Το καλοκαίρι του 1946 ήταν γεμάτο από γεγονότα. Στις 2 Ιουνίου ένα δημοψήφισμα στην Ιταλία κατήργησε τη βασιλεία και ανακήρυξε τη χώρα σε δημοκρατία. Στις 17 Ιουνίου του ίδιου έτους η πρεμιέρα του «Ερρίκου Ε’» του Λόρενς Ολίβιε, της πρώτης έγχρωμης σαιξπηρικής ταινίας, θα αναγορευόταν από την κριτική ως η καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά έργου του κορυφαίου κλασικού. Την 1η Ιουλίου οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποίησαν την πρώτη δοκιμή της βόμβας υδρογόνου σε μια ως τότε άγνωστη σε όλους ατόλη του Ειρηνικού Ωκεανού. Στις 16 Αυγούστου διακοινοτικές ταραχές στην Καλκούτα της Ινδίας μεταξύ μουσουλμάνων και ινδουιστών θα εγκαινίαζαν την «Εβδομάδα των Μεγάλων Μαχαιριών» κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους περίπου 4.000 άτομα.
Διόλου παράξενο λοιπόν που λίγοι έδωσαν εκείνη τη στιγμή σημασία σε μια επίδειξη μόδας στην πισίνα Μολιτόρ στο Παρίσι στις 5 Ιουλίου. Εκεί, ο μηχανικός αυτοκινήτων και ντιζάινερ Λουί Ρεάρ θα παρουσίαζε, δύο μήνες μετά την αντίστοιχη πρόταση του συναδέλφου του Ζακ Χαΐμ, ένα μικροσκοπικό γυναικείο μαγιό που κάλυπτε μόνο τα απολύτως απαραίτητα και χωρούσε σε ένα κουτάκι διαστάσεων 5x5x5 εκατοστών. Μην μπορώντας να βρει μοντέλο που να δέχεται να φορέσει δημόσια την αποκαλυπτική κρεασιόν του, υποχρεώθηκε να προσλάβει για την περίσταση τη 19χρονη ευειδή Μισελίν Μπερναρντινί, ειδικευμένη στους γυμνούς χορούς στο περίφημο «Casino de Paris». Συντονισμένος με τους τίτλους των εφημερίδων και θέλοντας να εκμεταλλευθεί τη δημοσιότητα, ο δημιουργός του αποκάλεσε το μαγιό του «μπικίνι» –το όνομα ακριβώς του νησιωτικού συμπλέγματος της πρόσφατης θερμοπυρηνικής έκρηξης: «όπως η ατομική βόμβα», έλεγε ο Ρεάρ, «το μπικίνι είναι μικρό και καταστρεπτικό». Ενα φετίχ της ανδρικής φαντασίας και της σύγχρονης ποπ κουλτούρας είχε μόλις εγγραφεί στα κατάστιχα του 20ού αιώνα.
Εκείνα τα 200 τετραγωνικά εκατοστά υφάσματος ήταν τέκνο της πυρηνικής εποχής. Οχι μόνο η ονομασία του Ρεάρ, αλλά και αυτή που είχε δώσει ο Ζακ Χαΐμ στο κατά τι μακρύτερο αντίπαλον δέος («Atome», άτομο) προέρχονταν από την εικόνα του κόσμου όπως την έβλεπε η δυτική κοινή γνώμη μετά τη Χιροσίμα. Επιπλέον, τη διαφήμισή του θα αναλάμβαναν σταρ της περιόδου οι οποίες στην τότε επηρεασμένη ακόμη από τον Πόλεμο γλώσσα καλούνταν «σεξοβόμβες»: η ανάδυση της Ούρσουλα Αντρες από τα ύδατα στο «Δόκτωρ Νο», τον πρώτο Τζέιμς Μποντ, το 1962, υπήρξε εμβληματική στιγμή της ποπ κουλτούρας που χάρισε στην πρωταγωνίστρια μια μακρά καριέρα και στο ονοματεπώνυμό της το λογοπαίγνιο «Ursula Undress» («Ούρσουλα Γδύσου»). Εξίσου προκλητική ήταν η ένδυση της Ράκελ Γουέλς το 1966, με ένα πρωτόγονο μπικίνι από δέρματα ζώων στην ταινία «1.000.000 χρόνια προ Χριστού» (γνωστή και ως «Ο κατακλυσμός») –εμφάνιση λαλίστατη σε σχέση με τις μόλις τρεις ατάκες της στο έργο. Το Χόλιγουντ επένδυσε στην αξία του μπικίνι από νωρίς και ώθησε τις σταρ του να φωτογραφηθούν με αυτό τόσο επί σκηνής όσο και στις παραλίες: η Μέριλιν Μονρόε το λάνσαρε το 1946, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ το 1949, η Τζέιν Μάνσφιλντ πόζαρε με λεοπαρδαλέ εκδοχές του στις αρχές της δεκαετίας του ’50.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο νεωτερισμός υιοθετήθηκε άμεσα. Οι εκτιμήσεις του γάλλου ιστορικού της μόδας Ολιβιέ Σαγιάρ στο BBC το 2006 ότι το μπικίνι κυριάρχησε «εξαιτίας της ισχύος των γυναικών, όχι της δύναμης της μόδας» και ότι «η χειραφέτηση του μαγιό συνδεόταν πάντα με τη χειραφέτηση της γυναίκας» δεν περιλαμβάνουν την επισήμανση πως η έκδηλη ανάγκη για επιστροφή στη χαρά της ζωής και την απελευθέρωση από τα δεινά του μετώπου που χαρακτήρισε το πρώτο μεταπολεμικό καλοκαίρι δεν αρκούσε για να επιβάλει στο ευρύ κοινό κάτι τόσο ρηξικέλευθο για τα ήθη της εποχής. Το Βατικανό το χαρακτήρισε «αμαρτωλό» και ο «αφορισμός» αυτός συνέβαλε στην απαγόρευσή του σε Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Βέλγιο. Ο αμερικανός μεγιστάνας των μαγιό Φρεντ Κόουλ το περιφρόνησε το 1950 ως σχεδιασμένο «για τις κοντές Γαλλίδες». Το 1951 αποκλείστηκε από τις αποδεκτές εμφανίσεις για τον τίτλο της «Μις Κόσμος». Το περιοδικό «Modern Girl» το καταδίκαζε απερίφραστα το 1957, υποστηρίζοντας πως «είναι αδιανόητο ότι οποιαδήποτε κοπέλα με τακτ και αξιοπρέπεια θα φορούσε ένα τέτοιο πράγμα». Και η «New York Post» ισχυριζόταν τον Ιούλιο του 1959 ότι είχε βγει προς αναζήτησή του στα πέριξ της Νέας Υόρκης και δεν είχε εντοπίσει παρά μόνο δύο.
Η «έκρηξη» λοιπόν που περίμενε ο Λουί Ρεάρ αναβλήθηκε για τη δεκαετία του ’60, τα χρόνια της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της γυναικείας διεκδίκησης της ισότητας, της αντικουλτούρας και του καψίματος των σουτιέν. Είναι ενδεικτικό ίσως ότι δύο κορυφαίοι θεσμοί στον χώρο των περιοδικών τότε αισθάνθηκαν ασφαλείς ώστε να το εντάξουν στις σελίδες τους: το «Playboy» το 1962, το «Sports Illustrated», με αυτό που θα γινόταν αργότερα το πανηγυρικό ετήσιο «Swimsuit Issue», το 1964. Εως τότε το συλλογικό φαντασιακό είχε γαργαλιστεί επαρκώς, το αντισυλληπτικό χάπι είχε κυκλοφορήσει από το 1961, η Μπέτι Φρίνταν έγραφε για το «Γυναικείο μυστήριο» το 1963 και δήλωνε ότι «καμία γυναίκα δεν φτάνει σε οργασμό γυαλίζοντας το πάτωμα της κουζίνας», ο φεμινισμός εξαπλωνόταν ως κίνημα χειραφέτησης στη Δύση. Ως αποτέλεσμα, το 1967 το περιοδικό «Time» υπολόγιζε ότι «το 65% των νέων κοριτσιών έχουν ήδη περάσει στο μπικίνι».
Αυτά, οπωσδήποτε, στο εξωτερικό. Αν θέλει να ιχνηλατήσει κανείς την αντίστοιχη πορεία του ριζοσπαστικού μαγιό στα καθ’ ημάς, θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια διαφορετική πραγματικότητα. Ο νους πολλών μπορεί να πηγαίνει κατευθείαν στον ελληνικό εμπορικό κινηματογράφο και στις παραθαλάσσιες εμφανίσεις της Αλίκης Βουγιουκλάκη, της Ζωής Λάσκαρη ή της Μάρθας Καραγιάννη, ωστόσο η εικόνα αυτή δεν είναι απολύτως αντιπροσωπευτική. «Η ελληνική κοινωνία υποδέχεται με αντιφατικό τρόπο το μπικίνι» μας λέει ο Ηλίας Καφάογλου, συγγραφέας του πρόσφατου «Η Δημοκρατία στην παραλία –Μικρό δοκίμιο για το μπικίνι» (εκδ. Πόρτες). «Εμφανίζεται γύρω στο 1957, σε ένα σκανδαλοθηρικό περιοδικό, το «Χτυποκάρδι», με εξώφυλλο τη Ζέτα Αποστόλου, η οποία φοράει ένα ντε πιες –όχι ακριβώς μπικίνι, αλλά μπικίνι για τα ελληνικά δεδομένα. Είναι η εποχή που αρχίζει να αναπτύσσεται ο ελληνικός τουρισμός, πρώτα στα «in» νησιά –Μύκονος, Υδρα, Ρόδος –και μετά σιγά-σιγά στην ακτογραμμή του Φαλήρου, σε αυτό που αργότερα αποκλήθηκε «ελληνική Κυανή Ακτή». Το μπικίνι εμφανίζεται λοιπόν από τη μία ως κάτι το παραβατικό, εφόσον το «Χτυποκάρδι» είναι συνώνυμο της πορνογραφίας, από την άλλη ως επιλογή της αστικής-μεγαλοαστικής τάξης, η οποία κάνει διακοπές σε αυτά τα νησιά».
Στα πρώτα στάδια της σταδιοδρομίας του στις ελληνικές παραλίες το μπικίνι υποδεικνύει σαφείς ηλικιακούς, κοινωνικούς, γεωγραφικούς διαχωρισμούς, σύμφωνα με τα όσα παραθέτει στο βιβλίο του ο Καφάογλου. Τον Αύγουστο του 1957 το περιοδικό «Εικόνες», αν και προκηρύσσει «μια ιδανική δημοκρατία κάτω απ’ τον ήλιο» όπου «τίποτα δεν εμποδίζει τις κομψές και τις άκομψες, τους εφήβους και τους παρωχημένους να χαρούν το ίδιο, το χάδι του νερού, την αγκαλιά της ξανθιάς άμμου», διακρίνει εν τούτοις τη «σφριγηλή κορμοστασιά της νέας κοπέλας με το λιλιπούτειο μπικίνι» από τον «καλοκάγαθο, πιθαροειδή μεσήλικο». Ο Νίκος Τσιφόρος στον «Ταχυδρόμο» της 24ης Αυγούστου 1957 διακρίνει μεταξύ «πλαζ λαϊκής» και «πλαζ ποιότητος». Οι ακτές της Αττικής, από τη Γλυφάδα έως το Λαγονήσι, όμως, συγκεντρώνουν διαφορετικό πληθυσμό από τη Λούτσα που κατακεραυνώνει ο Δημήτρης Ψαθάς: «Ο Λουτσισμός είναι μορφή κοινωνικού τεντιμποϊσμού, αφορώσα ειδεχθή συμπεριφοράν εις τόπους δημοσίας λούσεως. Λουτσίζομαι σημαίνει λούομαι μετ’ άλλων συνενόχων εντός αυτοπαραχθέντος βορβόρου, εν συγχρωτισμώ και προς παρενόχλησιν και βλάβην του συνόλου. Λουτσιστής είναι ο καθ’ έξιν μολύνων χώρους δημοσίας λούσεως, έργω ή λόγω (βλασφημίαι, άσματα, τρανζίστορς, σαχλαμάρες, μπάλες, ερωτισμοί, κ.τ.λ.). Λουτσίστρια είναι η ευνοούσα, ενθαρρύνουσα ή ανεχομένη τοιαύτην συμπεριφοράν. Λουτσίστρια, π.χ., είναι η μαινάς που περιφέρει τα βρεγμένα της κρέατα μεταξύ θαμώνων του παραλιακού κέντρου ή η ανεμίζουσα τα εσώρουχά της πάνω από τα κεφάλια μας».
Η «δημοκρατία της παραλίας» επομένως προξενεί ανησυχίες σχετικά με την έκπτωση των ηθών. «Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 το μπικίνι δεξιώνονται ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες», λέει ο Καφάογλου, «αν και πάλι η πορεία είναι αντιφατική, ιδίως για τις νέες κοπέλες. Μια κοπέλα από ένα χωριό της Ρόδου βλέπει τις αλλοδαπές και τις πρωτευουσιάνες να φορούν μπικίνι σε μια παραλία του νησιού, θέλει να τους μοιάσει, φοβάται όμως ότι με αυτή την περιβολή θα χάσει έναν καλό γάμο». Ο Καφάογλου σημειώνει επίσης την κοινή αντίδραση κύκλων της Δεξιάς και της Αριστεράς: «Η Διδώ Σωτηρίου καταδικάζει το μπικίνι στην «Αυγή» γιατί δεν συνάδει με τα πρότυπα στράτευσης και πολιτικά ορθής αμφίεσης της ΕΔΑ και της Νεολαίας Λαμπράκη. Η παραεκκλησιαστική Δεξιά γιατί η έκθεση του γυναικείου σώματος διαφθείρει τα ήθη και τα έθιμα. Η Εκκλησία προχωρεί σε τοπικές απαγορεύσεις σε μη τουριστικές περιοχές, όπως η Πελοπόννησος και η Κρήτη». Ταυτόχρονα, οι δυτικοί νεωτερισμοί συμφύρονται και γίνονται από ορισμένους αντιληπτοί ως ενιαίος κίνδυνος: «Μπικίνι, ροκ, πάρτι, τζουκ μποξ, δίσκοι 45 στροφών, βέσπα, τα δύο φύλα μαζί δημιουργούν ανησυχία και «ηθικό πανικό». Αν και όχι σε όλους. Μπορεί «ηθικό πανικό» να εκφράζει ο Δημήτρης Ψαθάς, όχι όμως και η Ελένη Βλάχου, η οποία αντιτίθεται στην απαγόρευση των φλίπερ το 1965» παρατηρεί ο Καφάογλου. Ο διχασμός αυτός θα συνοδεύσει την ελληνική κοινωνία έως το Πολυτεχνείο, οπότε «το μπικίνι σταδιακά αρχίζει να λειτουργεί ως σημείο απελευθέρωσης του γυναικείου σώματος, άρα διεκδίκησης του δικαιώματος της γυναίκας στη δική της ταυτότητα».
Στη δεκαετία του ’80, όταν μπορεί κανείς να ενώσει με μία γραμμή πια την ελληνική και τη διεθνή εμπειρία του μπικίνι, καμία δεν φοβάται να βγει από το νερό φορώντας το, όπως η κοπέλα του «Itsy Bitsy Teenie Weenie Yellow Polka Dot Bikini» στο ομώνυμο τραγούδι του Μπράιαν Χάιλαντ το 1960 –αντίθετα, στη διασκευή της Πωλίνας το 1987 η πρωταγωνίστρια του «Ροζ μπικίνι»… «κάνει ντου και τρομάζει ο ντουνιάς». Η τάση του fitness θα οδηγήσει στα 80s στην πλήρη επικράτηση του μικροσκοπικού μαγιό: ο όρος «bikini body» και το άγχος για την καλοκαιρινή έκθεση στην παραλία χρονολογούνται από αυτή την περίοδο, όπως και οι πρώτες χρήσεις του από αθλήτριες του στίβου σε μεγάλες διοργανώσεις. Σήμερα οι ποικιλίες του μπικίνι είναι αναρίθμητες (μονοκίνι, τανκίνι, σλινγκ, στρινγκ, φουστίνι), η παρουσία του εδραιωμένη, οι προοπτικές του ανθηρές –σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας έρευνας αγοράς Technavio από το 2016, τα μαγιό σε παγκόσμιο επίπεδο θα αποτελούν το 2020 μια βιομηχανία της τάξης των 20 δισ. δολαρίων. Πολύ μακριά από την ηρωική εποχή που η Μπε-Μπε έκανε τέτοια αίσθηση στις Κάννες ώστε να την επικαλείται τον Σεπτέμβριο του 1961 και η «χοντρή» της γελοιογραφίας της τελευταίας σελίδας του περιοδικού «Θησαυρός», ενδεδυμένη με μπικίνι πάνω από ολόσωμο μαγιό: «Ο άντρας μου είδε τη Μπαρντώ να φορά αυτό και του άρεσε πολύ».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Αυγούστου 2018.