Η ιδέα φαινόταν ενδιαφέρουσα: πέντε ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν μπροστά σε κοινό. Ούτως ή άλλως, δεν είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε μαγευτεί με τα σενάρια των τηλεοπτικών σίριαλ, οπότε στο άκουσμα μιας εκπομπής με τίτλο «Κάψε το σενάριο», κάτι σκίρτησε μέσα μας. Η χαρά όμως πάγωσε από το πρώτο κιόλας επεισόδιο και το δεύτερο ήρθε απλά να επιβεβαιώσει πόσο χαμένη ευκαιρία αποδείχτηκε αυτό το φιλόδοξο concept του Mega.

Κεντρικό πρόσωπο ο Λάμπρος Φισφής, ο οποίος στο βιογραφικό του μεταξύ άλλων έχει και το ότι είναι stand-up comedian. Δεν γνωρίζουμε αν σε κάποια θεατρική σκηνή θα μπορούσε να διαπρέψει, πάντως η τηλεόραση δεν τον ευνοεί καθόλου. Κατεψυγμένα αστεία του τύπου «σήμερα θα σας μιλήσω για τα δύο καλύτερα πράγματα στον κόσμο. Τον φραπέ και τη φέτα. Ο φραπέ είναι τέλειος, γιατί έχει την τάση να αναπαράγεται. Όταν τελειώνει, από το κατακάθι του μπορεί να βγει κι άλλος. Ουσιαστικά προσθέτεις νερό κι έχεις άλλον ένα. Γιατί νομίζετε ότι λέγεται φραπεδιά; Είναι δέντρο. Όπως η βελανιδιά, κτλ». Και το μαρτύριο συνεχίζεται: «Η φέτα είναι ένα τυρί γαμάτο! Γι’ αυτό και όταν κάποιος είναι γυμνασμένος, του λέμε «πωπω, είσαι φέτες!». Δεν του λες «πωπω είσαι κασέρι, ή μετσοβόνε»». Το αξιοθαύμαστο σε όλο αυτό κι ενώ ήδη νιώσεις να σου έχει μουδιάσει ο εγκέφαλος, είναι ότι το κοινό χαχάνιζε. Ίσως βέβαια απλά να ήταν χαρούμενο επειδή μπήκε στον κόπο να βγει απ’ το σπίτι και να μπει σε ένα τηλεοπτικό στούντιο. Όπως όταν πηγαίνεις σε μία παράσταση που πλήρωσες για να δεις αλλά δεν σου άρεσε και για να μην κλάψεις τα λεφτά σου, λες με μισοκακόμοιρο ύφος «εεε, είχε κάποια καλά στοιχεία, δεν ήταν και άσχημη», κτλ. Ποιος ξέρει;

Εκτός από τα αμήχανα stand-up comedy, υπάρχουν και διάφορα άλλα παιχνίδια αυτοσχεδιασμού, προκειμένου να δικαιολογηθεί ο τίτλος της εκπομπής. Όπως όταν δύο ηθοποιοί σηκώνουν ισάριθμα άτομα από το κοινό, ο Φισφής τους αναθέτει μία συγκεκριμένη συνθήκη, π.χ «θα κάνετε ότι είστε ζευγάρι και τσακώνεστε» και όταν θα σταματούν να μιλούν, οι δύο θεατές θα πρέπει να πετούν μια λέξη για να συμπληρώνουν τη φράση τους και θεωρητικά να βγει γέλιο από τα άσχετα που θα λένε. Ούτε και σ’ αυτήν την περίπτωση ξεκαρδίζεσαι. Ακολουθούν και διάφορα εμπνευσμένα (;) τραγούδια για το facebook, την ανεργία, τις σχέσεις, θέματα που αφορούν τους πάντες και θα μπορούσαν να κάνουν χιτ, αν οι στίχοι δεν ήταν τόσο γλυκανάλατα ακαταλαβίστικοι. Η Ιωάννα Τριανταφυλλίδου και ο Δημήτρης Μακαλιάς που ανήκουν στην ομάδα είναι πολύ ταλαντούχοι ηθοποιοί και κάνουν ό,τι μπορούν για να παραμείνουν αξιοπρεπείς, όταν όμως ούτε σενάριο υπάρχει, ούτε μία γερή βάση για να δικαιολογήσει την έλλειψή του, δεν μπορούν να γίνουν θαυματοποιοί.

Οι δυο τους έπαιζαν πριν από δύο χρόνια μαζί με άλλους εξίσου αξιόλογους συναδέλφους τους (Θοδωρής Αντωνιάδης, Λευτέρης Ελευθερίου, Άνδρη Θεοδότου) στο σίριαλ του Mega «Η γενιά των 592 ευρώ» που επίσης υπέγραφε ο Λάμπρος Φισφής. Και πάλι το σκεπτικό ήταν πολύ καλό, η εκτέλεση όμως όχι. Διότι, όλοι είχαμε αρχικά ενθουσιαστεί με την ιδέα ότι θα υπήρχε ένα σίριαλ με νέους πρωταγωνιστές που θα υποδύονταν ανθρώπους στα πρόθυρα της ανεργίας και της πτώχευσης, η πλοκή όμως δεν ήταν καθόλου βγαλμένη απ’ τη ζωή. Ξεπερασμένα αμερικάνικα ευρήματα του τύπου όλοι οι ήρωες θέλουν να πάνε ταξίδι στη Χαβάη οπότε αγοράζουν όλες τις συσκευασίες δημητριακών που υπάρχουν στα ράφια του σούπερ μάρκετ για να πετύχουν το νικητήριο κουπόνι του διαγωνισμού ενώ στο προηγούμενο επεισόδιο κλαίγονταν ότι δεν έχουν λεφτά ούτε για τσιγάρα, κτλ, κτλ. Και γενικότερα, διάλογοι πλήρως αποκομμένοι από την ελληνική πραγματικότητα, ή καλύτερα, από την πραγματικότητα γενικότερα.

Το χειρότερο είναι ότι κάτι τέτοια τηλε-concepts γίνονται στο όνομα του πολύπαθου «νεανικού κοινού» της τηλεόρασης, ότι δηλαδή κάποιος πιστεύει ότι μ’ αυτά γελάνε τα πιτσιρίκια που είναι πλέον το αγαπημένο target group της διαφημιστικής πίτας. Σίγουρα, έχουμε όλοι παρόμοιες ιστορίες από το Δημοτικό, όταν περνάγαμε εξαίσια στα διαλείμματα με καλαμπούρια του τύπου «έχεις λαγό; -έχει ουρά;». Αυτό που παραμένει άγνωστο, είναι γιατί η τηλεόραση πρέπει να δώσει χώρο και χρόνο σε κάτι τέτοιο. Κι ύστερα όλο και περισσότεροι εν δυνάμει τηλεθεατές γυρίζουν την πλάτη στο καμένο σενάριο και κατεβάζουν καταπληκτικές αμερικανικές και βρετανικές σειρές. Με την τηλεόραση να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ως δοχείο ξενόφερτου υλικού, αφού το εγχώριο είναι χαμένο από χέρι.