Μένω σε ένα διαμέρισμα που μου νοικιάζει μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερη από τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου όταν ήταν μικρότερος από εμένα έμενε κι αυτός σε ένα διαμέρισμα στον ίδιο δρόμο. Το σπίτι μου είναι ήσυχο και όταν κλείνεις τα παράθυρα μπορείς να ακούσεις μόνο την τάση του ρεύματος όπως περνάει από τα καλώδια. Τα σημάδια της ζωής στην πολυκατοικία έρχονται μόνο μέσα από το φωταγωγό. Από πάνω μου μένει ένα ζευγάρι συνταξιούχων που πρέπει να είναι πάνω κάτω στην ηλικία του πατέρα μου. Όταν ανοίγω το παράθυρο του φωταγωγού έρχεται η οσμή του φαγητού που μαγειρεύουν. Δίπλα της μένει ένα ζευγάρι μετά τα 40 περίπου στην ηλικία του θείου μου. Πρέπει να έχουν δύο παιδιά, το καταλαβαίνω από τις φωνές τους μέσα από το φωταγωγό. Μερικές φορές ακούω έναν άντρα που που υποθέτω ότι είναι στο μπάνιο του να τραγουδάει Ξυλούρη με όλη του τη δύναμη. Υποθέτω ότι είναι γύρω στα 55, στην ηλικία της μάνας μου. Όταν φεύγω από το σπίτι πετυχαίνω πολλές φορές στο ασανσέρ έναν άντρα μάλλον συνομήλικό μου συνήθως μαζί με την κοπέλα του που μπορεί να είναι και η γυναίκα του. Δεν ξέρω από ποιον όροφο έρχονται αλλά δεν θα ήθελα να είναι αυτοί που ακούγονται να τσακώνονται. Δεν ξέρω τίποτα για τους ανθρώπους της πολυκατοικίας μου εκτός από από ό,τι μαθαίνω από τον φωταγωγό. Ζούμε όλες οι γενιές μαζί, στα σπίτια που έφτιαξαν οι πατεράδες μας, πάνω στους δρόμους που χάραξαν οι παππούδες μας και οι ζωές μας στις πολυκατοικίες αυτής της πόλης ενώνονται από τους φωταγωγούς. Δεν μπορείς να βγάλεις τον εαυτό σου απ’ έξω.

Οι ιστορίες των ανθρώπων της πολυκατοικίας μου δεν αποτελούν ειδήσεις, είναι προσωπικές αφηγήσεις σε πρώτο ενικό. Τις φαντάζομαι να ξεκινάνε στις κουζίνες των οικογενειών όταν δεν ακούν τα παιδιά, χαμηλόφωνα πάνω στους καναπέδες και φωναχτά στα τηλέφωνα, το γρήγορο περπάτημα να ακούγεται και στον κάτω όροφο. Ξεκινάμε από τους εαυτούς μας «ξέρεις υπέγραψα μείωση στην δουλειά», η αφήγηση σταματάει και γίνεται διάλογος κι άλλα πρόσωπα βρίσκουν το δρόμο τους στην ιστορία, «είναι και ο αδερφός μου που δεν βρίσκει» και «ο φίλος μου που απολύθηκε» και «ο πατέρας μου που θα πάρει την μισή σύνταξη». Οι ιστορίες της πολυκατοικίας είναι μπλεγμένες μεταξύ τους όπως είμαστε κι εμείς μπλεγμένοι σε παρέες, οικογένειες και γενιές και είναι όλες αυτές που λέμε μεταξύ μας αυτό τον καιρό, όλα τα πρώτα ενικά πρόσωπα μαζεμένα. Ξέρω την ιστορία του Γιώργου Λέγκερη που είναι 26 και έχει πιάσει την πρώτη του δουλειά. Του Κώστα Αλεξανδρή που απολύθηκε από την εταιρεία του στα 38. Του Παύλου Ζαχαρή που απολύθηκε στα 42 του. Του Δημήτρη Κανταλή που είναι 55 και ήταν 5 μήνες άνεργος.

Ο Γιώργος κάθεται απέναντί μου ένα απόγευμα που μόλις έχει τελειώσει από την δουλειά και είναι πολύ κουρασμένος για να δώσει σημασία στο κασετοφωνάκι. Ξεκινάει την ιστορία του πριν από 10 χρόνια όταν η οικογένειά του αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι τους. Ο πατέρας του που ήταν δικηγόρος είχε ανοιχτεί πολύ οικονομικά και είχε χάσει και αρκετά χρήματα στο χρημαστιστήριο. Πριν από 3 χρόνια ο πατέρας του Γιώργου πέθανε και η μητέρα του με την σύνταξή της στήριξε ουσιαστικά τις σπουδές του ίδιου και του μεγαλύτερου αδερφού του. Στην Νομική τελείωσε Πολιτική Επιστήμη και Δημόσια Διοίκηση το 2009 και έφυγε κατευθείαν για στρατό. Απολύθηκε το περσινό καλοκαίρι και δούλεψε σε μπαρ στο Λαγανά της Ζακύνθου γιατί ήξερε ότι αλλιώς δεν θα μπορούσε να πάει σε νησί. Γυρνώντας στην Αθήνα «το πλάνο ήταν ένα μεταπτυχιακό που είχα δει στην ΑΣΟΕΕ, αλλά κόστιζε 5000 ευρώ. Τα Χριστούγεννα δούλεψα σε ένα παγοδρόμιο για το χαρτζιλίκι και το Μάρτιο σε μια εταιρεία τηλεφωνικών πωλήσεων. Με έδιωξαν σε 3 μέρες και είπανε ότι δεν ήμουν παραγωγικός». Ξεκίνησε την προετοιμασία για να δώσει εξετάσεις στην Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και συνέχισε μέχρι το καλοκαίρι. Έκανε αιτήσεις για δουλειά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έστελνε σε αγγελίες που δημοσιεύονταν σε ελληνικά sites. Τον πήραν τελικά σε ένα δικηγορικό γραφείο. «Νιώθω πολύ καλά που έχω μια δουλειά και είναι αξιοπρεπής. Ας παίρνω ένα μισθό για 3-4 χρόνια και μετά βλέπουμε». Μένει ακόμα με τη μητέρα του όπως έκανε και ο αδερφός του μέχρι πέρσι πριν μπορέσει να βρει δουλειά μετά το διδακτορικό του. «Δεν θέλω να βιαστώ να φύγω. Η οικονομική μου κατάσταση έχει αλλάξει τις προτεραιότητές μου. Το μηχανάκι μου ας πούμε είναι χαλασμένο εδώ και ένα χρόνο και δεν έχω λεφτά να το φτιάξω». Αισθάνεται ότι βρίσκεται στην χειρότερη ηλικία στην χειρότερη περίοδο γιατί αισθάνεται ότι τώρα είναι η ηλικία που χτίζεις για το μέλλον. «Πιστεύω ότι η γενιά του Πολυτεχνείου φταίει γιατί αυτοί είναι τώρα στα πράγματα και στην πολιτική. Υπήρχε δυναμική στην Ελλάδα που δεν αξιοποιήθηκε. Βέβαια ένας 55άρης που χάνει την δουλειά του και έχει παιδιά είναι σε χειρότερη θέση. Εμείς τουλάχιστον έχουμε ακόμα την ψευδαίσθηση της ελπίδας».

Ο Δημήτρης Κανταλής είναι ένας 55άρης καθηγητής αγγλικών και έχει μία κόρη περίπου στην ηλικία του Γιώργου, στα 28. Μου λέει ότι «δεν είναι θέμα γενεών. Όλοι το βιώνουμε πολύ άσχημα. Το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια δεν μπαίνει ανάλογα με την ηλικία. Κάθε γενιά έχει τους δοσίλογους και τους προδότες και είναι ο αφρός γιατί είναι άνθρωποι που ανεβαίνουν γλείφοντας. Υπήρξαν άνθρωποι που ματώσανε στο Πολυτεχνείο και δεν θέλανε να το βάλουν στον πλειστηριασμό. Στην γενιά μου έχω δει να παίζονται παιχνίδια μπροστά μου, να γίνονται μεταγραφές από ανθρώπους που ήταν πρώτα ονόματα στην πίστα. Κάποια από αυτά είναι γνωστά κάποια όχι, γιατί ας πούμε όταν δουλεύεις σε ένα πολιτικό γραφείο δεν σε ξέρει ο κόσμος. Και μου λένε τώρα σε φροντίζουμε και τα κάνουμε όλα για το καλό σου. Θα ήθελα αυτά που κάνουν σε εμένα για το καλό μου να τα κάνουν στα παιδιά τους για το καλό τους. Το θεωρώ πολιτική αλητεία να έρχονται οι βιαστές μου και να μου λένε σε βιάζω για το καλό σου». Μιλάει δυνατά και θυμωμένα και είναι το βράδυ της μέρας που έμαθε ότι τελικά θα δουλέψει και φέτος ως αναπληρωτής σε ένα σχολείο. Καθόμαστε στον καναπέ του σε ένα σπίτι σαν κι αυτά που έχω μεγαλώσει, σε μια γειτονιά σαν κι αυτές που έχουν μεγαλώσει οι φίλοι μου από τα προάστια της Αθήνας. Πέρσι δούλευε σε 2 σχολεία στο Μενίδι, πολύ μακριά από εκεί που μένει. Έπαιρνε 1300 ευρώ. Φέτος θα είναι κάτω από 1000. Η σύμβαση μου είχε λήξει μέσα Ιούνη. Μέχρι σήμερα ήταν στο ταμείο ανεργίας. «Έκανα χοντρές περικοπές. Δεν πηγαίνω πια πουθενά. Σε κάλεσα σπίτι γιατί αν βγαίναμε έξω θα ένιωθα άβολα να σου πω να με κεράσεις τον καφέ. Μπόρεσα και μείωσα το νοίκι στα 500 από 700 γιατί είχαν κατανόηση οι ιδιοκτήτες. Η γυναίκα μου δουλεύει σε 6 φροντιστήρια από Χαλάνδρι μέχρι Μαραθώνα για ένα μισθό. Αλλάξαμε πάλι πάροχο για να δίνουμε από 25, 15. Τα φώτα τα άναψα τώρα που ήρθες. Το σουπερμάρκετ είναι πάντα με λίστα και μερικές φορές έχω αναγκαστεί να επιστρέψω και πράγματα. Διακοπές δεν υπήρξαν. Έκανα ένα μπάνιο».

Περίπου τις ίδιες περικοπές έκανε και ο Παύλος Ζαχαρής μόνο που δεν έχει βάλει τηλέφωνο και δεν κατάφερε να μειώσει το νοίκι του. «Μένω στου Παπάγου και τα σπίτια είναι κυρίως των στρατιωτικών που τους έκοψαν τις συντάξεις και δεν ήθελαν να χάσουν το εισόδημα του ενοικίου». Ο Παύλος που είναι λίγο μετά τα 40 έχει μεγαλώσει σε αυτή την περιοχή. Δεν θέλει να πάρει τα παιδιά του από τους φίλους τους και την ζωή που έχουν συνηθίσει. Απολύθηκε από την δουλειά του το Φεβρουάριο. Του είχαν ήδη γίνει δύο μειώσεις. «Δούλευα στο διαφημιστικό τμήμα εκδοτικής εταιρείας. Είχα προσληφθεί με 1500 και με ένα παιδί. Έφυγα μετά από 8 χρόνια με 1600, δύο παιδιά αλλά δεν τα έπαιρνα κιόλας γιατί δεν μας πλήρωναν κάθε μήνα. Η γυναίκα μου έχει σχολή χορού. Με το ζόρι βγαίνουν από εκεί 200 το μήνα». Ο Παύλος χρωστάει πάνω από 100 χιλιάδες ευρώ στις τράπεζες. Πριν ξεκινήσει να δουλεύει τραβούσε λεφτά από την πιστωτική, μετά ήρθαν τα δάνεια αποπληρωμής, μετά κι άλλα δάνεια την εποχή που οι τράπεζες του έστελναν προεγκεκριμένες κάρτες στο γραφείο. «Δεν ασχολούμαι πια. Δεν ανοίγω λογαριασμούς. Τους είπα δεν έχω τίποτα. Δεν βλέπω φως πουθενά. Η δικιά μου γενιά καταστρέφεται περισσότερο από όλες. Ο 55αρης έχει συμπληρώσει κάποια ένσημα και ψάχνει να πάρει μια σύνταξη. Ο 25αρης θα δυσκολευτεί για 10 χρόνια και αν ανέβει η οικονομία στα 35 θα μπει στην αγορά έμπειρος. Στα 42 μου να κάνω τι;».

O Θάνος Οικονομίδης που είναι τώρα στα 63 του, ήταν δημόσιος υπάλληλος, επιθεωρητής εργασίας του ΣΕΠΕ. Εδώ και δύο χρόνια είναι συνταξιούχος. Παρά το ότι έχει υποστεί μείωση στην σύνταξή του δεν θεωρεί ότι έχει φτάσει σε σημείο που να τον φέρνει σε απόγνωση. Δεν κάνει πια τα έξοδα που έκανε πριν από μερικά χρόνια, αλλά αυτό δεν τον στενοχωρεί. Το θεωρεί απαραίτητο νοικοκύρεμα: “είχαμε φτάσει σε σημείο υπερκαταναλωτισμού και τώρα η συγκυρία έκανε επιτακτική την ανάγκη των λελογισμένων αγορών. Αν υπήρχε προοπτική ώστε αυτό το οικονομικό συμμάζεμα να γινόταν ισομερώς και ανάλογα με την οικονομική δύναμη του καθενός, τότε πιστεύω ότι οι Έλληνες, επειδή έχουμε και ένα επίπεδο, δεν θα διαμαρτυρόμασταν”. Ο κος Οικονομίδης δεν ήταν ο άνθρωπος που έκανε αποταμίευση. Του άρεσαν πάντα τα ταξίδια και όταν ερχόταν το καλοκαίρι προτιμούσε να γυρίζει την Ευρώπη. “Αυτά που έχω κάνει τα θεωρώ επένδυση, το να πάω δηλαδή έξω, να γνωρίσω κι άλλον κόσμο, να πάρω εμπειρίες. Για μένα αυτό ήταν μεγάλη υπόθεση”. Την γενιά των παιδιών του θεωρεί περισσότερο εκτεθειμένη στην κρίση και όχι την δικιά του. “Τα σημερινά παιδιά περνάνε πολύ δύσκολα γιατί έχουν αβέβαιο μέλλον. Η αγορά έχει γίνει αδηφάγα. Τα προσόντα που απαιτούνταν όταν βγήκα εγώ να δουλέψω ήταν λιγότερα. Τώρα έχουν περισσότερα προσόντα αλλά λιγότερη αμοιβή. Εμείς είμαστε υπεύθυνοι. Είμαστε υπεύθυνοι για αυτά που δίνουμε στην νεότερη γενιά”.

Ο Κώστας Αλεξανδρής στα 38 του αναγκάστηκε να απαντήσει στην ερώτηση «Τι θα κάνω όλη μέρα τώρα που δεν δουλεύω;». Μέχρι το Φεβρουάριο ήταν art director σε μια μεγάλη διαφημιστική. Από τότε που τον απέλυσαν ξυπνάει περίπου 10 το πρωί. Φτιάχνει τον καφέ του και βάζει αμέσως ραδιόφωνο γιατί δεν θέλει να χάνει τον Τζούμα στον Εν Λευκώ. Θα διαβάσει λίγο ένα βιβλίο, θα κάνει ένα μπάνιο και μετά θα πάρει τους δρόμους. Το μεσημέρι που θα επιστρέψει στο σπίτι του αρέσει να πίνει ένα ποτήρι κρασί και να κοιμάται. Λέει τη λέξη σιέστα τραβώντας το “α” και όταν τα περιγράφει όλα αυτά, τη μικρή ρουτίνα των τελευταίων μηνών, η φωνή του αλλάζει όπως κάνουμε όταν μιλάμε για τα πράγματα που αγαπάμε. «Εγώ ήμουν και τυχερός γιατί πάντα δούλευα νύχτα και τώρα που δεν έχω δουλειά με συντηρούν αυτά τα χρήματα». Ο Κώστας, που το βράδυ όταν παίζει μουσική στα μπαρ της Αθήνας είναι ο Κουεντίν, αγόρασε για πρώτη φορά ρολόι όταν έμεινε άνεργος. Τότε ένιωσε για πρώτη φορά ότι υπήρχε χρόνος για να μετρήσει. Μου λέει ότι αυτή είναι στην ουσία μια κρίση συνείδησης: «ταυτιζόμαστε με δουλειά, λεφτά, καριέρα και εξαρτιόμαστε. Τώρα όμως που έχεις απογυμνωθεί από τις υλικές σου ανάγκες, από τα δάνεια, τις πιστωτικές, μένεις χρεωμένος χωρίς λεφτά εσύ κι ο εαυτός σου. Τώρα λοιπόν που δεν έχεις να μου δείξεις φωτογραφίες από τις διακοπές τι έχεις να μου πεις ως άνθρωπος; Για πες; Έλα να κάτσουμε μαζί».

Καθόμαστε μαζί στους καναπέδες των σπιτιών μας και μιλάμε με τους φίλους μας ανθρώπους από κοντινές γενιές. Η πρώτη μας αντίδραση είναι να λυπηθούμε τους εαυτούς μας, να θυμώσουμε επειδή όλα αυτά σε συμβαίνουν σε εμάς, στις παρέες μας και στην γενιά μας. Όταν η ώρα περνάει λέμε κι άλλες ιστορίες. Αυτή μιας κοπέλας που δεν είχε 20 λεπτά για να πάρει το τραμ, κάποιου μεγαλύτερου που είχε να πληρωθεί 2 μήνες και προτίμησε να παραιτηθεί για να πάρει λεφτά στο χέρι, και ενός μικρότερου που τελείωσε την Νομική και είπε καλύτερα να δουλεύω πωλητής στο Παρίσι. Καταλήγουμε να μιλάμε για τον εαυτό μας μιλώντας για τους άλλους. Και έτσι η ένταση των προσωπικών συναισθημάτων καταλαγιάζει σαν τους θορύβους της ζωής που μπαίνουν εξασθενημένοι από τον φωταγωγό.