Τα χέρια που κρέμονται από τα παράθυρα των αυτοκινήτων δηλώνουν την παραίτηση την οποία φέρνει η αναμονή. Και η ζέστη μέσα στο αυτοκίνητο κάνει την αναμονή ακόμη πιο «βασανιστική». Σε γενικές γραμμές, όμως, οι οδηγοί δεν διαμαρτύρονται, με μοναδική εξαίρεση στην στωικότητά τους κάποια κορναρίσματα πού και πού. Την προηγούμενη Κυριακή, την πρώτη δεύτερη στη σειρά ανοιξιάτικη ημέρα της χρονιάς, όποιος οδηγούσε στη Φιλελλήνων και έκανε το λάθος να στρίψει στη Μητροπόλεως θα καθυστερούσε την αστική εξόρμησή του, εγκλωβισμένος στο μποτιλιάρισμα (το οποίο και ο ίδιος δημιουργούσε), κατά περίπου σαράντα λεπτά. Και όμως, όλο αυτό δεν ήταν καθόλου εκνευριστικό.

Αντιθέτως, μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι, επιτέλους, όλα λειτουργούν «κανονικά» σε αυτή την πόλη: Εχει αναθεματισμένη κίνηση, ο καιρός είναι και πάλι με το μέρος μας, οι Αθηναίοι έχουν βγει περιχαρείς (σαν Σκανδιναβοί του Νότου που ποτέ δεν έγιναν) για να φωτοσυνθέσουν, η επιδρομή στα café και τα (τουριστικά) ταβερνάκια της Πλάκας και του Μοναστηρακίου είναι μαζική και τα στενά πεζοδρόμια της Αθήνας αποδεικνύονται αρκετά φαρδιά ώστε να φιλοξενούν και τους διερχόμενους οικογενειάρχες, με ένα μωρό στην αγκαλιά και ένα άλλο στο καρότσι, και τους χαρωπούς τουρίστες, και τα αγκαλιασμένα νεαρά ζευγάρια, και τις φοιτητικές παρέες, και, και, και. «Κοίτα, Νικόλα, επειδή εδώ δεν είναι πλατεία Χαλανδρίου, και δεν ξέρεις τι γίνεται, αν θέλεις να παίξεις, θα φροντίσεις να είσαι εδώ μπροστά, να σε βλέπω καλά» έλεγε μια μητέρα στον γιο της κουμπώνοντάς του το μπουφάν. Και κάπως έτσι, του έσφιγγε τα χαλινάρια της υπερπροστασίας, διότι πραγματικά το μόνο που συνέβαινε «εδώ», δηλαδή στην πλατεία Κοτζιά, ήταν η επαναφορά της άλλοτε «κανονικής» Αθήνας: Αλλά μάλλον η κυριακάτικη ραστώνη, με γεύση freddo cappuccino, είναι μια «κανονικότητα» που (αισθανόμαστε πως) ανήκει στο παρελθόν – όσο τη νοσταλγούμε τόσο μας ξενίζει.

Λίγο αργότερα, βέβαια, στην οδό Σταδίου (έχοντας ξεκινήσει από την πλατεία της Ομόνοιας και ανηφορίζοντας με κατεύθυνση προς το Σύνταγμα) περπατούσα στην πιο σκοτεινή, αλλά πάλι «κανονική», Αθήνα: Λίγα αυτοκίνητα, ησυχία που δεν σε γαληνεύει αλλά σε καταθλίβει, μεγάλα πεζοδρόμια μεν, ελάχιστοι πεζοί δε, και στάσεις λεωφορείων, ανά διαστήματα γεμάτες αποκλειστικά από άκεφους ηλικιωμένους και κουρασμένους μετανάστες. Στο ύψος της πλατείας Κοραή, κάποιος άστεγος έψαχνε στα σκουπίδια, φαγητό δεν βρήκε, αλλά εμφιαλωμένο νερό βρήκε, και απλώς ξέπλυνε τα χέρια του. Η εικόνα του συνοψίζει την «κανονικότητα» που ζούμε επί του παρόντος: Η «ντεκαντάνς» πλευρά της πόλης που καθρεφτίζει τη δεινή κατάσταση της χώρας – όσο τη συνηθίζουμε τόσο μας πληγώνει.

Στρίβοντας στην οδό Βουκουρεστίου, ο δρόμος ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα – κυριολεκτικά. Τα βήματά μου, πάνω στα απομεινάρια ενδεχομένως κάποιων εγκαινίων, με οδήγησαν γρήγορα στην επίσης «κανονική» πλατεία Κολωνακίου και στη συνέχεια στον πεζόδρομο της οδού Μηλιώνη. Εκεί όπου, όπως επιτάσσει η Κυριακή, σχεδόν όλοι οι διερχόμενοι είναι (πάρα πολύ) επιμελώς ατημέλητοι και μια χαριτωμένη κοινωνικότητα ενώνει τα πλήθη στις ασφυκτικά γεμάτες καφετέριες, όπου πολύ όμορφα κορίτσια σερβίρουν, μεταξύ άλλων, Sprite προς τέσσερα ευρώ. Αυτή η «κανονικότητα» διχάζει: άλλοι τη συντηρούν, άλλοι λατρεύουν να τη μισούν και άλλοι νομίζουν ότι έχει εκλείψει έως ότου η ύπαρξή της τους εκπλήξει.