατεβαίνουν» χώρια. Ηττώνται και οι δύο.

Η αλαζονεία του πρύτανη

Από τη δικαστική έρευνα, δεν έχουν αποδειχθεί πράξεις ιδιοποιήσεως εκ μέρους των πρυτάνεων. Και αυτό το τονίζουν πολλοί, ο καθένας με τον τρόπο του. «Οι πρυτάνεις πληρώνουν σήμερα από τη μία την κακοήθεια κάποιων διοικητικών υπαλλήλων και από την άλλη την αλαζονεία του Αιμίλιου» με διαβεβαιώνει ένα πρόσωπο από το παλιό περιβάλλον του Μεταξόπουλου που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Το να είσαι μποέμ ενώ είσαι πρύτανης είναι μια μορφή αλαζονείας. Διότι αλαζονεία δεν είναι μόνο να είσαι “κόκορας”. Αλαζονεία είναι και να είσαι αντισυμβατικός ενώ βρίσκεσαι στην εξουσία ή να θέτεις κανόνες για την προσωπική συμπεριφορά σου που οι άλλοι δεν είναι ικανοί να θέσουν για τον εαυτό τους».

Και η αλήθεια είναι ότι, όπως καταθέτουν όσοι τον γνώρισαν, ο πολυγραφότατος και πολυπράγμων Αιμίλιος Μεταξόπουλος ακριβώς τέτοιους κανόνες έθετε: ψυχή διπλής όψεως, η μία πλευρά ευαίσθητη και παλικαρίσια, η άλλη «γαία πυρί μειχθήτω». Και φιλελεύθερος και αριστερός, έχαιρε της εκτίμησης και της υποστήριξης ετερόκλητων πολιτικών χώρων, ενώ παράλληλα ριχνόταν στη μάχη της (αγαπημένης στο Πάντειο) «αποδόμησης» όποιου κατεστημένου. «Στον ενικό του μιλούσαν και οι κηπουροί» λένε κάποιοι περιγράφοντας έτσι γλαφυρά τον αλέγκρο και προσηνή «Αιμίλιο», ο οποίος «ήταν άνθρωπος που δεν είχε καμιά σχέση με το χρήμα». Λες και αντιστρατευόταν πεισματικά στην καταγωγή του: γόνος αστικής οικογένειας, γιος του μεγάλου δικηγόρου της Αθήνας Αγη Μεταξόπουλου, «ο οποίος ήταν ο μόνος από τους έλληνες δικηγόρους που μπορούσε να σηκώσει το τηλέφωνο και να μιλήσει απευθείας με τον Λευκό Οίκο, διότι εκπροσωπούσε το πανίσχυρο λόμπι των πνευματικών δικαιωμάτων στον χώρο του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και της μουσικής».

Ο νεότερος πρύτανης στην Ευρώπη (όταν εκλέχτηκε το 1995 ήταν μόλις 40 ετών), λάτρευε το ποτό. Και τις γυναίκες. Ο ίδιος γοήτευε και στη συνέχεια μάλλον υπέκυπτε στις συνέπειες της γοητείας του. Το σπίτι του ήταν πάντοτε ανοιχτό, εκτός αν έλειπε ο ίδιος – αν έτρωγε σε κάποιο καλό εστιατόριο του κέντρου της Αθήνας με φίλους και τη σύντροφό του, «που είναι συνάδελφός σας και σίγουρα την ξέρετε, αλλά δεν μπορώ να σας πω το όνομά της», όπως μου λέει φιλικό πρόσωπο του Μεταξόπουλου με ένα μυστήριο μειδίαμα στη φωνή του – το οποίο αργότερα, όταν έμαθα, κατανόησα πλήρως.

Οταν τον Ιούνιο του 2007, με την ανακοίνωση της πρωτοβάθμιας δικαστικής απόφασης, ο Αιμίλιος Μεταξόπουλος καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη, πολλοί μιλούσαν για «καταδίκη σε θάνατο» – τόσο είχε προχωρήσει η κίρρωση του ήπατος από την οποία υπέφερε. Και είχαν δίκιο. Ο «Αιμίλιος» πρόλαβε να κερδίσει την άρση του περιορισμού εξόδου από τη χώρα (Νοέμβριος 2010), αλλά δεν πρόλαβε να ταξιδέψει στη Γερμανία για μεταμόσχευση.

«Θυμάμαι ότι είχα πάει να τον δω στη φυλακή των Τρικάλων – είναι η πιο σύγχρονη και, ταυτόχρονα, η πιο φρικώδης φυλακή, στη μέση του πουθενά: μια σιδεριά έπεφτε και μια άλλη άνοιγε. Αμέσως έκλεινε η δεύτερη και άνοιγε μια τρίτη. Η τοποθέτηση του Μεταξόπουλου εκεί ήταν μια επίδειξη σκληρότητας, κατά την εκτίμησή μου. Ο ίδιος δεν το πίστευε πώς βρέθηκε σε αυτή τη θέση. Του φαινόταν αδιανόητο, το είδε ως εφιάλτη. Ως τότε, ο Αιμίλιος Μεταξόπουλος υπήρξε πολύ δημιουργικός νους και ήταν ο ευφυέστερος μεταξύ όλων των πρυτάνεων του Παντείου Πανεπιστημίου. Αντιμετωπιζόταν δε, εντός και εκτός Παντείου, ως πρίγκιπας της πολιτικής σκέψης» ανακαλεί, τσιμπώντας λίγο από το καλοκαθαρισμένο πράσινο μήλο του, ο Αντώνης Βγόντζας, συνήγορος υπεράσπισης του Μεταξόπουλου από το 2007 και έπειτα.

Τι μας δίδαξε το Πάντειο

Αν όντως πρόκειται για το «μεγάλο κόλπο» ή το «τέλειο έγκλημα» (το οποίο δεν υπάρχει παρά ως τη στιγμή που αποκαλύπτεται), δεν θα το μάθουμε ποτέ. Οπως μάλλον ποτέ δεν θα μάθουμε ποιοι στ’ αλήθεια αδίκησαν και ποιοι αδικήθηκαν. Αλλά για όποιον ενδιαφέρεται για διδάγματα, η ιστορία του Παντείου έχει τουλάχιστον δύο. Το ένα είναι αυτό που είπε ο καθηγητής Δημήτρης Δημηρούλης: «Είναι σαφές ότι στο Πάντειο υπήρξε σκάνδαλο. Το Πάντειο, όμως, έκανε έρευνα. Και το ερώτημα είναι αν τα άλλα πανεπιστήμια έχουν κάνει ποτέ το ίδιο. Μπορεί να έχουν κάνει. Μακάρι να έχουν κάνει. Απλώς, εγώ δεν το γνωρίζω. Σημειωτέον ότι το Πάντειο διαχειρίζεται μια πολύ μικρή περιουσία (έχει μόνο ένα διαμέρισμα δύο δωματίων στον Πειραιά, από δωρεά), οπότε τα έσοδά του προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό». Το άλλο είναι εκείνο που είπε ο Γιώργος Κουκουλές, ότι «όπως και στις ακαδημαϊκές διατριβές, έτσι και σε όλα τα πράγματα, πρέπει κανείς να ξέρει να σταματά». Ισχύει σε όλα στη ζωή. Ακόμη και στην απάτη. l

135 χρόνια φυλακή

«Ενοχοι ως και πρωτοδίκως». Κάποιοι σκέφτονται ότι «παραδόξως η ανακοίνωση της απόφασης ξεκινάει από τους ενόχους και όχι, όπως συνήθως συμβαίνει, από όσους κρίνονται αθώοι». Αλλά αθώοι δεν υπάρχουν. Στις 25 Ιουνίου 2012 έπεσε η αυλαία στην πολύμηνη δευτεροβάθμια δίκη στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων για το οικονομικό σκάνδαλο του Παντείου. Παρ’ όλο που η πρόσφατη πρόταση της εισαγγελέως Εφετών Φανής Κοντοθανάση (η οποία αρνήθηκε να μας μιλήσει σχετικά) να απαλλαγούν οι τέως πρυτανικές αρχές είχε δημιουργήσει τις ανάλογες προσδοκίες, το δικαστήριο καταδίκασε τον πρώην πρύτανη Δημήτρη Κώνστα και τους πρώην αντιπρυτάνεις Παναγιώτη Γετίμη και Κωνσταντίνο Παπαθανασόπουλο σε 14 χρόνια κάθειρξη έκαστο (η απόφαση ήταν ομόφωνη, με εξαίρεση μια μειοψηφία στην περίπτωση Κώνστα, και οι ποινές ήταν ίδιες με τις πρωτόδικες, με εξαίρεση την κατά δύο έτη μειωμένη ποινή στην περίπτωση Γετίμη).

Παράλληλα, οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, για τους οποίους δεν υπήρξε, όμως, αθωωτική εισαγγελική πρόταση, επίσης καταδικάστηκαν: 31 χρόνια κάθειρξη για τον Τάσο Κουτσοδημητρόπουλο, τέως προϊστάμενο της γραμματείας του Παντείου (στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο του είχαν αποδοθεί τρις ισόβια και 15 χρόνια κάθειρξη), 10 ως 14 χρόνια φυλάκιση για τους υπόλοιπους τρεις διοικητικούς υπαλλήλους και δύο ιδιώτες προμηθευτές. Οι ποινές που αποδόθηκαν συνολικά αθροίζουν 135 χρόνια φυλάκιση, ως τη στιγμή που αρχίζουν να διεκδικούνται αναστολές. Το οικονομικό σκάνδαλο, ύψους 8 εκατ. ευρώ (2 δις. δρχ.), αναφέρεται στην περίοδο 1992-1998 και το κατηγορητήριο περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τα αδικήματα της ψευδούς βεβαίωσης, της πλαστογραφίας, της απάτης και της (κατά συναυτουργία) υπεξαίρεσης, σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου 1608/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου.

Για την ιστορία, η δευτεροβάθμια δικαστική απόφαση έρχεται να προστεθεί στην πρωτοβάθμια δίκη, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, η οποία είχε λήξει τον Ιούνιο του 2007, με την καταδίκη των εν λόγω εννέα και του σήμερα εκλιπόντος Αιμίλιου Μεταξόπουλου, με την αθώωση επτά κατηγορουμένων και τη λόγω θανάτου παύση της δίωξης εναντίον του Γιώργου Γράψα, τέως υπαλλήλου του Παντείου. «Ηταν από τις μακροβιότερες στα δικαστικά χρονικά της χώρας. Η δίκη αυτή αποτέλεσε έναν δικαστικό Γολγοθά για κατηγορουμένους, συνηγόρους και δικαστές, αφού η χρονοβόρα διαδικασία, τα δυσχερή νομικά θέματα και το μεγάλο εύρος των αποδεικτικών στοιχείων εξάντλησαν τις αντοχές όλων των παραγόντων της δικαστικής διαδικασίας» σχολιάζει ο Μιχάλης Νταλαμπίρας, εκ των συνηγόρων υπεράσπισης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο οποίος έχει μάλλον βάλει την υπόθεση στο συρτάρι, αφού κατάφερε να αθωώσει την πελάτισσά του, την επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Σοφία Καπετανάκη.

Σήμερα, κάποιοι θέτουν το εύλογο ερώτημα: πώς γίνεται άλλα να είδε η εισαγγελέας και άλλα οι δικαστές; Αλλοι αρκούνται σε (συνδυαστικές) διαπιστώσεις, όπως ο καθηγητής Γιάγκος Ανδρεάδης: «Για να έχω καθοριστική γνώμη για τις ποινές που αποδόθηκαν, θα έπρεπε ή να είμαι ανακριτής ή να είμαι κάποιος που γνώριζε τα μυστικά των καταδικασθέντων. Αναφέρω, όμως, το εξής εντυπωσιακό: Παρά την αθωωτική πρόταση της εισαγγελέως, το πενταμελές εφετείο επέβαλε ποινές ίδιες με την πρωτόδικη απόφαση στους πρυτάνεις και αντιπρυτάνεις, ενώ παράλληλα έχουμε ιλιγγιώδη μείωση της ποινής του κυρίως κατηγορούμενου, του Τάσου Κουτσοδημητρόπουλου, ο οποίος, από τρις ισόβια και 15 χρόνια πρωτοδίκως, τώρα καταδικάστηκε σε 31 χρόνια φυλάκιση».

Και μερικοί είναι απόλυτοι: «Είμαι βέβαιος ότι όλες οι πρυτανικές αρχές δεν πήραν ποτέ χρήματα. Οσο για τις υπογραφές τους (σ.σ.: σε διάφορες επιταγές), ξέρετε πόσο εύκολα μπορεί να υπογράψει κανείς αν υπάρχουν προηγούμενες μονογραφές; H Ferrari, το τζακούζι και όλα αυτά τα περίφημα δεν σχετίζονται με τους πρυτάνεις. Οπως επίσης δεν μπορώ να φανταστώ ότι εν γνώσει των πρυτάνεων κάποιοι “έφαγαν” τους μισθούς του Κώστα Σημίτη – είχαν τέτοια ποιότητα σχέσεων που δεν μπορώ να το διανοηθώ. Οι επαφές των πρυτάνεων με το πολιτικό σύστημα και η δυνατότητά τους να εκταμιεύουν χρήματα ήταν μόνο για το καλό του πανεπιστημίου» λέει ο δικηγόρος Αντώνης Βγόντζας.

Οι αντιδράσεις των συνηγόρων

Οι συνήγοροι υπεράσπισης των Δημήτρη Κώνστα και Παναγιώτη Γετίμη (για τον Κωνσταντίνο Παπαθανασόπουλο είχε διοριστεί αυτεπαγγέλτως συνήγορος υπεράσπισης) κατέθεσαν άμεσα τα πρώτα αιτήματα αναιρέσεως – και κατ’ επέκταση αναστολής – στον Αρειο Πάγο: Η δικάσιμος της αίτησης αναστολής του Δημήτρη Κώνστα είχε αρχικά οριστεί στις 16 Ιουλίου, αλλά το δικαστήριο διέκοψε τη συνεδρίαση και ως τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχε τελικά εκδικαστεί, ενώ η εκδίκαση της αίτησης αναστολής του Παναγιώτη Γετίμη έχει οριστεί για τις 5 Σεπτεμβρίου. Οι συνήγοροι των πρυτάνεων τονίζουν ότι δεν αποδεικνύεται καμία πράξη ιδιοποιήσεως από μέρους των πελατών τους και ότι καμιά πρυτανική απόφαση σχετική με τις «ατασθαλίες» δεν έχει ληφθεί.

Η υπογραφή Γετίμη έχει, βέβαια, βρεθεί σε σειρά επιταγών για δαπάνες οι οποίες είτε δεν είναι αληθείς είτε δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες του Παντείου. Την «αρχή της εμπιστοσύνης χωρίς την οποία δεν μπορεί να λειτουργήσει η δημόσια διοίκηση» αντιτάσσει ο καθηγητής Ποινικού Δικαίου στη Νομική Αθηνών Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος, εκ των συνηγόρων υπεράσπισης του Παναγιώτη Γετίμη. Αναφέρεται σε παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και επισημαίνει ότι η δικαστική απόφαση «αντιστρατεύεται και σε προηγούμενες δικαστικές κρίσεις, με κυριότερη την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έκρινε ότι ο αντιπρύτανης Γετίμης, όπως και ο πρύτανης Κώνστας, δεν είχαν δόλο ή βαριά αμέλεια». Ο ίδιος ο Γετίμης σε γραπτή δήλωσή του αναφέρει μεταξύ άλλων: «Και εγώ μένω, ένας αθώος που οδηγείται για δεύτερη φορά στη φυλακή, με το αμείλικτο ΕΡΩΤΗΜΑ: Πείτε μου ΕΝΑ στοιχείο, που θεμελιώνει την καταδίκη μου!».

Ο Διονύσης Αναγνώστου, εκ των συνηγόρων υπεράσπισης του Δημήτρη Κώνστα, τονίζει ότι «η απόφαση εξισώνει τους πάντες και όλες τις περιόδους» και εξηγεί: «Επί Δημήτρη Κώνστα (1992-1995) δεν έχουν βρεθεί ούτε πλαστά τιμολόγια, ούτε εικονικοί προμηθευτές, ούτε τίποτε άλλο. Η περίοδος Κώνστα είχε ελεγχθεί μάλιστα ως καλώς έχουσα από το Ελεγκτικό Συνέδριο, είχε δηλαδή πάρει πιστοποίηση από το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για να ελέγχει τα δημόσια οικονομικά. Και στη συνέχεια τα σχετικά δικαιολογητικά (τιμολόγια, συμβάσεις, προσφορές κ.ο.κ.) πολτοποιήθηκαν. Το δικαστήριο ήρθε, λοιπόν, να κρίνει χωρίς να έχει παραστατικά της περιόδου. Ο συλλογισμός της πρωτόδικης απόφασης ήταν μάλιστα ότι ο Δημήτρης Κώνστας “προώθησε” τον Τάσο Κουτσοδημητρόπουλο, ο οποίος είχε όμως εκλεγεί αξιοκρατικότατα στη θέση του προϊσταμένου της γραμματείας του πανεπιστήμιου».