Μουσείο γνώσης, χώρος παιδείας, τόπος συσσώρευσης πληροφορίας, η βιβλιοθήκη θέλγει ως παρουσία από την αρχαιότητα ήδη. Υπόδειγμα είναι πάντοτε η αρχαία βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ιδανικό πληρότητας, επιβλητική τόσο ως σύλληψη όσο και ως οικοδόμημα. Eργο τέχνης ανάλογο με το περιεχόμενό της, η βιβλιοθήκη πόρρω απέχει από το να είναι μια αποθήκη ή απλό συνονθύλευμα ραφιών. Τείνουμε ενδεχομένως να το ξεχάσουμε σε μια χρονική στιγμή που εκτιμά απεριόριστα το χρηστικό, αποθεώνει τον όγκο των άυλων ηλεκτρονικών δεδομένων και επαίρεται για τα gigabytes των στοιχείων που μας προσφέρει, αλλά το έντυπο κείμενο ως μέσο εξαρχής συνδέθηκε άμεσα με την έννοια της φυσικής ομορφιάς. Η Βίβλος του Γουτεμβέργιου και πλήθος έργων από την αυγή του βιβλίου θεωρούνταν προνόμιο των εύπορων, περιουσιακά στοιχεία μεγάλης αξίας, δεμένα με σπάνια και ακριβά υλικά. Εκτός λοιπόν από θεματοφύλακες της παγκόσμιας γνώσης και μνημεία τής ανά τις εποχές πληροφορίας, οι βιβλιοθήκες υπήρξαν από νωρίς αντανάκλαση της σημασίας που αποδιδόταν στα αντικείμενα της φύλαξής τους. Ως εκ τούτου, δεν έπαψαν ποτέ να είναι εκφραστές των αρχιτεκτονικών ευαισθησιών της εποχής τους.
Το αναδεικνύει αυτό περίτρανα ο ιταλός φωτογράφος Μάσιμο Λίστρι σε έναν τόμο φωτογραφιών εκπληκτικής ποιότητας με τον τίτλο «The World’s Most Beautiful Libraries» (εκδ. Taschen). Ο Λίστρι ταξίδεψε σε ιδιωτικές, δημόσιες, αυτοκρατορικές, μοναστηριακές βιβλιοθήκες, συνθέτοντας τελικά στο λεύκωμά του μια συμφωνία ρυθμών, από τον μεσαιωνικό και τον κλασικό έως το μπαρόκ, το ροκοκό και τον βιομηχανικό του 19ου αιώνα. Μεταξύ τους βρίσκονται περίφημοι χώροι όπως η Αποστολική Βιβλιοθήκη του Βατικανού, εκείνη του Τρίνιτι Κόλετζ στο Δουβλίνο ή η Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη στη Φλωρεντία, κτήμα της οικογένειας των Μεδίκων σχεδιασμένο από τον Μιχαήλ Αγγελο. Ωστόσο, οι πιο ερεθιστικές οπτικά εικόνες προέρχονται πιθανότατα από λιγότερο γνωστά ονόματα στο ευρύ κοινό, από βιβλιοθήκες χρηματοδοτημένες στο παρελθόν από γενναιόδωρους πάτρωνες και κρυμμένες σήμερα σε πιθανά και απίθανα μέρη του κόσμου, συχνά ως αποτέλεσμα των τροπών της Ιστορίας.
Κοιτάζοντας κανείς τις εντυπωσιακές βιβλιοθήκες του Μάσιμο Λίστρι αισθάνεται σαν να μεταφέρεται ξαφνικά σε ένα σύμπαν βιβλίων σαν εκείνο που περιγράφει ο Ουμπέρτο Εκο –όχι τόσο στο μεσαιωνικό «Ονομα του Ρόδου» με τους κώδικες και τις περγαμηνές του, αλλά στο δαιδαλώδες «Εκκρεμές του Φουκώ» με τους παλιούς εκδοτικούς του οίκους, τα κρυμμένα βιβλία, τους υποβλητικούς χώρους και τα μυστήρια κείμενα που παραπέμπουν στις απαρχές της ίδιας της τυπογραφίας. Εδώ η κλίμακα είναι εξίσου μεγάλη, τα κτίρια εξίσου παράξενα και γοητευτικά μέσα στην ασυμβατότητά τους με τη δική μας εικόνα μιας βιβλιοθήκης. Δείτε, για παράδειγμα, το μεγαλείο της Σεντ-Ζενεβιέβ στο Παρίσι, την εικόνα ενός αχανούς αναγνωστηρίου γεμάτου φυσικό και τεχνητό φως, κι όμως ακόμη υποφωτισμένου από ένα σημείο και πάνω. Το σημερινό της οίκημα, χτισμένο το 1851 από τον αρχιτέκτονα Ανρί Λαμπρούστ, θυμίζει κάτι μεταξύ αρχαίας βασιλικής και σιδηροδρομικού σταθμού του 19ου αιώνα, ένα είδος μνημείου της Βιομηχανικής Εποχής. Η ίδια η βιβλιοθήκη, όμως, με τους 3 εκατ. τόμους, υφίσταται από το 1148: μοναστική τότε, έχει μετατραπεί έκτοτε σε δημόσια, εξυπηρετώντας σήμερα τις ανάγκες του Πανεπιστημίου Paris 1 Panthéon-Sorbonne. Επίσης αποτέλεσε το πρότυπο για την κατασκευή της δημόσιας βιβλιοθήκης της Βοστώνης.
Αντίθετα, εκείνη του Αββαείου του Κρεμσμίνστερ στην Αυστρία (με τους 160.000 τόμους και τα 1.700 χειρόγραφα) ήταν και παρέμεινε μοναστηριακή. Το αββαείο χρονολογείται από το 777 μ.Χ., γι’ αυτό και η βιβλιοθήκη του διατηρεί σημαντικότατα χειρόγραφα, όπως ο Codex Millenarius, έργο των αρχών του 9ου αιώνα φημισμένο για τις απεικονίσεις των ευαγγελιστών Λουκά, Ματθαίου, Μάρκου και Ιωάννη ως ιπτάμενου ταύρου, φτερωτού άνδρα, λιονταριού και αετού, αντίστοιχα. Εξωτερικά, η συμπαγής όψη του μοναστηριού, που θυμίζει τείχος, καταδεικνύει το γιατί παρέμεινε απρόσβλητο από εχθρούς. Εσωτερικά, η φωτογράφιση του Λίστρι αναδεικνύει την περίτεχνη ανακαίνιση στην οποία υποβλήθηκε τον 17ο αιώνα (αρχιτέκτων της βιβλιοθήκης ο Ιταλός Κάρλο Αντόνιο Καρλόνε). Ο φορτωμένος διάκοσμος και οι τοιχογραφίες στην οροφή τονίζουν μια ξεχασμένη σήμερα λεπτομέρεια: για αιώνες τα βιβλία αποτελούσαν ουσιαστικά αντικείμενα σπάνια και πολύτιμα και οι κάτοχοί τους ενίοτε θεωρούσαν ότι ο τόπος φύλαξης και μελέτης τους όφειλε να ανταποκρίνεται αισθητικά σε αυτήν ακριβώς την αξία τους. Πάντως η µεγαλύτερη µοναστηριακή βιβλιοθήκη στον κόσµο είναι εκείνη του γειτονικού Αββαείου του Αντµοντ στη Στυρία. Η κεντρική αίθουσα µε τον πλούσιο διάκοσµο έχει µήκος 70 µ., επτά τρούλους και 48 παράθυρα και στεγάζει πάνω από 70.000 τόµους, ανάµεσά τους και 1.300 σπάνια χειρόγραφα.
Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι πολλές από τις πιο ξεχωριστές για την αισθητική τους βιβλιοθήκες παραμένουν μοναστηριακές ακόμη και σήμερα. Κατά τι πιο αυστηρή από εκείνη του Κρεμσμίνστερ, η Στραχόβσκα Κνιχόβνα στην Πράγα, δηλαδή η βιβλιοθήκη του μοναστηρίου Στράχοβ, με τους 200.000 τόμους και τα 3.000 χειρόγραφα, αποτελεί κι αυτή δείγμα επένδυσης χρόνου και χρήματος. Στο στιγμιότυπο του Μάσιμο Λίστρι αποτυπώνεται η λεγόμενη «Αίθουσα της Φιλοσοφίας», της οποίας η κατασκευή ξεκίνησε το 1783 σε νεοκλασικό στυλ –τα ράφια από ξύλο καρυδιάς διασώθηκαν από μοναστήρι στη Λούκα της Μοραβίας το οποίο διαλύθηκε εκείνη την εποχή. Επί υπαρκτού σοσιαλισμού, το Στράχοβ είχε κατασχεθεί από το κράτος το 1950 και είχε μετατραπεί σε τμήμα του Μουσείου Τσεχικής Λογοτεχνίας. Μετά την πτώση του κομμουνισμού, η βιβλιοθήκη επιστράφηκε στους πρεμονστρατενσιανούς μοναχούς, οι οποίοι είχαν ιδρύσει το μοναστήρι το 1143. Μεικτή περίπτωση, αντίθετα, είναι εκείνη του ανακτόρου και μοναστηρίου της Μάφρα στην Πορτογαλία, 28 χιλιόμετρα έξω από τη Λισαβόνα. Το μπαρόκ παλάτι άρχισε να χτίζεται από τον βασιλιά Ιωάννη Ε’ το 1711 ως τάμα για την απόκτηση άρρενος διαδόχου από τη βασίλισσα Μαριάννα (εξ ου και η συμπερίληψη μονής Φραγκισκανών στα σχέδια) και ολοκληρώθηκε το 1755, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, από μια σειρά αρχιτεκτόνων (Κάρλος Μπατίστα Γκάρμπο, Κουστόδιο Βιέιρα, Μανουέλ ντα Μαΐα), εκ των οποίων το γενικό πρόσταγμα φαίνεται ότι είχε ο γερμανός χρυσοχόος Γιόχαν Φρίντριχ Λούντβιχ. Η βιβλιοθήκη, σε σχέδια του Μανουέλ Καετάνο ντε Σόουζα, στεγάζει σήμερα 36.000 τόμους, έχει μήκος 88 μέτρα, πλάτος 9,5 και ύψος 13 και είναι γνωστή για τα έξοχα δάπεδα από λευκό, γκρίζο και ροζ μάρμαρο. Ωστόσο, είναι διάσημη κυρίως για τις μικρές νυχτερίδες της που, σύμφωνα με όσα γράφει ο Τζέιμς Κάμπελ στο βιβλίο του «The Library: A World History» (εκδ. University of Chicago Press), εμφανίζονται για να κυνηγήσουν έντομα που διαφορετικά θα κατέστρεφαν τα βιβλία. Το τίμημα, κατά τον συγγραφέα, είναι τα περιττώματα των νυχτερίδων, εξαιτίας των οποίων τα διάσημα μάρμαρα οφείλουν να καθαρίζονται καθημερινά και τα έπιπλα της βιβλιοθήκης να σκεπάζονται τη νύχτα!
Το επιβλητικό αναγνωστήριο του Ράικσμουζεουμ του Αμστερνταμ συναγωνίζεται τη Μάφρα σε διάκοσμο, αν και όχι σε φωτεινότητα ή ελεύθερο χώρο. Κτίριο αναγεννησιακού ρυθμού με έκδηλες γοτθικές αναφορές, δημιουργήθηκε από τον αρχιτέκτονα Πιερ Κάιπερς ως οριστική οικία του μουσείου που είχε ιδρυθεί το 1800 και ως τότε διήγε νομαδικό βίο, αφού πρώτα στεγαζόταν στη Χάγη, έπειτα βρέθηκε στα βασιλικά ανάκτορα του Αμστερνταμ και αργότερα μετακόμισε στο κτίριο Τρίπενχουις. Η βιβλιοθήκη ανοικοδομήθηκε το 1885 μαζί με το μουσείο, ειδικεύεται στην Ιστορία της Τέχνης και αποτελεί τη μεγαλύτερη δημόσια ερευνητική βιβλιοθήκη της Ολλανδίας πάνω στο αντικείμενό της. Περιλαμβάνει περίπου 400.000 τόμους τοποθετημένους σε μια πανδαισία ξύλου που πλαισιώνεται σε κάθε όροφο με κάγκελα και σκάλες από σφυρήλατο σίδηρο.
Για το πραγματικό όνειρο κάθε βιβλιόφιλου, ωστόσο, φαίνεται ότι πρέπει κανείς να διασχίσει τον Ατλαντικό και να βρεθεί στο Ρίο ντε Τζανέιρο, στον αριθμό 40 της οδού Luís de Camões, προκειμένου να επισκεφθεί το Βασιλικό Πορτογαλικό Αναγνωστήριο (Real Gabinete Português de Leitura) των 350.000 τόμων. Χτισμένο μεταξύ 1880 και 1887 από τον πορτογάλο αρχιτέκτονα Ραφαέλ ντα Σίλβα ε Κάστρο, ακολουθεί το στυλ «neomanuelino», μια αναβίωση στον 19ο αιώνα του ύφους της εποχής του βασιλιά Μανουέλ (1495-1521), το οποίο αποτελούσε ουσιαστικά την πορτογαλική εκδοχή του ευρωπαϊκού γοτθικού-αναγεννησιακού ρυθμού –μάλιστα η πρόσοψή του σφυρηλατήθηκε στη Λισαβόνα και μεταφέρθηκε με πλοίο. Το αποτέλεσμα είναι ένα εντυπωσιακό αχανές εσωτερικό που ενσωματώνει το χρώμα των βιβλιοδεσιών στον ξύλινο διάκοσμο, παίζει επίμονα με τους φωτισμούς και συνθέτει την αίσθηση ενός χώρου πολύ πιο ζωντανού από τις κατά κανόνα μετρημένες χρωματολογικά ομολόγους του. Η φωτογραφική του αποτύπωση από τον Μάσιμο Λίστρι καταδεικνύει γιατί το 2014 το περιοδικό «Time» την επέλεξε ως μία από τις πέντε ωραιότερες βιβλιοθήκες του κόσμου. Οπως και όλες οι υπόλοιπες του ιταλού φωτογράφου, συνιστά ιδανικό μελλοντικό προορισμό για τους ταξιδιώτες που αναζητούν διέξοδο διαφυγής από την πεπατημένη της επιβεβλημένης παρουσίας στα μουσεία της χώρας που επισκέπτονται.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Αυγούστου 2018.