Χαμηλά στη Σόλωνος, πίσω από την πλατεία Κάνιγγος, δύο γυναίκες, όχι μεγαλύτερες από 20 χρόνων, βρίσκονται στο πεζοδρόμιο. Για την ακρίβεια, κάνουν πεζοδρόμιο. Τις πλησιάζουμε. Συστηνόμαστε και τους λέμε ότι είμαστε δημοσιογράφοι. Δεν μας διώχνουν, δεν έχουν πρόβλημα να μιλήσουν για λίγο. Λένε ότι είναι από τη Σόφια, η μία 19 χρόνων και η άλλη 20 χρόνων. Εξι μήνες έχουν στην Ελλάδα και από την πρώτη τους νύχτα στην Αθήνα κάνουν αυτή τη δουλειά, πάντα στην ίδια πιάτσα, στο ίδιο πεζοδρόμιο. Τα ελληνικά που γνωρίζουν είναι τα απολύτως απαραίτητα, αλλά και η γλώσσα του σώματός τους δείχνει ότι αυτή η σύντομη κουβέντα δεν μπορεί να κρατήσει πολύ. «Εμείς θέλουμε να μιλήσουμε, αυτός όμως όχι, δεν μπορούμε» λέει η Σόνια. Ποιος είναι αυτός; «Αυτός που σας έφερε στην Ελλάδα;» ρωτάω. «Ναι, αυτός». «Είναι κάπου εδώ γύρω;». «Ναι, περνάει με το αυτοκίνητο» μου λέει. Η φίλη της δίπλα παραμένει σχεδόν αμίλητη, πιο φοβισμένη. Αυτή είναι η μέθοδος. Ο νταβατζής, ο σωματέμπορος, ο «αγαπητικός» – το ίδιο σημαίνουν όλα αυτά τα επίθετα στις πιάτσες – πηγαινοφέρνει τις κοπέλες, στη γλώσσα του το «εμπόρευμα», στο ίδιο σημείο, που το θεωρεί «δικό του» έναντι των ανταγωνιστών του. Κάθε τόσο τσεκάρει τις γυναίκες που ελέγχει, σταματά, τους μιλάει για λίγο, όπως θα τους μιλούσε και κάθε υποψήφιος πελάτης, και μαζεύει τις εισπράξεις. Λίγο μετά τις αφήνουμε, μας αποχαιρετούν με ένα αμήχανο, θλιμμένο μειδίαμα. Λίγα μέτρα πιο πάνω η Νανά περιμένει τον επόμενο πελάτη όρθια στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, για να «κόβει» λίγο το κρύο. Είναι Ελληνίδα και χρόνια στην πιάτσα. Δεν έχει νταβατζή ούτε τολμούν να την εκβιάσουν τα κυκλώματα. «Ας τολμήσει κάποιος μέσα στην ίδια μου τη χώρα… Το αστυνομικό τμήμα δυο βήματα είναι» μας λέει. «Τα κορίτσια πιο κάτω τα ελέγχει ένας Αλβανός» λέει, αλλά λίγο διστακτικά. Σε τακτά χρονικά διαστήματα το ίδιο αυτοκίνητο σταματά μπροστά μας, ο οδηγός μάς τσεκάρει και φεύγει. Και ξανά. «Αυτός είναι;» τη ρωτάω. «Τον ειδοποίησαν οι κοπέλες;». Δεν απαντά. «Παλιά ήταν διαφορετικά, υπήρχε ένας κώδικας σαν αυτόν που έχουν τα ζώα, σήμερα δεν υπάρχει τίποτα. Να προσέχετε εδώ που γυρνάτε» λέει και γυρνάει στη δουλειά της.

Για κάποιους η πορνεία είναι το αρχαιότερο επάγγελμα. Ας μιλήσουμε όμως για το παρόν. Σε παγκόσμιο επίπεδο κυκλώματα «trafficking» – ή «εμπορίας ανθρώπων» στην ελληνική γλώσσα, που μάλλον απέδωσε ορθότερα αυτό το φαινόμενο του σύγχρονου δουλεμπορίου – υπήρχαν πολύ πριν από την κατάρρευση των ανατολικοευρωπαϊκών καθεστώτων, που έδωσε εκρηκτικές διαστάσεις στο φαινόμενο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Προστέθηκε άλλο ένα δίκτυο στα ήδη υπάρχοντα, κοινό σημείο των οποίων είναι η φορά του βέλους της «μετακίνησης» των γυναικών, πάντα από φτωχές προς περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Από τη Νοτιοανατολική Ασία στην Αυστραλία, στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη, από τη Δυτική Αφρική σε Ευρώπη και ΗΠΑ, από τη Νότια στη Βόρεια Αμερική, από την Ανατολική στη Δυτική Ευρώπη. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 στους περιφερειακούς δρόμους πόλεων της Δυτικής Ευρώπης «εναποτέθηκαν» χιλιάδες γυναίκες από το πρώην ανατολικό μπλοκ και την Αφρική. Στην Αθήνα, παρ’ ότι ο συνολικός αριθμός των εκδιδόμενων γυναικών στον δρόμο είναι μικρότερος, η (παράνομη) πορνεία συνεχίζει, «παραδοσιακά», να εντοπίζεται στο κέντρο της πόλης, υποβοηθούμενη πλέον και από τη συνολική παρακμή του. Στις παλιές πιάτσες συνεχώς προστίθενται νέες και το φαινόμενο διαχέεται σε ολοένα μεγαλύτερο κομμάτι της πόλης. Οι περισσότερες από τις (αλλοδαπές) γυναίκες που κάνουν πορνεία στον δρόμο είναι θύματα trafficking, δεν έχουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και αποτελούν δυνάμει υγειονομικές «βόμβες», αφού επαφίεται σε αυτές να εξετάζονται ιατρικά. Αυτή είναι η βασικότερη, κρίσιμη διαφορά μεταξύ της πορνείας στον δρόμο και των οίκων ανοχής. Αυτή, και η ατμόσφαιρα.

Η Δήμητρα Κανελλοπούλου είναι πρόεδρος του Σωματείου Εκδιδόμενων Προσώπων, αντί «γυναικών», όπως πλέον ορίζει και ο νόμος. Πληθωρική, επικοινωνιακή προσωπικότητα, είναι από τις γυναίκες που διάλεξαν αυτό το επάγγελμα – για να εκτονώνουν την κοινωνικά εκρηκτική, καταπιεσμένη λίμπιντο, όπως θα έλεγε και ο Φρόιντ. Είναι ιδιοκτήτρια και μοναδική εργαζόμενη του «μπαρόκ» οίκου της, που στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό του 1902 επί της Αχαρνών. «Είχα και δύο ξένες κοπέλες, αλλά λόγω της κρίσης επέστρεψαν στη Γερμανία» λέει. «Ο χώρος αυτός είχε άδεια ως οίκος από το 1956. Το χαρτί έγραφε πάνω “Βασίλειο της Ελλάδος”. Και δεν έχουμε σήμερα… Ο νόμος είναι παράλογος». Τι ισχύει σήμερα; Μια γυναίκα μπορεί πολύ εύκολα να βγάλει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τα «σπίτια». Το 1999 σχεδόν όλα έχασαν την άδειά τους μετά την αλλαγή των προδιαγραφών που έθετε ο νέος νόμος. Σημαντικότερη ήταν η αύξηση από 100 σε 200 μέτρα της ακτίνας περιμετρικά του οίκου εντός της οποίας δεν θα πρέπει να υπάρχει… σχεδόν τίποτα. Κι όμως στην Αθήνα υπάρχουν περίπου 600 οίκοι ανοχής «δηλωμένοι», δηλαδή με συμβόλαιο όπου αναγράφεται η επαγγελματική τους χρήση και γνωστοί στην Αστυνομία. «Αδεια εγκατάστασης έχουν μόνο οι τρεις» λέει ο Δημήτρης Μωραΐτης, δικηγόρος του Σωματείου. «Οι γυναίκες που εκπροσωπώ έχουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, πληρώνουν ΙΚΑ και πιέζουν για να φορολογηθούν. Σε πολλά “σπίτια” έβαλαν ταμειακές μηχανές…».

Εδώ και καιρό εμφανίζονται τα «στούντιο», η εκσυγχρονισμένη, πιο «μαρκετίστικη» εκδοχή του οίκου ανοχής. Τα περισσότερα ανήκουν σε πρώην ιερόδουλες που αποφάσισαν να επενδύσουν τα κέρδη τους σε ένα δικό τους μαγαζί. Το «στούντιο» της Βίκυς, κοντά στο Γκάζι, κόστισε 150.000 ευρώ. Εκτός από τις κοπέλες, πληρώνει και για έναν «φύλακα», που συνεργάζεται με διάφορα «σπίτια» και «στούντιο» στην περιοχή, την οποία «περιπολεί» και επεμβαίνει αν χρειαστεί. Οι ληστείες στα «σπίτια» είναι συχνές. Αλλά και φονικά έχουν γίνει, με το τελευταίο να έχει συμβεί πριν από τρία χρόνια. Σε κάποιους οίκους και «στούντιο» τα μέτρα ασφαλείας είναι σχεδόν εξονυχιστικά, ο πελάτης ελέγχεται από κάμερες, αλλά και από ένα μικρό παράθυρο στην (πάντα) κλειδωμένη πόρτα. Για όποιον φαίνεται «περίεργος» αυτή παραμένει κλειστή. Στους πιο «decadence» οίκους ανοχής, όπως αυτοί του Μεταξουργείου, το face control είναι υποτυπώδες και το αντίτιμο της συνεύρεσης είναι μόλις δέκα ευρώ, προσαρμοσμένο στις οικονομικές δυνατότητες των μεταναστών, που αποτελούν και τον μεγαλύτερο όγκο της πελατείας.

Η δουλειά στον «δρόμο» όμως είναι ακόμη πιο άγρια. Η περιοχή κάτω από την Ομόνοια, δρόμοι όπως η Χαλκοκονδύλη, η Αριστοτέλους, η Βερανζέρου έχουν μετατραπεί στη μοναδική 24ωρη πιάτσα της Αθήνας. Ελληνίδες, Αλβανίδες και Βουλγάρες κυρίως περιμένουν στημένες στις γωνίες των δρόμων, στις εισόδους ξενοδοχείων και έξω από τα «πρεζο-καφενεία» της περιοχής, όπως λέγονται, εξαιτίας της άμεσης σχέσης τους και με τη διακίνηση πρέζας, τα μικρά, διάσπαρτα στα γύρω τετράγωνα καφενεία όπου συχνάζουν τσιλιαδόροι και νταβατζήδες. Εδώ όλες οι γυναίκες ελέγχονται από κάποιον, είτε ονομάζεται «αγαπητικoς» ή οργανωμένο κύκλωμα. Η Μελίνα είναι βαλκάνια μετανάστρια, μεγαλωμένη στην Αθήνα, παντρεμένη και με μικρό παιδί. Δέχεται να μας μιλήσει στην είσοδο ενός από τα τρία ξενοδοχεία που δουλεύουν (σχεδόν) αποκλειστικά με τις εκδιδόμενες γυναίκες και τους πελάτες τους. Η φίλη της μας απέφυγε ευγενικά και ανέβηκε γρήγορα στο ξενοδοχείο. Κάθε τόσο άνοιγε το παράθυρο και με φοβισμένο βλέμμα, αλλά επιτακτικό τόνο φωνής φώναζε στη Μελίνα να «τελειώνει» και να «ανέβει πάνω». «Υπάρχουν κοπέλες που παραδίδουν όλο τους το “ταμείο” στον “αγαπητικό”, γιατί τους πουλάει έρωτα, προστασία ή απλώς τις εκβιάζει και τις κακοποιεί σωματικά» μας λέει. Τα περιστατικά ξυλοδαρμών μέσα σε βρώμικα δωμάτια είναι συνηθισμένα και περνάνε στα ψιλά, βίαια καρέ της ρουτίνας ενός σκληρού μικρόκοσμου. Πιο θλιβερές φιγούρες εντός του, οι τοξικομανείς γυναίκες (και λίγοι άνδρες) που εκδίδονται για τη δόση τους. Είναι ευδιάκριτες από μακριά, κυρτές φιγούρες με τον λαιμό λυγισμένο και το κεφάλι τους να κρέμεται, το βλέμμα καρφωμένο κάτω. Ο Βαγγέλης Λιάπης είναι γιατρός στο Κέντρο Ελέγχου Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΛΠΝΟ) και τα στοιχεία που μας δίνει είναι συνταρακτικά. Βάσει των αιμοληψιών που διενεργούν από τον περασμένο Ιούνιο κινητές μονάδες του ΚΕΛΠΝΟ στην ευρύτερη περιοχή της Ομόνοιας η αύξηση του AIDS στους τοξικομανείς είναι 1.250%. Ενας στους τέσσερις άνδρες και μία στις δύο γυναίκες τοξικομανείς είναι και οροθετικοί…

Στην πλατεία Κουμουνδούρου και στα δρομάκια πίσω από την Πειραιώς τα τελευταία χρόνια εκπορνεύονται νεαροί άνδρες – Ελληνες, Κούρδοι και άραβες μετανάστες. Η Αντζυ είναι τραβεστί. Τη συναντάμε στο αυτοκίνητό της, επί της Καβάλας. Το αυτοκίνητο έχει διττή χρησιμότητα στην πορνεία του δρόμου: προσφέρει ασφάλεια, αφού οποιαδήποτε στιγμή «βάζεις μπροστά και φεύγεις», ενώ αποτελεί και το πιο σύνηθες μέρος της ερωτικής συνεύρεσης, σε «καβατζούλες κάπου κοντά», όπως ένας χώρος στάθμευσης. Στο αυτοκίνητό της, στη λεωφόρο Ποσειδώνος κοντά στην Αλίμου, μιλάμε με την Αννα, Ελληνίδα, παλιά και ανεξάρτητη στο «επάγγελμα», το οποίο ασκούσε πολλά χρόνια «ερασιτεχνικά», όπως λέει, στο Κολωνάκι, στη Βουκουρεστίου. Η πιάτσα της Ποσειδώνος, που ειδικά το καλοκαίρι ξεκινά από την πλατεία της Γλυφάδας και καταλήγει στο ύψος του Παλαιού Φαλήρου, δημιουργήθηκε από γυναίκες που πριν εκδίδονταν στο Κολωνάκι. Αμέσως εμφανίστηκαν και τα κυκλώματα που μετέφεραν εκεί αλλοδαπές γυναίκες από άλλες πιάτσες, κυρίως από τη Σόλωνος. Λίγες ημέρες πριν, στην «πιάτσα» της Ποσειδώνος, τα μέλη μιας τέτοιας συμμορίας που εκμεταλλεύονταν 19 γυναίκες από την Αλβανία και τη Βουλγαρία πυροβόλησαν δις εναντίον μιας «ανταγωνίστριας» γυναίκας. Η μία σφαίρα καρφώθηκε στην τζαμαρία πίσω της.

Το κύκλωμα τελικά εξαρθρώθηκε από το Τμήμα Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων της ΕΛ.ΑΣ. Ο αστυνομικός υποδιευθυντής Γιώργος Βανικιώτης είναι ο προϊστάμενός του. «Η ακμή των κυκλωμάτων trafficking ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ΄90. Υπήρχαν μεγάλες εγκληματικές οργανώσεις σε μια παράνομη δραστηριότητα χαμηλού ρίσκου και υψηλού κέρδους. Οπως έλεγαν κάποια μέλη τους, είναι “το μόνο εμπόρευμα που το κλωτσάς και πάει μόνο του”… Τότε συνειδητοποίησε η πολιτεία ότι το trafficking πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια (ιδιαίτερη) μορφή οργανωμένου εγκλήματος. Ο τρόπος δόμησης και λειτουργίας των εγκληματικών οργανώσεων δεν διέφερε – ένας στενός “πυρήνας”, όπως και στην τρομοκρατία, με περιφερειακές ομάδες, καθεμιά από τις οποίες ασχολείται με διαφορετικό τομέα, τη “στρατολόγηση”, τη μεταφορά, την υποδοχή και τελικά τη διακίνηση, στην οποία εμπλέκονται τα πιο αρχηγικά μέλη. Κάναμε profiling των ομάδων, χρησιμοποιήσαμε νέες τεχνολογίες στις παρακολουθήσεις και στοχεύσαμε όχι σε εύκολες συλλήψεις, αλλά στην πλήρη εξάρθρωσή τους, με διεθνή συνεργασία, γιατί η δράση τους απλωνόταν σε πολλές χώρες. Οι ελληνικές εγκληματικές οργανώσεις, με διασυνδέσεις στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και στη Γερμανία, διαλύθηκαν. Πλέον στην Αθήνα δραστηριοποιούνται μικρές, ολιγομελείς οργανώσεις, που ελέγχουν πολύ μικρότερο αριθμό γυναικών».

Οόρος «happy trafficking» ακούγεται ειρωνικός, αδόκιμος. Αφορά μια νέα «τάση», τα κυκλώματα να μην κακομεταχειρίζονται πια, συστηματικά όπως άλλοτε, τις γυναίκες για να μη «χαλάσουν και το εμπόρευμα». Προτιμούν να τις απειλούν ότι θα αποκαλύψουν στην οικογένειά τους στη Ρωσία, π.χ., την πραγματικότητα ή ότι θα βλάψουν κάποιον συγγενή τους εκεί. Η νέα αυτή μέθοδος έχει αποδειχθεί εξίσου αποτελεσματική. Οι γυναίκες, ακόμη και αν συλληφθούν, πολύ δύσκολα «μιλάνε», παρά την πρόνοια της νομοθεσίας, που παρέχει στα θύματα trafficking άδεια παραμονής στη χώρα και τη βοήθεια μη κυβερνητικών οργανώσεων που προσπαθούν να τις υποστηρίξουν ψυχολογικά και να τους εξασφαλίσουν στέγαση σε ξενώνες-«καταφύγια», που λόγω της κρίσης και της περικοπής προγραμμάτων συνεχώς μειώνονται.

Η Ολγα είναι μία από τις κοπέλες που τόλμησαν να ξεφύγουν. «Δραπέτευσε» και κατήγγειλε το κύκλωμα σωματεμπορίας που την εκμεταλλευόταν. «Εχω πολύ καλή μνήμη, θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια και είναι όλα στην κατάθεσή μου». Η Ολγα είναι βασική μάρτυρας κατηγορίας σε δίκη που ακόμη διεξάγεται. Κάποια μέλη του κυκλώματος έχουν συλληφθεί, κάποια όχι. «Είμαι από μια πόλη της Σιβηρίας. Στα 19 μου σπούδαζα Ψυχολογία και εργαζόμουν περιστασιακά για να επιβιώσω. Μια φίλη μου μου μίλησε για ένα γραφείο που σου ετοιμάζει τα “χαρτιά” και σου βρίσκει δουλειά στην Ευρώπη. Είχα ακούσει διάφορες ιστορίες για αυτά τα γραφεία και την κατάληξη των γυναικών που τα εμπιστεύονται. Δεν παριστάνω την ανήξερη ούτε ήταν μια απόφαση που πήρα αμέσως. Αλλά τελικά πίστεψα ότι, όχι, δεν θα συμβεί σε μένα. Τους πήγα το διαβατήριό μου και πέρασαν μερικοί μήνες ώσπου να μου εξασφαλίσουν βίζα για την Ισπανία. Πέταξα μόνη μου. Στο αεροδρόμιο συναντήθηκα με ένα μέλος του κυκλώματος και την επόμενη ημέρα ήμασταν στην Κολονία. Δούλεψα σε ένα ανδρικό κλαμπ με σάουνες στο υπόγειο, όπου οι πελάτες χαλάρωναν και μετά με μια πετσέτα μόνο ανέβαιναν στο μπαρ του ισογείου για να πιουν το ποτό τους και να διαλέξουν κορίτσι. Στον πάνω όροφο ήταν τα δωμάτια. Ολες οι πόρτες ήταν κλειδωμένες, παντού υπήρχαν κάμερες και δύο Τούρκοι εκτελούσαν χρέη μπράβου. Τους παρακαλούσα να με αφήσουν να φύγω και μου απαντούσαν ότι έχουν πληρώσει για μένα πολλά χρήματα και πρέπει να τα βγάλω.

Επειτα από ενάμιση μήνα ήρθα στην Αθήνα, συνοδευόμενη από μέλη του κυκλώματος, Ελληνες και Ρώσους. Μου νοίκιασαν ένα διαμέρισμα και “εργαζόμουν” σε ένα μπουρδέλο στο Μεταξουργείο, όπου σε 16 ώρες μπορεί να πήγαινα με 100 άνδρες. Οι μόνοι άνθρωποι που έβλεπα ήταν η τσατσά και ο οδηγός που με πηγαινοέφερνε. Επειτα από έναν χρόνο με πήγαν στη Θεσσαλονίκη, σε οίκο ανοχής και εκεί. Με τρομοκρατούσαν ότι αν φύγω θα μιλήσουν στην οικογένειά μου, που ποτέ δεν ήξερε τίποτα. Μου έδειχναν φωτογραφίες τους και απειλούσαν ότι θα τους κάνουν κακό. Ηταν ένας “πελάτης” που με βοήθησε να δραπετεύσω. Ηρθαμε μαζί στην Αθήνα και με έφερε σε επαφή με το Τμήμα Αντι-τράφικινγκ της Αστυνομίας και τη ΜΚΟ “Κλίμακα”, που με φιλοξένησε για πολλούς μήνες. Σήμερα είμαι πολύ καλύτερα, αλλά μάλλον δεν θα είμαι ποτέ ξανά ο ίδιος άνθρωπος. Φοβάμαι τους άνδρες και, αν βρεθώ σε κλειστό χώρο με πολλούς, πανικοβάλλομαι. Αλλά προσπαθώ να συνέλθω, ζω σε μια μικρή γκαρσονιέρα, εργάζομαι και σπουδάζω ξανά». Τη ρωτάω: «Τι θα έλεγες σε μια γυναίκα που ζει τώρα αυτή την κόλαση;». Χωρίς σκέψη απαντά: «Να μη φοβάται, όπως εγώ, που για χρόνια υπήρξα πειθήνια, να κάνει το βήμα, να φύγει. Και να μιλήσει σε ένα αστυνομικό τμήμα, σε μια μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ). Στην Ελλάδα να είναι σίγουρη ότι θα βρει υποστήριξη. Οσο παραπάνω “αντέχει” καταστρέφεται. Αν είχα μείνει κάποιους μήνες παραπάνω, θα είχα καεί τελειωτικά». Αυτό λέει, μόνο αυτό και μου θυμίζει τα κορίτσια στη Σόλωνος, στην αρχή του κειμένου.

* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 5 Φεβρουαρίου 2012