Το βράδυ της Κυριακής 6 Μαρτίου, αφήσαμε πίσω μας την πολύβουη πλατεία Leidse στο κέντρο του Αμστερνταμ, μαζί με τα «μιας κοψιάς» café της, τα τουριστικά εστιατόρια και τα ταχυφαγεία της. Στη νεόδμητη αίθουσα Rabozaal του πολυχώρου Melkweg, την τελευταία βραδιά για το φεστιβάλ «5 days off», στις 9 μ.μ., τα φώτα χαμήλωσαν και το πρώτο καρέ της ταινίας «Aelita: The Queen of Mars» συγχρονίστηκε με την έναρξη της μουσικής από τον Dj I-F (θεωρείται κορυφαία φυσιογνωμία στην ολλανδική ηλεκτρονική σκηνή), οι μουσικές επιλογές του οποίου θα συνόδευαν για τις επόμενες περίπου δύο ώρες αυτή την εντυπωσιακή βωβή ταινία, που αρχικά κυκλοφόρησε το 1924.

Ηταν μόνο τα πρώτα λεπτά του «I do because I couldn’t care less…» που οι ηλεκτρονικές νότες του I-F και η έντασή τους έμοιαζαν να πυροβολούν αδιακρίτως τα αυτιά μου, διότι πολύ σύντομα εναρμονίστηκαν με τους ήρωες του κινηματογραφιστή Γιάκοβ Προταζάνοφ και οι διαρκείς μουσικές εναλλαγές του I-F έγιναν, για μένα, αναπόσπαστο κομμάτι του γήινου (σοβιετικού) κόσμου στις αρχές της δεκαετίας του 1920 αλλά και των διαστημικών υπάρξεων, όπως τουλάχιστον τις φαντάζεται ο κεντρικός χαρακτήρας Λος πέφτοντας στον έρωτα της αριανής Αελίτα.

«Παρόλο που εργάζομαι ως Dj εδώ και περίπου 20 χρόνια, η σημερινή εμπειρία ήταν συναρπαστική, το να στέκομαι δηλαδή μπροστά από μία γιγαντιαία οθόνη, με τους θεατές να με κοιτούν, όχι για να τους κάνω να χορέψουν αλλά να συγκεντρωθούν σε ό,τι συμβαίνει στην ταινία» θα σχολιάσει αργότερα ο I-F δίνοντας μου την κάρτα του σταθμού Intergalactic FM όπου εργάζεται.

Ρωσική ταινία επιστημονικής φαντασίας, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλεξέι Τολστόι, η «Aelita» (αν και αρχικά πολύ δημοφιλής, στη συνέχεια κλειδώθηκε καλά στα σοβιετικά ντουλάπια από τα οποία βγήκε εκ νέου μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου) πραγματεύεται μια προλεταριακή επανάσταση όχι μόνο στη Γη αλλά και στον Αρη.

Αν και χαρακτηρίζεται ως προπαγανδιστική από μερικούς, οι μομφές είναι περισσότερες και συχνά η ειρωνεία του σκηνοθέτη τόσο λεπτή ώστε αιχμηρή (το σφυροδρέπανο σχηματίστηκε όταν ο ημίγυμνος, γυμνασμένος αλλά ιδροκοπημένος εργάτης κουράστηκε να σμιλεύει το ξύλινο δρεπάνι και παράτησε αποφασιστικά επάνω του το σφυρί του). Τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια είναι ένας από τους λόγους που πολλοί θα πουν ότι επηρέασε μεταγενέστερες ταινίες της εποχής, μεταξύ των οποίων και η «Metropolis» (1927) του Φριτς Λανγκ.

{{{ moto }}}

Ωστόσο, το βράδυ της Παρασκευής 11 Μαρτίου, η Μαρία Κομνηνού, γενική γραμματέας στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας, δεν θα αναφερθεί καθόλου σε αυτό προλογίζοντας την πρώτη προβολή του «αριστουργήματος του γερμανικού εξπρεσιονισμού» σε πλήρη μορφή στη χώρα μας (σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια διάρκειας κατά 25 λεπτά μεγαλύτερης από την αρχική, η οποία ανακαλύφθηκε στην Αργεντινή το 2008):

«Ενας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του κόσμου, προφητικός, ο Φριτς Λανγκ προμηνύει τη δυστοπία του σύγχρονου, βιομηχανικού και μεταβιομηχανικού, κόσμου» θα πει μεταξύ άλλων η Μαρία Κομνηνού και η ταινία θα αρχίσει.

Αυτή τη φορά, ο συνθέτης Μηνάς Ι. Αλεξιάδης ντύνει μουσικά για εμάς το μεγαλείο της βωβής Μητρόπολης του Λανγκ, παίζοντας συνθεσάιζερ για τα επόμενα 147 λεπτά, με το πέρας των οποίων θα μας σχολιάσει: «Ετοίμασα ό,τι ακούσατε σήμερα, βάσει αυτοσχεδιασμών, τις τελευταίες δύο εβδομάδες, με κριτήριο η μουσική να υποστηρίζει τη δράση. Είχα πολλά χρόνια να παίξω ζωντανά σόλο συνθεσάιζερ και έτσι ήταν για μένα πολύ σημαντική εμπειρία».

Με δύο χρόνια γυρισμάτων, κόστος παραγωγής 5 εκατ. μάρκα, 30.000 κομπάρσους, αισθητική που φέρει όλα τα ρεύματα της εποχής της και ιδιοφυή ειδικά εφέ που κάνουν πολλά σημερινά πονήματα να μοιάζουν υπερεκτιμημένα, η «Metropolis» ήταν η πρώτη ταινία που μπήκε, ως παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, στον κατάλογο με τα έργα Παγκόσμιας Μνήμης της Unesco, ενώ στην πλήρη, αποκατεστημένη, μορφή της προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 2010 στο Friedrichstadt – Palast στο Βερολίνο.

Στον «Πύργο της Βαβέλ» του Λανγκ «οι άνθρωποι μιλούν την ίδια γλώσσα αλλά δεν κατανοούν ο ένας τον άλλο», όπως αναφέρεται. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε όταν οι αστοί της τρανής Μητρόπολης (στολίδι της πιο μοντέρνας αρχιτεκτονικής, όπου ο πλούτος βασιλεύει) αγνοούν ότι στα έγκατα της γης στρατιές εργατών ζουν και δουλεύουν για χάρη τους, μέρος και αυτοί του καλο-λαδωμένου μηχανισμού που ανήκει στον κυβερνήτη Τζο Φρέντερσεν;

Θα το μάθουν μόνο όταν ο γιος του, Φρέντερ, ερωτευτεί τρελά τη Μαρία, προσωποποίηση της αγνότητας στην υπόγεια «πόλη των εργατών», και την ακολουθήσει εκεί. Και κάπως έτσι, η εργατική εξέγερση θα ξεσπάσει εδώ πιο αριστοτεχνικά.

Σε πέντε μέρες, σε δύο πόλεις, δύο ταινίες του κινηματογράφου του Μεσοπολέμου, με κοινές αναφορές, η καθεμιά από τη δική της σκοπιά ήρθαν για μένα σε διάλογο. Οδηγώντας προς το σπίτι, σε μια λιγότερο φιλική προς τον χρήστη πόλη από το Αμστερνταμ, σκέφτομαι ότι καμιά φορά η ζωή εκτυλίσσεται σε κινηματογραφικές συνέχειες. Και ανακαλώ τα λόγια της Μαρίας από την «πόλη των εργατών», «ανάμεσα στο μυαλό και στα χέρια ο διαμεσολαβητής πρέπει να είναι η καρδιά».