Στο δωμάτιο των γονιών μου υπήρχε πάντα μια μεγάλη φωτογραφία μου κρεμασμένη ακριβώς πάνω από το κέντρο του κρεβατιού τους. Κανείς δεν θυμάται πια ποιος και πότε την τράβηξε, όχι ακριβώς. Η μάνα μου λέει ότι είμαι 5 ή 6 χρονών, οπότε πρέπει να είναι το 1980 ή το 81, φοράω μια τζην φόρμα, με γυρισμένα τα ρεβέρ, παπούτσια που μοιάζουν να είναι σουέντ, και μία μπλε μπλούζα με χοντρές ρίγες, και αυτά τα ρούχα ταιριάζουν με αυτό που στο μυαλό μου έχω ότι θα φορούσε ένα παιδάκι της εποχής. Είμαι καθισμένος πάνω σε μια πορτοκαλί φλοκάτη άρα πρέπει να είναι ο χειμώνας μίας από αυτές τις δύο χρονιές, και είμαι στο σπίτι μας, αυτές οι φλοκάτες πρέπει να υπάρχουν ακόμα στα ντουλάπια που είναι στοιβαγμένα όλα τα παλιά πράγματα της οικογένειάς μου. Δεν θυμάμαι τον εαυτό μου με αυτό το κούρεμα, ούτε και με αυτά τα ρούχα, ξέρω όμως ότι έχω αναμνήσεις από το 1981, άρα πρέπει να είναι λίγο παλιότερη. Το 81 ο πατέρας μου είχε ένα κόκκινο Μίνι, και όταν πηγαίναμε να ψηφίσουμε, με θυμάμαι στο πίσω κάθισμα να κρατάω την κόκκινη σημαία έξω από το παράθυρο. Οταν βλέπαμε άλλο αυτοκίνητο με κόκκινη σημαία, ο πατέρας μου κόρναρε, και στην επιστροφή κορνάραμε και τις πράσινες και τις πορτοκαλί σημαίες. Οταν τον είχα ρωτήσει γιατί χαιρετάμε κι αυτούς μου είχε πει ότι χαιρόμαστε κι εμείς που βγήκε το ΠΑΣΟΚ. Μάλλον το 1981 ήταν καλή και αισιόδοξη χρονιά, αλλά δεν ξέρω αν ο κόσμος είχε αυτή τη συναίσθηση με τον ίδιο τρόπο που εμείς ξέρουμε ότι αυτές που ζούμε τώρα είναι κακές. Θυμάμαι τον εαυτό μου λίγο μεγαλύτερο να κοιτάει ξαπλωμένος στο σπίτι του παππού μου τα μεσημέρια του καλοκαιριού ένα αντίτυπο αυτής της φωτογραφίας με την ίδια κορνίζα. Ο παππούς μου που ήταν αυστηρός και συντηρητικός άνθρωπος δεν του άρεσε να κυκλοφορούμε στο χωριό όταν όλοι κοιμόντουσαν και δεν χώνευε τους κομμουνιστές εκτός από το γαμπρό του. Θυμάμαι ότι τον είχα ρωτήσει, μάλλον όταν ήμουν περίπου 10, για αυτή τη φωτογραφία και μου είπε ότι την είχε τραβήξει ένας θείος μου και μετά την είχε πάει για μεγέθυνση. Από εκείνη την κουβέντα τότε δεν είχα καταλάβει αν ήταν τελικά μεγεθυμένη κατευθείαν από φιλμ ή αν κάποιος την είχε ζωγραφίσει βλέποντας την αρχική, και ακόμα δεν ξέρω. Την Κυριακή των εκλογών όταν πήγα στο σπίτι των γονιών μου την τράβηξα με το κινητό μου και την ανέβασα στο Instagram. Συμβαίνει τώρα τελευταία, σε αυτό το social medium που κάνει τις φωτογραφίες να φαίνονται από άλλη δεκαετία, ο κόσμος ανεβάζει τις δικές του παιδικές φωτογραφίες. Οπότε τώρα έχω μια ψηφιακή φωτογραφία, επεξεργασμένη ώστε να φαίνεται παλιά, μιας παλιάς φωτογραφίας, ή ακόμα πιο μπερδεμένα, ενός πίνακα που έχει βασιστεί σε μια φωτογραφία. Από ό,τι βλέπω γύρω μου αυτό είναι το πνεύμα της εποχής. Ακούμε, βλέπουμε και αγοράζουμε πράγματα που είναι παλιά ή μοιάζουν παλιά, και παρόλο που η τάση είναι παγκόσμια, δεν μπορώ να μην την συνδέσω με τη νοσταλγία, το συναίσθημα που στην Ελλάδα, μετά την απώλεια, αφήνουμε να μας τυλίγει σαν κουβέρτα.

Μερικές φορές που βλέπω το βράδυ ταινίες στην τηλεόραση παίζω ένα παιχνίδι με τον εαυτό μου. Μαντεύω την χρονιά που γυρίστηκαν και όταν τελειώσουν κοιτάω στο imdb αν είχα δίκιο. Σπάνια πέφτω έξω και παρόλο που οι πρωταγωνιστές, τα ρούχα και τα αυτοκίνητα τους είναι σημαντικά για μια σωστή χρονολόγηση, μου φαίνεται ότι είναι περισσότερο η ποιότητα της εικόνας και του χρώματος που σε κάνει να επιλέγεις με ακρίβεια. Οταν βλέπω μια παλιά ταινία σε blu-ray, απαλλαγμένη από τον κόκκο και τα σημάδια του φιλμ, συνήθως κάνω λάθος. Είναι σαν τις φωτογραφίες στο Instagram, με τα χρώματα που θα είχαν αν τις είχες τραβήξει το 70, αλλά αν την εκτύπωνες θα μπορούσες και πάλι να πεις ότι είναι φρέσκια. Οι λόγοι δεν είναι συναισθηματικοί, ούτε ασαφείς, οι σημερινές φωτογραφίες είναι απλώς σε μεγαλύτερη ανάλυση. Το ρετρό και η έμπνευση από περασμένες δεκαετίες είναι η εμμονή της εποχής μας. Δεν είναι η λεπτομερής αναβίωση του παρελθόντος, αλλά η επιλογή στοιχείων του και η ανασύνθεσή τους με τα τωρινά μέσα για τον σύγχρονο κόσμο. Παρόλο που τη μοιράζονται περισσότερες από μία γενιές, όσοι είναι από 25 ως 35 φαίνεται πως ψάχνουν λίγο περισσότερο στα παλιά.

Πριν από μερικά χρόνια στα περιοδικά επιλέγαμε να κάνουμε φωτογραφήσεις παραγγέλλοντας στους φωτογράφους εικόνες που να θυμίζουν την αισθητική του 70 ή του 80. Δεν ήταν πια μόνο το styling και η παραγωγή που παρέπεμπε σε αυτές τις δεκαετίες, αυτό γινόταν και παλιότερα που και που, αλλά η χρωματική επεξεργασία τους, που ήταν πια εύκολη με το Photoshop. Αυτό που μπορούσε τότε να κάνει ένας έμπειρος γραφίστας, τροποποιώντας τις παραμέτρους μιας ψηφιακής φωτογραφίας γίνεται πια με ένα smartphone. Απλά πατάς τα κουμπιά στην οθόνη. Τα περιοδικά συνήθως δεν ξεκινάνε τις τάσεις, αλλά οφείλουν να τις καταλαβαίνουν πιο γρήγορα από όλους, και η μανία με το ρετρό, πριν καταλήξει στο mainstream ξεκίνησε στην αρχή της δεκαετίας του 2000, στις κοινότητες αυτών που χαρακτηρίζονται, κυρίως από τους άλλους και σπάνια από τους εαυτούς τους, hipsters.

Οι χίπστερς της Αθήνας το καλοκαίρι του 2009 προτιμούσαν τα γυαλιά ηλίου με το πολύ ταιριαστό όνομα Retro Superfuture. Είναι σαν τα κλασικά Wayfarer μόνο λίγο πιο μεγάλα και χρωματιστά, μερικά πασπαλισμένα με χρυσόσκονη και δεν θα μπορούσαν να είναι πιο πετυχημένο σύμβολο αυτής της νεανικής κουλτούρας που εκλεκτική κυρίως με έναν ειρωνικό τρόπο. Οι χίπστερς επιλέγουν ένα παλιό αντικείμενο, τα γυαλιά ηλίου, το καρώ πουκάμισο, το βινύλιο ή το ποδήλατο, είτε στην αρχική του φόρμα, όπως ήταν τότε, είτε πειραγμένο μέσα από ένα είδος παιχνιδιού. Φοράω τα γυαλιά που συνδέθηκαν με αρκετές υποκουλτούρες του παρελθόντος που με ενδιαφέρουν, αλλά για να είμαι ένα βήμα μπροστά μπορώ και να τα τροποποιήσω. Το 2009 ήταν η χρονιά που η Rayban κυκλοφόρησε τα Clubmaster, τα οποία ήταν σχέδιο του 80 που παρέπεμπε σε γυαλιά του 60. Το μπλέξιμο των αναφορών από αυτές τις δύο δεκαετίες, που ορίζουν περισσότερο από κάθε άλλη την αισθητική της δικιάς μας, περιγράφει ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ρετρομανία. Το ανησυχητικό είναι ότι επίσης δείχνει πως μπορεί να εμπορευματοποιηθεί ακόμα και χωρίς να θεωρηθεί ξεπούλημα.

Ο Mark Greif έχει γράψει ένα βιβλίο με τον τίτλο “Τι ήταν ο χίπστερ; Μια κοινωνιολογική διερεύνηση”. Είμαι συνήθως πολύ σκεπτικός με τους συγγραφείς που επιχειρούν να σχολιάσουν ζητήματα ποπ κουλτούρας, γιατί οι περισσότεροι δεν έχουν την ακαδημαϊκή μεθοδολογία για να το κάνουν με επιτυχία, είναι απλώς κάποιου είδους επαγγελματίες που συσσωρεύουν εμπειρικά συμπεράσματα. Ο Greif έχει εντυπωσιακό ακαδημαϊκό βιογραφικό και είναι καθηγητής πανεπιστημίου στο προοδευτικό New School της Νέας Υόρκης, ταυτόχρονα εκδίδει μαζί με συναδέλφους του ένα πολιτικό-λογοτεχνικό περιοδικό, το n+1 Τον αναζήτησα για να τον ρωτήσω αν όντως η εμμονή με το παρελθόν συνδέεται με την κουλτούρα των χίπστερς που ξεκίνησε από τις φτηνές περιοχές της Νέας Υόρκης. Μου έδωσε αυτή εδώ την συνέντευξη από την οποία αντιγράφω: “η κουλτούρα των hipster βασίζεται στις πολύ γρήγορες αλλαγές της μόδας που προσδίδουν διάκριση (σσ. με την έννοια που την περιγράφει ο κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ). Ανακαλύπτεις ένα νέο συγκρότημα, κωμικό, σκηνοθέτη, φοράς ένα νέο παπούτσι, πριν το ανακαλύψουν ή το φορέσουν οι άλλοι, με στόχο να αποδείξεις μια εσωτερική ανωτερότητα αισθητικής και συνείδησης. Αν χρειάζεσαι ένα εκτενές αρχείο με πιθανές “κινήσεις” θα πρέπει να αποκτήσεις τη μεγαλύτερη δυνατή πρόσβαση στο παρελθόν”.

H επιτυχία της Lana Del Rey εκνεύρισε πολύ την φίλη μου την Νίκη. Μου είπε ότι της φαίνεται κατασκευασμένη από τις εταιρείες, μια πλούσια κοπέλα που μιμείται τις αισθητικές και μουσικές αναφορές των πραγματικών καλλιτεχνών που κοιτάνε στο παρελθόν περισσότερο από ανάγκη, επειδή το προτιμούν από το παρόν τους. Η Νίκη, που είναι τώρα κοντά στα 30, όταν πέθανε η Amy Winehouse, που ντυνόταν και τραγουδούσε σαν τραγουδίστρια του 60, χτύπησε ένα τατού με το όνομά της. Μετά ακολούθησαν και άλλα στο στυλ που στα τατού στούντιο λένε old school και μιμείται τα σχέδια που ζωγράφιζαν το 50 στο σώμα τους οι άντρες: γυναίκες, καρδιές και άγκυρες. Της αρέσει να κάνει τα μαλλιά της όπως τα χτενίσματα που βλέπει στις παλιές φωτογραφίες των πίναπ κοριτσιών. Αγοράζει ρούχα από βίντατζ μαγαζιά, ή τροποποιεί αυτά της γιαγιάς της και ακούει Πεγκι Λι και Ελβις από δίσκους σε ένα φορητό πικάπ. “Προτιμώ τα παλιά πράγματα, όλο το ρετρό στυλ κυρίως για ένα λόγο. Μου θυμίζουν τον παππού μου που με μεγάλωσε. Αλλά μου αρέσει η μουσική του 50 και τα swing parties που γίνονται στην Αθήνα. Είναι ωραίος χορός, μπορείς να χορεύεις μαζί με τον άλλο, να τον ακουμπάς”. H σύνδεση με τις αξίες και την ιδεολογία που εκπροσωπήθηκε από μια κοινότητα σε μια περασμένη δεκαετία είναι καθαρά προσωπική. Ο καθένας ψάχνει στο παρελθόν τις ρίζες και την πιο ειλικρινή έκφραση αυτών που τον συγκινούν σήμερα. Ο Greif μου είχε πει ότι “όλες οι ιστορικές υποκουλτούρες εξέφραζαν την επιθυμία να αποσχιστούν από την σύγχρονή τους κουλτούρα επειδή ήταν πολύ περιοριστική, μικρόμυαλη και τυφλή. Μερικές φορές ο πιο εύκολος τρόπος να αποσχιστείς σήμερα από όλα αυτά είναι να αρχίσεις με μία από αυτές τις στιγμές του παρελθόντος. Πιστεύω ότι σε βοηθάει να μεγαλώσεις και να γίνεις ένας ενήλικος που μπορεί να δημιουργήσει μια παρούσα κουλτούρα καλύτερη από ό,τι θα ήταν διαφορετικά”.

Στα χρόνια από το 1977 έως το 1983 ετοιμάστηκε ο κόσμος στον οποίο μεγάλωσα. Μετά την δεκαετία του 70 που ήταν φτωχή και δύσκολη, ακόμα και στην πρωτεύουσα του κόσμου, την Νέα Υόρκη, έφτασε αναγκαστικά αυτό το διάστημα αντίδρασης και έκρηξης και ρήξης και όλα αυτά έγιναν ποπ κουλτούρα. Προφανώς ήταν το πανκ των Pistols και αργότερα των Clash, αλλά ήταν και η disco του Moroder, το Raging Bull του Scorsese, φαντάζομαι τα παιδιά της εποχής, ντυμένα σαν και αυτά στο Fame του Alan Parker, να βλέπουν στο σινεμά τις ταινίες του Κόπολα με τον Ματ Ντίλον και τον Μίκι Ρουρκ, και να λένε ότι τους αρέσει το art direction του Ferdinando Scarfiotti στο American Gigolo. Είναι κυρίως όμως τα συναισθήματα του post punk που αισθάνομαι ότι ορίζουν καλύτερα την αρχή του 80, αγχωμένα και μελαγχολικά σαν τους Joy Division. O Simon Reynolds που έχει γράψει ένα βιβλίο για το φαινόμενο της ανακύκλώσης της ποπ κουλτούρας και το έχει ονομάσει Retromania, θεωρεί το post punk ένα από τα τελευταία πραγματικά καινούργια μουσικά κινήματα. Το βιβλίο είναι μια καταγραφή όλων των εκφάνσεων του ρετρό και αν θα μπορούσε κάποιος να βγάλει ένα συμπέρασμα – υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα σημεία σε αυτά που γράφει – είναι ότι η ποπ οφείλει να είναι πρωτότυπη, ότι τώρα βρίσκεται σε καλλιτεχνικό αδιέξοδο και δεν παράγει νέα μουσική, και αυτό θα γίνει αν καταφεύγει λιγότερο στο αρχείο του παρελθόντος που λόγω του ίντερνετ είναι τόσο εύκολα προσβάσιμο. Οι καλλιτέχνες που αναδεικνύονται από αυτούς τους χιπ θύλακες στις παγκόσμιες πόλεις έχουν τις ίδιες αναφορές με αυτούς που τους ακούνε, μένουν στις ίδιες γειτονιές με τα ίδια νοίκια. Βρίσκονται όλοι αυτοί, η γενιά που γεννήθηκε μέσα του 70 μέχρι μέσα του 80, πάνω κάτω στην ίδια κοινωνική θέση και ο μόνος τρόπος για να συμμετέχουν στο παιχνίδι της κοινωνικής διάκρισης είναι αυτές οι επιλογές. Η διεθνής ύφεση επιτείνει τον τρόπο που λειτουργεί το φαινόμενο λέει ο Greif: “επειδή μεσούσης της οικονομικής κρίσης ο μέσος απόφοιτος είτε είναι άνεργος είτε υποαπασχολείται, αποζημιώνει τον εαυτό του με την ανωτερότητα του προωθημένου, εκλεκτικού γούστου».

Οι κουβέντες της παρέας μου όταν τραβήξουν περισσότερο μέσα στο βράδυ από ό,τι συνήθως, καταλήγουν σε ιστορίες της ζωής μας πριν την κρίση. Υπάρχει ένας τρόπος που αναφερόμαστε στα χρόνια που μπορούσαμε να ζούμε άνετα δουλεύοντας, που αφήνει πολύ λίγη από την στενοχώρια να περάσει μαζί με την νοσταλγία. Τον κοροϊδεύουμε και λίγο αυτόν τον παλιό τρόπο ζωής, όσο γίνεται. Σύμφωνα με τους ορισμούς της η νοσταλγία δείχνει την επιθυμία του ατόμου να αποκτήσει έλεγχο στην ζωή του σε περιόδους ανασφάλειας. Η νοσταλγία μπορεί να είναι ιδιωτική και συλλογική, να είναι μια καθαρά προσωπική διαδικασία ή να είναι ένα πολιτιστικό φαινόμενο και μπορούμε να νιώθουμε νοσταλγικά ακόμα και για εποχές που δεν έχουμε ζήσει. Είναι επίσης ένας τρόπος με τον οποίο κατασκευάζουμε, διατηρούμε και αν χρειαστεί ανασυνθέτουμε την ταυτότητά μας. Τα διαβάζω όλα αυτά σε ένα βιβλίο με τον τίτλο Nostalgia: Sanctuary of Meaning και εκεί επίσης αναφέρεται και το είδος της νοσταλγίας που χαρακτηρίζει τις εθνικιστικές αναβιώσεις. Εκφράζεται μέσα από την επιστροφή σε εθνικούς μύθους και σύμβολα και περιστασιακά την ανταλλαγή θεωριών συνωμοσίας. Είναι και αυτή η δική μας περίπτωση τον τελευταίο καιρό. Δοκιμάζουμε όλα τα είδη νοσταλγίας σε αυτή τη χώρα. Ο καθένας μας επιδιώκει τον δικό του νόστο, την προσωπική του επιστροφή σε ένα σπίτι, εκεί που νιώθει ασφαλής, και όλοι έχουμε έρθει από διαφορετικά. Στο δικό μου κάπου έχει κάτι πορτοκαλί φλοκάτες και μια μεγάλη παιδική μου φωτογραφία.

* Ο Mark Greif είναι ο συγγραφέας του What Was the Hipster?: A Sociological Investigation και του Bluescreen