Του τηλεφώνησα ένα πρωί στις Βρυξέλλες. Είχε πάει να επισκεφθεί την κόρη του, η οποία μένει μόνιμα εκτός Ελλάδος. Όπως και ο γιος του, ο οποίος ζει στο Παρίσι, είναι μοντέρ και συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά. «Τα παιδιά μου είναι η μεγάλη μου ευτυχία. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ζουν στο εξωτερικό» έλεγε ο Φώτος Λαμπρινός, που προτιμά να πηγαίνει αυτός σε εκείνα, κι όχι εκείνα σ’ αυτόν. Άλλωστε, ως στοργικός πατέρας, τους είχε πει ένα και μόνο πράγμα: «Αν είναι να γυρίσετε πίσω θα περάσετε πάνω απ’ το πτώμα μου». Έχοντας δει πολλά και διά γυμνού οφθαλμού και πίσω από τον κινηματογραφικό φακό του, είναι πια βέβαιος ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να αλλάξει, τουλάχιστον όχι προς το καλύτερο. Η πικρή αυτή διαπίστωση όμως, μπολιάζεται με πολύ δυνατές δόσεις χιούμορ. Υπό τον τίτλο «Χούντα είναι. Θα περάσει;» η πολύ ενδιαφέρουσα σειρά ντοκυμαντέρ που υπογράφει και προβάλλεται από τη ΝΕΤ κάθε Τρίτη βράδυ, μας θυμίζει την κακή συνήθεια της ιστορίας να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά.

Φόβος, Ανοχή, Βόλεμα

«Το να λέμε ότι έχουμε και πάλι χούντα είναι μία εκλαϊκευμένη, χυδαία και επικίνδυνη άποψη. Η αλήθεια είναι όμως ότι ο τρόπος με τον οποίο η ελληνική κοινωνία αντιμετώπισε τη Χούντα μας έφτασε στο σημείο μηδέν που βρισκόμαστε σήμερα: η πρώτη αντίδραση των Ελλήνων στο πραξικόπημα ήταν όπως είναι λογικό, ο φόβος. Όλοι κλείστηκαν στο καβούκι τους. Ύστερα από έναν χρόνο, ο φόβος έγινε ανοχή. Όλοι ανέχονταν, χωρίς να μάχονται. Και η τρίτη και πιο επικίνδυνη φάση, ήταν το βόλεμα. Γιατί πολύ απλά, η Χούντα έδωσε αρκετές παροχές στο λαό. Χάρισε τα αγροτικά χρέη, κάνοντας τους αγρότες που ως τότε ήταν εξαρτημένοι από δάνεια της αγροτικής τράπεζας, πολύ ευχαριστημένους. Έπειτα έδωσε ανεξέλεγκτες δυνατότητες στην ανάπτυξη του τουρισμού. Κάθε κοτέτσι σε νησί έγινε room to let, χτίστηκαν σ’ όλες τις παραλίες της χώρας ξενοδοχεία. Στην Κρήτη, που είναι και η πιο χαρακτηριστική περίπτωση καταπάτησης του πλούτου, κυκλοφορούσε κι ένα ανέκδοτο, εμπνευσμένο από την ταινία του Παναγιωτόπουλου «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας». Μιας και στην παραθαλάσσια περιοχή του Ηρακλείου Λιβάδα υπήρχε οργασμός ξενοδοχείων, οι ιδιοκτήτες της γης είχαν πλέον το χαϊδευτικό «Τεμπέληδες της εύφορης Λιβάδας». Και τέλος, δόθηκαν θεόρατες διαστάσεις στην οικοδομή. Το σκεπτικό ήταν «Χτίστε ό,τι θέλετε, όπου θέλετε». Ως τότε, το ανώτατο ύψος των κτιρίων δεν έπρεπε να ξεπερνά τα 35 Μέτρα. Με τον Πύργο των Αθηνών που εγκαινιάστηκε το ’72, αυτό το όριο καταστρατηγήθηκε και η Αθήνα έγινε τσιμεντούπολη. Μέσα από αυτές τις τρεις βασικές δραστηριότητες αυξήθηκε πάρα πολύ το εισόδημα και ο κόσμος γλυκάθηκε, βολεύτηκε» τονίζει ο σκηνοθέτης.

Πώς φτάσαμε στα Καγιέν και στα σκυλάδικα

Τότε μπήκε και το σαράκι του καταναλωτισμού: «αν δεις πλάνα της Πανεπιστημίου από το 1973, είναι πηγμένη στα αυτοκίνητα. Το αυτοκίνητο έγινε συνώνυμο της κοινωνικής καταξίωσης και κάπως έτσι φτάσαμε σήμερα στα Καγιέν. Τότε ουσιαστικά αρχίζει η μεγάλη σπατάλη των χρημάτων με τα αμέτρητα σκυλάδικα και το σπάσιμο των πιάτων. Αυτή η συμπεριφορά εδραιώθηκε τότε και συνεχίστηκε ως σήμερα».

Ο τίτλος του πρώτου επεισοδίου ήταν «Tha ti sfakso!!!». Διότι, πολύ απλά, αυτή η φράση έφτανε στα αυτιά του τότε αστυνομικού διευθυντή τον Μάρτιο του ’67, όταν άκουγε τον Μικ Τζάγκερ να τραγουδάει το «Satisfaction». Κάτι το άγχος ότι εκείνη τη βραδιά ο Μικ κάποια θα έσφαζε, κάτι ο μάνατζερ των Rolling Stones που έριχνε κόκκινα γαρύφαλλα στο ελληνικό κοινό και η συναυλία διακόπηκε. Το ντοκυμαντέρ κάνει λόγο και για μία άλλη συναυλία, εκείνη που έδωσε ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Μάνος Λοϊζος στις 19 Απριλίου του ’67. Στο τέλος της, ο Σαββόπουλος λέει με χαρά στο κοινό: «λόγω της μεγάλης της επιτυχίας, η συναυλία θα επαναληφθεί στις 21 Απριλίου». Και όντως επαναλήφθηκε, αλλά με κάπως αλλαγμένο ρεπερτόριο λόγω της ατυχούς συγκυρίας.

Ο Μαστοράκης-ανακριτής

Ο Νίκος Μαστοράκης δεν λείπει από το ντοκυμαντέρ, ούτε και οι ερωτήσεις-τρικλοποδιές που έθεσε κατά τη διάρκεια δήθεν ανοιχτής και πολιτισμένης τηλεοπτικής συζήτησης με φοιτητές, αναζητώντας τί πραγματικά συνέβη εκείνο το βράδυ στο Πολυτεχνείο. Όμως το όνομά του δεν αναφέρεται στο επεισόδιο. Έχει αντικατασταθεί από το εξίσου ταιριαστό «ο δημοσιογράφος-ανακριτής». «Ήταν συνειδητή μου απόφαση να μην ακουστεί το όνομά του Μαστοράκη, αφού το μοντέλο του τηλε-εισαγγελέα είναι διαχρονικό. Θυμίζει Ευαγγελάτο και πολλούς πολλούς ακόμη που μεσουράνησαν και μεσουρανούν στην τηλεόραση. Και να σκεφτεί κανείς ότι μετά όλο αυτό ξεχάστηκε και ο Μαστοράκης έγινε πρώτη φίρμα στον ΑΝΤ1, συνέχισε ακάθεκτος ως διασκεδαστής. Κάποιοι μιλούν για «βρώμικο ’89» επειδή ο Ανδρέας Παπανδρέου προοριζόταν για τη φυλακή, όπως συμβαίνει τώρα με τον Άκη Τσοχατζόπουλο. Για μένα το ’89 ήταν βρώμικο γιατί τότε ξεκίνησε η ιδιωτική τηλεόραση. Κι από κει μέσα ξεπήδησαν όλοι οι φωστήρες της σόουμπιζ, με πρώτο και καλύτερο τον Μαστοράκη, αλλά ακολούθησαν κι άλλοι που προέρχονταν από το ραδιόφωνο και ήταν «μαθητές» του. Τότε εδραιώθηκε η κακογουστιά σ’ όλο της το μεγαλείο. Και όλο αυτό συνεχίζεται ως σήμερα. Ο Άδωνις Γεωργιάδης έγινε πρώτη φίρμα μέσα από τα talk shows. Που μόνο ν’ ανοίξει το στόμα του,όχι να κλείσεις τη τηλεόραση, να την σπάσεις θέλεις».

Ο χρόνος αφήγησης στο ντοκυμαντέρ είναι επίτηδες ενεστωτικός, «για να φέρνει τα γεγονότα κοντά μας και να αποφευχθεί η διάσταση του ρετρό». Και ούτως ή άλλως, όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης, δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τότε: «η νοοτροπία είναι το μακροβιότερο κοινωνικό φαινόμενο. Τα κόμματα έχουν ημερομηνία λήξης, η νοοτροπία που τα γεννά και τα κινεί, όχι. Ή τουλάχιστον, για να αλλάξει η νοοτροπία των τελευταίων σαράντα χρόνων, θα χρειαστεί να περάσουν άλλα τόσα. Ποιος Έλληνας μπορεί να ξεφύγει από το όνειρο μιας θέσης στο Δημόσιο; Αν και βέβαια τώρα το όνειρο είναι μια θέση στο Ταμείο Ανεργίας».

Του κιτς η Βάνα

Υπάρχουν και πολλά πλάνα από γιορτές, επετείους, γλέντια, ό,τι τέλος πάντων διασκέδαζε το τότε καθεστώς. Ένα επεισόδιο φέρει τον τίτλο «Του κιτς η μάνα» και παρουσιάζει μεταξύ πολλών άλλων και τις κιτσάτες αναπαραστάσεις που πραγματοποιούνταν σε διάφορα σημεία της Ελλάδας για να τιμήσουν την επανάσταση του 1821 και να προσφέρουν ένα ευφάνταστο θέαμα στους χουντικούς: ηθοποιοί και κομπάρσοι φορούσαν κακοβαλμένα μπαμπάκια αντί για γένια σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ενσαρκώσουν τον Κολοκοτρώνη και τους λοιπούς ήρωες. Δημοτικά τραγούδια που επαινούσαν τον Παπαδόπουλο ακούγονταν και «όλος αυτός ο κλαυσίγελως δεν φαντάζει πολύ μακριά από σήμερα, αν σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και η Βάνα Μπάρμπα κατεβαίνει για βουλευτής. Το ίδιο κιτς είναι και το ένα και το άλλο». Κάτι που θα ενδιέφερε το κόμμα του ΛΑ.Ο.Σ με το οποίο η Βάνα κατεβαίνει, είναι ότι και τα πολιτικά συνθήματα αποδεικνύονται διαχρονικά: «υπάρχει μία σκηνή κατά την οποία ο Παπαδόπουλος, έχοντας πάει στο Μεσολόγγι, διαβεβαιώνει τον κόσμο που είχε μαζευτεί ότι «θα βαδίζουμε μαζί Χέρι-Χέρι!». Όχι ότι το πολιτικό μας σύστημα είναι η Χούντα, όποιος λέει κάτι τέτοιο κάνει λαϊκισμό του αισχιστου είδους. Αλλά η ζωή κάνει κύκλους και η ιστορία πολύ συχνά βραχυκυκλώνεται».

Τί θα γίνει στις εκλογές;

Όσο για τις επικείμενες εκλογές που ήδη έχουν ονομαστεί «οι κρισιμότερες μετά τη Μεταπολίτευση»: «κρίσιμες βαπτίζουν τις εκλογές αυτοί που θέλουν να ψηφίσουμε αυτούς που μας κατέστρεψαν. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι αυτές οι εκλογές θα αποτελέσουν ένα αληθινό γκάλοπ για το τί έχει στο κεφάλι του ο κόσμος, αφού ειδικά αυτή τη φορά, οι ειδικοί των δημοσκοπήσεων σηκώνουν τα χέρια ψηλά». Προβλέπει μία πανσπερμία οκτώ-εννιά κομμάτων στη Βουλή και «πολύ φοβάμαι ότι θα μπει και η Χρυσή Αυγή. Ελπίζω να μην ζήσουμε να δούμε φασιστικό χαιρετισμό μέσα στο Κοινοβούλιο».