«Ζωγραφίζω τον εαυτό μου επειδή είμαι πολύ συχνά μόνη και επειδή είμαι το αντικείμενο που γνωρίζω καλύτερα». Η ρήση ανήκει στη Φρίντα Κάλο, όταν όμως αντικρίζει κανείς έναν πίνακα της Αρτεμισίας Τζεντιλέσκι (1593-1653) μπορεί να τη φανταστεί ως ιδανική λεζάντα. Εάν λοιπόν παρατηρήσει κάποιος την «Αυτοπροσωπογραφία ως Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας», η οποία αγοράστηκε πρόσφατα από την Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου για 3,6 εκατ. στερλίνες, μια τιμή-ρεκόρ για τη δουλειά της συγκεκριμένης καλλιτέχνιδας, μπορεί να διακρίνει τι αντίκριζε η «σπουδαιότερη ζωγράφος της εποχής του μπαρόκ και μία από τις πιο σημαντικές ακολούθους του Καραβάτζιο» όταν χανόταν στη ρέμβη της ενδοπαρατήρησης. Εβλεπε, ή πιο σωστά ένιωθε, μια γυναίκα ρωμαλέα και μυώδη, με αποφασιστικό, διεισδυτικό και σχεδόν σκληρό βλέμμα. Στον συγκεκριμένο πίνακα επιπλέον έχει επιλέξει να ακουμπάει το ένα χέρι πάνω σε μια σπασμένη ξύλινη ρόδα από την οποία πετάγονται μεταλλικά καρφιά, ενώ με το άλλο κρατάει στην αγκαλιά της ένα φοινικόφυλλο σαν να το προστατεύει.
Οχι, δεν συνιστά ύβρη το γεγονός ότι οικειοποιείται την αγιοσύνη μιας χριστιανής που αποκεφαλίστηκε για τα πιστεύω της. Αφενός, η συγκεκριμένη θεματική, όπως και οι βιβλικές αναφορές, ήταν αγαπητή σε καλλιτέχνες από τον Ραφαήλ έως το είδωλό της και φίλο του πατέρα της Καραβάτζιο. Αφετέρου, είχε μαρτυρήσει και η ίδια, για τον απλούστατο λόγο ότι είχε γεννηθεί γυναίκα στην περίοδο της ύστερης Αναγέννησης. Οταν στα 18 της βρέθηκε στο δικαστήριο ως κατήγορος του άνδρα που την είχε βιάσει, της έβαλαν τα δάχτυλα σε ένα όργανο σύνθλιψης, έναν μεσαιωνικό «ορό της αλήθειας», προκειμένου να εκμαιεύσουν από αυτήν το ακριβές της κατάθεσής της. Ευτυχώς πείστηκαν ότι δεν είχε υποπέσει σε ψευδορκία και έτσι παρέμεινε αρτιμελής να διοχετεύει την οργή της για την κατάφωρη αδικία στην τέχνη της που συγκλονίζει ακόμα και σήμερα. Ιδίως σε πίνακες όπως ο τιτλοφορούμενος «Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη», στον οποίο απεικονίζει δύο γυναίκες να αποκεφαλίζουν έναν άνδρα σε αγαστή συνεργασία –ένα ιδιαίτερα βίαιο αλλά ηχηρό φεμινιστικό statement για το πώς μπορούν να αντιμετωπίζονται όσοι δεν σέβονται το γυναικείο φύλο από μαχητικούς εκπροσώπους του (έστω σε μεταφορικό επίπεδο).
Εκείνη είχε γεννηθεί στη Ρώμη το 1593, κόρη του Οράτιου Τζεντιλέσκι, ενός ζωγράφου που συνδεόταν φιλικά με τον σπουδαιότερο ζωγράφο της εποχής του και ουσιαστικό δημιουργό της σχολής του μπαρόκ, Καραβάτζιο. Ως παιδί πρέπει να είχε εντυπωσιαστεί από τη ζωή αυτού του ιδιοφυούς δημιουργού και ως έφηβη, στα 13 της, πρέπει να είχε συγκλονιστεί όταν μαθεύτηκε ότι ο κατά τ’ άλλα εκρηκτικός και επικίνδυνος άνδρας σκότωσε έναν αντίζηλο με το ξίφος που έφερε διαρκώς πάνω του. Ο φυγόδικος Καραβάτζιο το έσκασε από τη Ρώμη και δεν τον ξαναείδαν ποτέ. Πρόλαβε όμως να επηρεάσει την Τζεντιλέσκι βαθύτατα με το αιχμηρό κιαροσκούρο του και, για να μην ξεχνιόμαστε, με την ανάδειξη της ανθρώπινης φύσης των μαρτύρων και των Αποστόλων.
Ενδεχομένως να της ενστάλαξε ερήμην του και τον θαυμασμό για την απρόβλεπτη προσωπικότητά του και για την αποφασιστικότητά του να ζήσει με τρόπο που δεν ταίριαζε στα ήθη της εποχής. Την ευνοούσε βέβαια και το γεγονός ότι ήταν κόρη ζωγράφου, καθώς η συγγένεια, πρώτου βαθμού κατά προτίμηση, ήταν το διαβατήριο για την ενασχόληση μιας γυναίκας με την τέχνη, μια αδιανόητη υπόθεση πριν, κατά τη διάρκεια και πολύ μετά την εποχή της Αναγέννησης. Υπήρξε επίσης τυχερή που ο καλλιτέχνης πατέρας της είχε όνειρα και φιλοδοξίες για την κόρη του που δεν περιορίζονταν στο να της εξασφαλίσει έναν καλό γαμπρό. Ωστόσο, στην εφηβεία η τύχη εγκατέλειψε την ίδια όσο και η ευθυκρισία τον πατέρα της. Αυτό συνέβη όταν ο Οράτιος προσέλαβε έναν ανερχόμενο καλλιτέχνη, τον Αγκοστίνο Τάσι (1578-1644), για να της κάνει μαθήματα ζωγραφικής. Εναν άνδρα που θεώρησε ότι είχε το δικαίωμα να επεκτείνει την εκπαιδευτική του δραστηριότητα και σε άλλους τομείς, χωρίς τη συναίνεση της Αρτεμισίας.
Εγινε σκληρός αγώνας. Οταν εκείνος μπήκε στο δωμάτιό της και κινήθηκε απειλητικά εναντίον της δεν περιορίστηκε μόνο στο να του γρατζουνίσει το πρόσωπο. «Του τράβηξα τα μαλλιά και άρπαξα το πέος του τόσο δυνατά που έκοψα ένα κομμάτι σάρκας» έλεγε στην κατάθεσή της. Οταν τίποτε δεν στάθηκε ικανό να σταματήσει τον ακόρεστο Τάσι, εκείνη άρπαξε ένα μαχαίρι και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. «Εδώ είμαι» είπε εκείνος ανοίγοντας το παλτό του για να προτάξει το στήθος του. Εννοείται ότι δεν έμεινε εξίσου ευθυτενής μέχρι το τέλος και καθώς έσκυψε να αποφύγει το χτύπημα το μαχαίρι βρήκε τον τοίχο. Στη δίκη που ακολούθησε, όταν ο πατέρας της Αρτεμισίας θέλησε να τιμωρήσει τον Τάσι, όχι ακριβώς επειδή τη βίασε, αλλά επειδή δεν δεχόταν να την αποκαταστήσει, προέκυψαν πολλά στοιχεία. Κατ’ αρχάς, υπήρξαν πολλοί μάρτυρες που κατέθεσαν ότι η περίπτωση του βιασμού της Αρτεμισίας ήταν πταίσμα συγκριτικά με τα υπόλοιπα κατορθώματά του. Ο Τάσι, στο κάτω-κάτω, ήταν ένας άνδρας ο οποίος είχε δολοφονήσει τη γυναίκα του.
Υπήρχε βέβαια και η κατάθεση-καταπέλτης της Αρτεμισίας –γιατί παρεμπιπτόντως τα «πρακτικά» της δίκης σώζονται και μπορεί κανείς να θαυμάσει τη ευφράδεια και την παρρησία αυτής της 18χρονης γυναίκας. Ωστόσο, όταν τελικά ήρθε η ώρα της ετυμηγορίας, ο Τάσι κρίθηκε μεν ένοχος αλλά αφέθηκε τελικά ελεύθερος μετά από μόλις έναν χρόνο στη φυλακή, καθώς έχαιρε της εκτίμησης και της προστασίας του πάπα Ιννοκέντιου Ι’ τόσο ως ζωγράφος όσο και ως άνθρωπος. «Δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ. Αλλοι καλλιτέχνες προσποιούνται ότι είναι έντιμοι αλλά τελικά αποδεικνύουν το αντίθετο» έλεγε χαρακτηριστικά ο ανώτατος εκπρόσωπος του Ιερατείου. Η ιστορία έβαλε τελικά τον Τάσι στη θέση που του άρμοζε. Αν δεν υπήρχε αυτή η υπόθεση για να τον συνδέει με τη ζωή της «μοναδικής Καραβατζίστα», όπως έγραφε στη βιογραφία της Τζεντιλέσκι η Μέρι Ντ. Γκάραντ, το όνομά του ως ζωγράφου θα ήταν παντελώς ξεχασμένο.
Μολονότι λοιπόν προσπάθησαν να σπάσουν την Αρτεμισία, δεν κατάφεραν να την τσακίσουν. Με τη ρετσινιά της περιβόητης δίκης να την ακολουθεί σαν πιστό κουνάβι, ξεκίνησε μια καινούργια ζωή στη Φλωρεντία και κατάφερε να αφοσιωθεί με όλη της την ψυχή στη ζωγραφική. Σύντομα έγινε μία από τις πιο γνωστές καλλιτέχνιδες της Ευρώπης και οι πίνακές της εκτιμήθηκαν δεόντως από τους Μεδίκους μέχρι τον Κάρολο Α’ της Αγγλίας. Και να που σχεδόν τέσσερις αιώνες από τον θάνατό της καταφέρνει να κατακτήσει περίοπτη θέση σε μια καλλιτεχνική κιβωτό όπως αυτή της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου, καθώς η «Αυτοπροσωπογραφία ως Αγία Αικατερίνη» γίνεται ο εικοστός πίνακας γυναίκας ζωγράφου που θα συμπεριληφθεί σε αυτή τη συλλογή των 2.300 έργων ευρωπαϊκής ζωγραφικής από τον Μεσαίωνα έως την εποχή του Σεζάν.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Ιουλίου 2018.