Προχωράς στο τσιμεντένιο πλακόστρωτο. Το μόνο που ακούγεται εδώ είναι τα ίδια σου τα βήματα που μπερδεύονται με τα μακρινά κελαηδήματα των πουλιών. Τα κυπαρίσσια και τα πεύκα ρίχνουν βαριά τη σκιά τους και εσύ συνεχίζεις, (περι)διαβάζοντας ονόματα τόσο οικεία και τόσο μακρινά σε σένα, προσπαθώντας να ανακαλέσεις μνήμες και πρόσωπα από τα βιβλία της Ιστορίας. Αβέρωφ, Τρικούπης, Κοραής. Αυτό το συννεφιασμένο απόγευμα Τετάρτης δεν μπορείς να μη σταματήσεις μπροστά στο άγαλμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, όπου μια φθαρμένη ελληνική σημαία είναι κυριολεκτικά κολλημένη επάνω του από την υγρασία. «Σιγά διαβάτη, εδώ κοιμάται ο γέρος του Μοριά, τον ύπνο του μη του ταράξεις», διαβάζεις και υποσυνείδητα συνεχίζεις με βήμα αργό κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο. Αντικρίζεις τη γειτονιά των ηθοποιών: Ελλη Λαμπέτη, Αλίκη Βουγιουκλάκη και λίγο πιο πέρα ο Μάνος Κατράκης, ενώ το άγαλμα της Μαρίκας Κοτοπούλη, με τα χέρια απλωμένα, περιμένει το χειροκρότημα της πλατείας. Συνεχίζεις, προχωράς προς το βάθος. Τα ονόματα εδώ σου είναι άγνωστα, ωστόσο τα μεγαλοπρεπή αγάλματα, αριστουργήματα της νεοελληνικής γλυπτικής, δεν σταματούν να εμφανίζονται.

Συναντάς μαρμάρινους αγγέλους με μαυρισμένα πρόσωπα και μισοσπασμένα φτερά, που έχουν παραδοθεί στη δική τους επίγεια φθορά. Τα αγριόχορτα φυτρώνουν ανάμεσα σε μνημεία και μερικά καπάκια από σφουγγαρίστρες είναι ριγμένα κοντά σε μια από τις κοιμωμένες του νεκροταφείου, εκείνη του γλύπτη Γεώργιου Μπονάνου. Προσπαθείς να διαβάσεις ονόματα ανθρώπων που κάποτε πέρασαν και έζησαν σε αυτόν τον τόπο, όμως αρκετές φορές οι πευκοβελόνες που σαπίζουν και καλύπτουν τις προτομές και τα χαραγμένα στοιχεία στις λεπτοδουλεμένες πλάκες σε εμποδίζουν. Στο άγαλμα ενός γαλήνιου Ιησού το δάχτυλο έχει αποκοπεί αφήνοντας σε κοινή θέα ένα σκουριασμένο σίδερο, ενώ στο μεγαλόπρεπο μνημείο Ζωγράφου οι σκαλωσιές παραμένουν εκεί για πάνω από δέκα χρόνια, με πολλά κομμάτια μαρμάρου να έχουν αποκολληθεί από την οροφή και να έχουν πέσει στο τσιμεντένιο δάπεδο. «Ελλάδα της κρίσης» είναι πιθανότερο να σκεφτείς και να προσπεράσεις. Πού να βρεθούν τα χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες; Δύο ξένοι τουρίστες θα διακόψουν τις σκέψεις σου ρωτώντας σε πού βρίσκεται το μνημείο του Ερρίκου Σλήμαν. Τους δείχνεις. Οι σκαλιστές παραστάσεις του, εμπνευσμένες από την «Ιλιάδα», δεν δείχνουν τόσο μαυρισμένες στις ιλουστρασιόν σελίδες του τουριστικού οδηγού που κρατούν. Ισως έχουν περάσει χρόνια από τότε που τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία, γιατί σήμερα τα μνημεία του Α΄ Νεκροταφείου φαίνεται να είναι αφημένα στον δικό τους αργό θάνατο…

Η είδηση της εγκατάλειψης του Α΄ Κοιμητηρίου Αθηνών πέρασε «στα ψιλά» των σελίδων του περιοδικού «Τime» το περασμένο φθινόπωρο. Ισως κανείς δεν έδωσε τόση σημασία, καθώς τα οικονομικά προβλήματα είναι εκείνα που καίνε αυτή τη στιγμή τη χώρα μας. Η είδηση είναι, όμως, πάντα είδηση και το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών βρίσκεται ανάμεσα στα 67 μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς που απειλούνται, σύμφωνα με το πρόγραμμα World Monuments Watch, του Παγκόσμιου Ταμείου Μνημείων (World Monuments Fund), μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που δέχεται και εξετάζει υποψηφιότητες μνημείων σε κίνδυνο από όλον τον κόσμο. Πίσω από τη δημοσιοποίηση των προβλημάτων του Α΄ Νεκροταφείου στην οργάνωση δεν βρίσκεται κάποιος εξωραϊστικός σύλλογος ή μια ομάδα ευαίσθητων πολιτών, όπως θα φανταζόταν κάποιος, αλλά ο ίδιος ο Δήμος Αθηναίων. «Το νεκροταφείο αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα» παραδέχεται ο Νίκος Κόκκινος, αντιδήμαρχος Κοιμητηρίων και Διοικητικής Υποστήριξης Πολεοδομίας για να συμπληρώσει: «Είχε παραμεληθεί πολύ τα τελευταία χρόνια. Πρώτη μας ενέργεια ήταν λοιπόν να καθαριστεί. Υπήρχαν δέντρα που είχαν να κλαδευτούν πάνω από 20 χρόνια, σε κάποια σημεία είχαν λυγίσει τα κλαδιά και είχαν φθάσει στο έδαφος με αποτέλεσμα να μη μπορεί να περάσει κανείς. Σε τέτοια κατάσταση το βρήκαμε και σήμερα θεωρώ ότι έχει βελτιωθεί πολύ. Μέλημά μας είναι να γίνει το Α΄ Νεκροταφείο περισσότερο επισκέψιμο. Να μπορεί ο κόσμος να θαυμάζει τα σημαντικά μνημεία του. Γι’ αυτό προχωρήσαμε και στη γνωστοποίηση στο World Monuments Fund».

Πάντως, παρά τα αισιόδοξα μηνύματα, ο αντιδήμαρχος παραδέχεται πως η συντήρηση των δεκάδων έργων τέχνης που περιέχει το Α΄ Νεκροταφείο είναι μια δύσκολη υπόθεση: «Εργασίες συντήρησης γίνονται, αλλά όχι σε μεγάλη έκταση. Στο μνημείο Ζωγράφου, για παράδειγμα, όπου υπάρχουν σκαλωσιές εδώ και πολλά χρόνια, ο δήμος δεν μπορεί να ανταποκριθεί με δικές του δυνάμεις. Είναι μεγάλα τα κόστη. Η κοινοποίηση στο Monuments Fund ήταν ίσως και μια προσπάθεια να βρεθούν κονδύλια. Ηδη πάντως το μνημείο Αβέρωφ το συντηρήσαμε. Βέβαια τα κάγκελα που είχαν φθαρεί από τον χρόνο δεν μπορούσαμε να τα αλλάξουμε, απλώς τα βάψαμε. Επίσης θα κάνουμε κάποιες παρεμβάσεις και στην εκκλησία, όπως στη μικροφωνική εγκατάσταση, που χρειάζεται οπωσδήποτε αντικατάσταση».

Μέχρι ωστόσο να αλλάξουν τα μικρόφωνα και να συντηρηθούν τα μνημεία το νεκροταφείο θα συνεχίσει να ζει τη δική του «ρουτίνα»· με τον ευγενικό κύριο που δηλώνει φανατικός οπαδός του Τρικούπη και φροντίζει τον τάφο του πρώην πρωθυπουργού, τους οπαδούς της 21ης Απριλίου που ρωτούν συνωμοτικά και χαμηλόφωνα τους υπαλλήλους πού βρίσκεται ο τάφος του Γεώργιου Παπαδόπουλου και φυσικά την κυρία Μαρία, η οποία ξεκινά καθημερινά στις 4.30 τα ξημερώματα από το σπίτι της για να ανάψει τα καντήλια στους αρχιεπισκοπικούς τάφους και κυρίως αυτό που βρίσκεται στον τάφο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, στις 06.45 ακριβώς: «Τον είχα δει τρεις φορές όλο και όλο στη ζωή μου, όμως τον αγαπούσα πολύ» μας λέει επάνω από το φορτωμένο με λουλούδια μνημείο. «Δεν μου το επιβάλλει κανείς. Θέλω και έρχομαι, και είμαι κάθε μέρα εδώ, και Κυριακή και γιορτές, με χιόνι και με καύσωνα» συμπληρώνει βιαστικά χωρίς να αποχωρίζεται τη σκούπα και το φαράσι για να σκουπίσει σχολαστικά την πλατεία στην οποία έχουν πέσει κάποια φύλλα από τα στεφάνια κάποιας κηδείας που μόλις έχει αρχίσει.

Λίγα μέτρα πιο πέρα, καθισμένος στο παγκάκι και φορώντας το σκούρο κοστούμι του, σιωπηλός και με σταυρωμένα τα χέρια, βρίσκεται ο νεκροκομιστής Νικόλας Μπάτσαρης. Εχοντας δουλέψει πάνω από τη μισή ζωή του στο Α΄ Κοιμητήριο και σε άλλα νεκροταφείο της Αττικής, ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του: «Εχουν δει πολλά τα μάτια μου. Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ το πρόσωπο του Αριστοτέλη Ωνάση, όταν είχε μεταφερθεί εδώ η σορός του γιου του Αλέξανδρου προτού γίνει η ταφή στον Σκορπιό. Καθόταν στα κάγκελα μπροστά στην πόρτα. Εμοιαζε με ζωντανό νεκρό. Δεν ξέρω αν έχω δει πιο συντετριμμένο άνθρωπο στη ζωή μου. Εχω βιώσει πολύ συγκινητικές στιγμές εδώ. Θυμάμαι τις δύο πρώτες εβδομάδες, όταν άρχισα να κάνω αυτό το επάγγελμα, που γύριζα κουρέλι στο σπίτι μου. Μετά βέβαια σιγά σιγά συνηθίζεις».

Το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών έχει δίκαια ίσως χαρακτηριστεί από πολλούς ως η μεγαλύτερη υπαίθρια γλυπτοθήκη της Ελλάδας, γιατί περπατώντας σε αυτό, τουλάχιστον στο πρώτο κομμάτι του, τίποτε δεν μοιάζει απειλητικό, τίποτε δεν φαντάζει μακάβριο. Ανήκει στη γενιά των κοιμητηρίων που διαμορφώθηκαν κάτω από το πνεύμα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, απηχώντας τις απόψεις του κλασικισμού που αντιμετωπίζει τον θάνατο σαν «ύπνο χωρίς όνειρα». Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ξεκίνησε η λειτουργία του, πάντως το 1837, σύμφωνα με την αλληλογραφία της εποχής, ήδη χρησιμοποιούνταν, ενώ το 1852 το περιοδικό «Πανδώρα» το συγκατέλεγε μεταξύ των νεοτέρων αξιοθέατων της πόλης. Και ακόμη είναι. Σήμερα είναι αρκετοί οι Αθηναίοι και οι τουρίστες που το επισκέπτονται, όπως ακριβώς ο Δημήτρης, που συναντήσαμε εκεί, ο οποίος έχει φέρει μάλιστα για ξενάγηση τους ιταλούς φίλους του: «Οταν νιώθω συναισθηματικά φορτισμένος έρχομαι εδώ, καθώς κατοικώ κοντά, στον Νέο Κόσμο. Η ησυχία του με ηρεμεί. Μου αρέσει αυτός ο χώρος» μας λέει. Μαζί του συμφωνεί και η φίλη του Κάτια: «Είναι όμορφα. Πραγματικά ευχαριστιέσαι να κάνεις βόλτα εδώ. Τα νεκροταφεία στην Ιταλία σου προκαλούν θλίψη, είναι πιο σκυθρωπά. Μου κάνουν εντύπωση τα αγάλματα, αλλά και τα φυτά που βλέπω σε αυτό το νεκροταφείο. Ισως είναι βέβαια έτσι επειδή πρόκειται για το μεγαλύτερο κοιμητήριο της Ελλάδας. Δεν ξέρω πώς είναι τα υπόλοιπα ελληνικά νεκροταφεία. Πάντως στην Ιταλία δεν έχουμε αντίστοιχα. Ισως μόνο στη Ρώμη».

Προχωρώντας προς το βάθος στο Α΄ Νεκροταφείο, μετά τον Ιερό Ναό του Αγίου Λαζάρου, τα έργα τέχνης που διακοσμούν τα μνήματα λιγοστεύουν και ο χώρος θυμίζει περισσότερο ένα τυπικό ελληνικό νεκροταφείο. Βέβαια οι εκπλήξεις δεν σταματούν και σίγουρα όλο και κάποιο περίτεχνο ταφικό μνημείο εμφανίζεται πού και πού, ενώ τα βλέμματα κερδίζει η προτομή του Ζάχου Χατζηφωτίου, ο οποίος φαίνεται να θέλει να παραμείνει bon viveur και μετά θάνατον, έχοντας προκατασκευάσει την τελευταία κατοικία του, αναγράφοντας μάλιστα τη φράση: «Εζησα όπως ήθελα. Χαίρετε».

«Δεν είναι περίεργο. Πολλοί άνθρωποι κατασκευάζουν τον τάφο τους προτού πεθάνουν και μάλιστα επιβλέπουν οι ίδιοι τις εργασίες» μας λέει χαμογελώντας ο Γιώργος Κολυβάς, ο οποίος εργάζεται εδώ και 23 χρόνια στο Α΄ Νεκροταφείο, και συμπληρώνει: «Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους μάλιστα μας λένε χαριτολογώντας ότι ετοιμάζουν το σπίτι τους. Γενικά, το νεκροταφείο είναι ένας χώρος όπου δέχεσαι και ακούς πολλά. Ερχόμαστε σε άμεση επαφή με τους ανθρώπους. Αρκετές είναι οι φορές που λειτουργούμε σαν ψυχολόγοι, θέλοντας και μη. Οταν σου βγάζει ο άλλος τον πόνο του δεν μπορεί να γυρίσεις την πλάτη και να φύγεις. Συνήθως οι συγγενείς θέλουν να σου μιλήσουν για τον άνθρωπο που έχουν χάσει. Σήμερα δουλεύουμε περίπου 15 άνθρωποι εδώ. Οταν ήρθα ήμασταν πάνω από 100. Πολλοί συνταξιοδοτήθηκαν και δεν αντικαταστάθηκαν. Αλλωστε αρκετοί ήρθαν και έφυγαν τρέχοντας στις τρεις ημέρες. Η δουλειά μας δεν είναι μόνο να ποτίζουμε και να κλαδεύουμε ή να ξεναγούμε τον κόσμο. Είναι και οι εκταφές. Αυτή είναι η άσχημη πλευρά που δεν την αντέχουν όλοι. Το θέμα είναι πώς μπορείς να τελειώνεις τη δουλειά σου και να μην την παίρνεις σπίτι σου και πώς μπορείς να έρχεσαι στη δουλειά σου και να μην κουβαλάς μαζί σου το σπίτι σου».

Περπατώντας στο νεκροταφείο σπάνια συναντάς ανθρώπινη παρουσία, καθώς, όπως μας λένε και οι υπάλληλοι του δήμου, έχουν λιγοστεύσει δραματικά οι άνθρωποι που επισκέπτονται συχνά τον τάφο των συγγενών τους. «Νέκρα. Πραγματική νέκρα» μας λέει χαριτολογώντας ο Ζαννής Βενιός που εργάζεται ως μαρμαράς από το 1979. «Μπορεί να δουλεύεις μια ολόκληρη μέρα και να μη δεις έναν άνθρωπο. Να φανταστείτε ότι παλιά είχε τόση κίνηση που μας απαγόρευαν να εργαζόμαστε τα Σάββατα. Αυτό το νεκροταφείο είναι συνδεδεμένο με την ιστορία της Ελλάδας. Λένε ότι ο Γιαννούλης Χαλεπάς τρελάθηκε εξαιτίας του αγάλματος της Κοιμωμένης που δημιούργησε για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη. Τα πόδια του αγάλματος είναι ελαφρώς λυγισμένα και κάποιος βρέθηκε και του είπε ότι αν ξάπλωνε κανονικά θα περίσσευαν από το κρεβάτι, εν ολίγοις δηλαδή ότι είχε κάνει λάθος υπολογισμούς. Επίσης σε κάποια μνήματα και προτομές μπορεί να δεις τρύπες. Είχα ρωτήσει τους παλιούς και μου είπαν ότι είναι από σφαίρες. Στην Κατοχή έμπαιναν εδώ οι πατριώτες και κρύβονταν στους τάφους. Επίσης δεν θα ξεχάσω ποτέ τον κόσμο που συγκεντρώθηκε στην κηδεία του Νίκου Ξυλούρη. Ηταν τόσο πολύς που μάλιστα προκλήθηκαν ζημιές σε άλλους τάφους. Μου έχει κάνει εντύπωση ότι πιο παλιά έρχονταν οι φίλοι του και του τραγουδούσαν πάνω από τον τάφο του με λύρες. Ηταν και ένας παπάς από την Κρήτη που τους συνόδευε».

Στις 5.00 το απόγευμα έχει ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει, το νεκροταφείο κλείνει σιγά σιγά τις σιδερένιες πόρτες του και μοιάζει περισσότερο μυστηριώδες υπό το φως του φεγγαριού. Μια μεγάλη ταμπέλα απέξω ανακοινώνει τη δημιουργία ενός μουσείου ταφικής τέχνης που μάλλον όπως φαίνεται θα παραμείνει για καιρό στα σχέδια. Κατεβαίνοντας με αυτοκίνητο την οδό Αναπαύσεως, τα κορναρίσματα, οι βιαστικοί οδηγοί, ο αγώνας για το πράσινο φανάρι, φαντάζουν περισσότερο μάταια από ποτέ. Από το ραδιόφωνο ακούγεται το δελτίο ειδήσεων. Η ζωή συνεχίζεται.

* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 15 Ιανουαρίου 2012.