Μια φορά κι έναν καιρό, τεσσαράκοντα και έξι χρόνια πριν, ένας 20χρονος με ολίγον τι αστεία φάτσα που αυτοπροσδιοριζόταν ως ο «τελευταίος των βρετανών μενεστρέλων» εγκατέλειπε άρον-άρον το κραταιό Ηνωμένο Βασίλειο της, εκ του Οίκου των Ουίνδσορ, Ελισάβετ της Β’ για να καταλήξει, μεσούντος του Αυγούστου, σε εκείνο, το ανίσχυρο πλην ευλογημένο σε φως, νερό και χώμα βασίλειο του Οίκου των Γκλύξμπουργκ. Αυτό ακριβώς δηλαδή όπου στον θρόνο καθόταν ο διάδοχος του Παύλου του Α’, ο Κωνσταντίνος ο Β’, αλλά κουμάντο, όπως πάντα άλλωστε, έκανε η κατοχυρωμένη ως βασιλομήτωρ πλέον, Φρειδερίκη από το Αννόβερο και του οποίου η πτώση είχε ήδη αρχίσει να προδιαγράφεται καθώς είχε προτιμήσει τότε να ασχοληθεί με την αναχαίτιση τόσο των, και ως… ούφο διασήμων, Αγνώστου Ταυτότητος Ιπτάμενων Αντικειμένων που εισέβαλαν στον εναέριο χώρο του από Ιόνιου πλευρά, όσο και των «ψυχαδελικών», των «νεαρών τοξικομανών με όψιν Μπητλς» σύμφωνα με την εφημερίδα «Ακρόπολις», που πλαγιοκοπούσαν τα κατά τόπους τελωνεία του, παρά με την ολοένα αυξανόμενη λαϊκή δυσφορία στο εσωτερικό εξ’ αιτίας, μεταξύ πολλών άλλων, της κωμικοτραγικής υπόθεσης Ασπίδα και της, υπό τον Στέφανο Στεφανόπουλο, τρίτης και φαρμακερής κυβέρνησης των αποστατών.

Αρον-άρον λοιπόν διότι ο Ντόνοβαν Φίλιπ Λιτς, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, έφαγε, καπάκι από την χυλόπιτα της Λίντα Λόρενς, και μια πετριά στο δόξα πατρί: η πολλά υποσχόμενη καριέρα του, που είχε πάρει φόρα την προηγούμενη χρονιά με έναν μεγάλο – «What’s Bin Did And What’s Bin Hid» – και δύο μικρούς – «Catch The Wind», «Colours» – δίσκους στις πρώτες πέντε θέσεις των καταλόγων με τους ευπώλητους της πατρίδας του, έδειχνε να φτάνει άδικα στο τέλος της καθώς δυο περιπτώσεις που την επηρέαζαν άμεσα – το μπαγλάρωμα για λίγο χορταράκι και η βεντέτα ανάμεσα τις δισκογραφικές ετικέτες Pye και Epic που εκμεταλλεύονταν τα τραγούδια του από την δεξιά και την αριστερή αντίστοιχα όχθη του Ατλαντικού – διεκπεραιώνονταν από ειδικά δικαστήρια σε απελπιστικά αργούς ρυθμούς. Πολύ κρίμα, μιας και τα, ήδη έτοιμα από τον προηγούμενο Μάιο, ψυχεδελικά παραμύθια του «Sunshine Superman» όχι μόνον θα τον απήλλασσαν μια και καλή από την ρετσινιά της βρετανικής απάντησης στον Μπομπ Ντίλαν αλλά και θα προφήτευαν πολλά από τα σπουδαία που θα έπονταν αντί να κάθονται και να περιμένουν βασανιστικά το χτύπημα της πρέσας.

{{{ moto }}}

Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν ήταν η Ανίτα, η σύζυγος του τότε μάνατζέρ του Ασλι Κότζακ με το πατρικό σπίτι στην Αθήνα, ή ο ίδιος ο, συνομιλητής του επιτέλους, κύριος Ζίμερμαν, ο οποίος, πριν δύο καλοκαίρια, είχε περάσει μια βδομάδα και κάτι χαζεύοντας πότε τον καταγάλανο αττικό ουρανό και πότε την συννεφιασμένη ομορφιά της Νίκο, που έκανε τον Ντόνοβαν να πιστέψει ότι ο 20ος αιώνας δεν είχε μπει ακόμα στην ψωροκώσταινα… Παρά το γεγονός όμως ότι οι ιθαγενείς πρωτευουσιάνοι προσέγγιζαν τη βαριά μα πολύ μακρινή πολιτιστική κληρονομιά τους εκ διαμέτρου αντίθετα από τους βαρβάρους που, με το αζημίωτο φυσικά, είχαν αρχίσει ήδη να επελαύνουν, η Αθήνα τελικά δεν ήταν και τόσο πίσω. Τα μάλα απογοητευμένος λοιπόν ο τροβαδούρος κατέβηκε κάτω στον Πειραιά στο λιμάνι και μετά τού, κατά δύο μήνες μικρότερου και γνωστού ως Τζίψι Ντέιβ στο μουσικό κύκλωμα, Ντέιβιντ Τζον Μιλς – «αυτοκόλλητοι» από την εποχή που, 16άρικα παιδαρέλια ακόμα, περιφέρονταν μόνα τους ανά τας Ευρώπας τραγουδώντας σε όσους είχαν την διάθεση να σταθούν αντίκρυ τους – μπάρκαραν στον πρώτο σκυλοπνίχτη που βρήκαν μπροστά τους και, με… τσιμινιέρα την ελπίδα, τράβηξαν προς το άγνωστο.

Μισή περίπου ημέρα αργότερα αποφάσισαν, άγνωστο πώς, να αποβιβαστούν στο λιμάνι της Καρδιάς, στην Παροικιά της Πάρου. Και με ένα μάτσο ρούχα, μία κιθάρα, ένα φορητό… πικαποκασσετόφωνο – το πλέον πρόσφατο τότε επίτευγμα του γιαπωνέζικου τεχνολογικού δαιμόνιου – και τρία λονγκ πλέι – εκείνην ακριβώς την δοκιμαστική κόπια του «Sunshine Superman» που μάταια ο παραγωγός Μίκι Μοστ συμβούλευε τον Ντόνοβαν να μην παίξει για κανένα λόγο στον Πολ Μακ Κάρτνεϊ, το άρτι κυκλοφορηθέν «Revolver» των τεσσάρων καλών του φίλων και ένα με μισή ντουζίνα Καναδούς πού απήγγγειλλαν τα ποιήματά τους με προεξάρχοντα κάποιον… Λέοναρτ Κόεν, μια ακόμα εύθραυστη ψυχούλα που είχε ήδη βρει αποκούμπι σε ένα άλλο ελληνικό νησάκι, την Υδρα – στον ώμο, χάθηκαν στα μονοπάτια των γαϊδουριών μέχρι που βγήκαν σε ένα χωριουδάκι που συνδύαζε βουνό και θάλασσα.

Αφού βολεύτηκαν λοιπόν σε μια παράγκα, όπου το ακριβότερο αξεσουάρ ήταν μία λάμπα θυέλλης, βάλθηκαν να το παίξουν Ζορμπάς ο τσιγγάνος και Μπάζιλ ο βάρδος: λούζονταν στον ήλιο, πλένονταν στην αρμύρα, σκουπίζονταν στην άμμο, τρέφονταν με ψωμί, ντομάτες και φέτα, ξεδίψαγαν με κρασί, έστηναν παιάνες από τους οποίους οι τιτλοφορημένοι ως «Writer In The Sun» και «There Is A Mountain» τυπώθηκαν αργότερα σε βινύλιο, ξεκαρδίζονταν με τον Αρχίλοχο, μάθαιναν να λαξεύουν την τοπική λίθο, έκαναν τα γλυκά μάτια σε οτιδήποτε γένους θηλυκού τύχαινε στο διάβα τους και ξέδιναν χορεύοντας· εν ολίγοις ζούσαν μαγικά και ονειρεμένα…

Εως ότου μίαν ωραίαν πρωΐαν, μαζί με την αυγή και την δροσούλα, μπήκε στο κοντινό τους ταβερνάκι και ο Κότζακ· μέσω, φυσικά, της μοναδικής τηλεφωνικής γραμμής που έφτανε στην περιοχή:

– «Πού έχεις εξαφανιστεί, βρε αθεόφοβε;»

– «Στην Ατλαντίδα!»

– «Κεφάκια, ακούω… Αλήθεια, πού έχω πάρει;»

– «Στον όρμο του Μισο…»

– «Μα καλά, τίποτα…»

– «… φέγγαρου!»

– «…δεν έχεις πάρει χαμπάρι;»

– «Oχι … Ακόμα και οι εφημερίδες φτάνουν εδώ κατακίτρινες και παραγινωμένες … Συμβαίνει κάτι;»

– «Αν το κάτι για σένα είναι ένα σαρανταπεντάρι με το”Sunshine Superman” στην κορυφή του αμερικάνικου τσάρτ και το δικαίωμα να κυκλοφορείς ακόμα και το συνάχι σου σε δίσκο, αν θες, τότε ναι, κάτι έχει συμβεί, αγαπητέ!»

– «Μα τι…»

– «Ασε τα μα και τα τι και πήδα στο πρώτο πλοίο που πάει για Πειραιά. Και μόλις φτάσεις, άρπαξε ένα ταξί και κατευθείαν στο αεροδρόμιο, στο γκισέ της Ολυμπιακής, όπου είναι κρατημένα δύο εισιτήρια πρώτης θέσης, για σένα και τον μουρλό τον Ντέιβ. Βιάσου μάγκα μου γιατί, επιτέλους, τώρα γυρνάει … Θα σε δω στο Λονδίνο!»

Παρά το γεγονός όμως ότι είχε, εν αγνοία του, ένα τραγούδι στο Νο 1 των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Ντόνοβαν δεν είχε παρά τρύπες στις τσέπες, ο δε Ντέιβ κάτι τις περισσότερο από το τίποτα. Το να φύγουν λοιπόν με το επόμενο δρομολόγιο φάνταζε τουλάχιστον αδύνατον… Καθώς όμως, όπως υποστήριζαν και οι αρχαίοι πρόγονοι των ντόπιων, ανάγκα και Θεοί πείθονται, κατέληξαν να δώσουν κοψοχρονιά στον Κώστα τον εστιάτορα το ηχοσύστημα και τα τρία άλμπουμς με αντάλλαγμα τα ακτοπλοϊκά έξοδα και, ως έξτρα μπόνους, κάμποσα καραφάκια ούζο…

Ολα τα παραπάνω προφανώς και θα πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό του Ντόνοβαν το περασμένο Σάββατόβραδο, 14 τρέχοντος, κατά την διάρκεια της τελετής ένταξής του, με 16 ακόμα ονόματα, στο πάνθεον του Rock & Roll Hall Of Fame για το 2012. Συν κάμποσα ακόμα που μπορεί και να αποσυντόνισαν ένα κάποιο μικρό, τόσο δα, δάκρυ. Αυτό όμως είναι ένα εντελώς διαφορετικό παραμύθι για κάποια άλλη φορά …

* Ο Νίκος Πετρουλάκης αγοράζει, ακούει και παίζει δίσκους. Κάθε τρίτη εβδομάδα του μήνα όμως, διηγείται και δυο-τρία πράγματα που γνωρίζει γι’ αυτούς και εκείνους που τους φτιάχνουν…