«Τα σύννεφα πυκνώνουν γύρω από την Amazon.com» έγραφε το άρθρο της «Washington Post» στις 21 Φεβρουαρίου 2001. Η φούσκα των εταιρειών dot.com είχε μόλις σκάσει με πάταγο καταλήγοντας σε απώλειες της τάξης του 1,7 τρισεκατομμυρίου δολαρίων και η αγορά ανέμενε ότι το δικτυακό βιβλιοπωλείο «θα στέρευε από χρήματα για να πληρώσει τις υποχρεώσεις του ως το τέλος του χρόνου». Δεκαεπτά χρόνια από τότε, στις 17 Ιουλίου 2018, το Bloomberg θα ανακοίνωνε ότι η χρηματιστηριακή αξία της Amazon ανερχόταν σε 900 δισεκατομμύρια δολάρια και ο ιδρυτής και κύριος μέτοχός της, Τζεφ Μπέζος, λογιζόταν από εκείνη τη στιγμή ως ο πλουσιότερος άνθρωπος της σύγχρονης εποχής με περιουσία 152 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Με τη μετάδοση της είδησης πολλά μέσα ενημέρωσης προχώρησαν σε συγκρίσεις για να βοηθήσουν το κοινό να αντιληφθεί το αστρονομικό μέγεθος του αριθμού –και το γιατί αυτός αυξομειώνεται ανάλογα με την αξία της Amazon (στις 31/7 είχε πέσει στα 146,3 δισ.). Το BBC σημείωνε ότι ο δεύτερος πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου και πρώην αδιαφιλονίκητος κάτοχος της πρώτης θέσης Μπιλ Γκέιτς είχε μόνο 95 δισεκατομμύρια. Το δικτυακό περιοδικό Quartz υπολόγιζε ότι ο πακτωλός του Μπέζος έφτανε για να αγοράσει όλες τις επιχειρήσεις του χρηματιστηρίου της Ιρλανδίας –και να του περισσέψουν και μερικά δισεκατομμύρια ακόμη. Ο ιστότοπος Maxim.com ισχυριζόταν ότι ο ιδιοκτήτης του Amazon κατείχε μόνος του περισσότερα εισοδήματα από 2,7 εκατομμύρια Αμερικανούς. Κρυψίνους ή ευπροσήγορος, ονειροπόλος ή στυγνός επιχειρηματίας, φιλάνθρωπος ή φιλάργυρος, ο Μπέζος έχει δει ήδη αρκετές διαφορετικές εικόνες του να παρελαύνουν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης εδώ και χρόνια. Και αυτό γιατί δύσκολα κατατάσσεται σε κατηγορίες.

Εγώ, ο Τζέφρι

Δεν μας λείπουν οι γνώσεις για τον Τζέφρι Πρέστον Τζόργκενσεν. Είναι γνωστό ότι γεννήθηκε στο Νέο Μεξικό στις 12 Ιανουαρίου 1964, ότι η μητέρα του βρισκόταν σε εφηβική ακόμη ηλικία, ότι ο πατέρας του τους εγκατέλειψε νωρίς, ότι το όνομα «Μπέζος» το οφείλει στον κουβανό (και όχι έλληνα) θετό πατέρα του, μηχανικό της πετρελαϊκής εταιρείας Exxon, ότι στην ηλικία των 18 φιλοδοξούσε να χτίσει ξενοδοχεία, πόλεις και αποικίες σε τροχιά γύρω από τη Γη, ότι σπούδασε στο Πρίνστον, ότι εργάστηκε στη Γουόλ Στριτ στον τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών, ότι εκεί γνώρισε τη συγγραφέα σύζυγό του, Μακένζι, ενώ εργάζονταν στο ίδιο hedge fund. Εγκατέλειψε τον χρηματοπιστωτικό παράδεισο το 1994 και το ταξίδι του από τη Νέα Υόρκη στο Σιάτλ, στη διάρκεια του οποίου συγκρότησε, υποτίθεται, το business plan αυτού που θα γινόταν το Amazon, έχει αποκτήσει διαστάσεις θρύλου στη μυθολογία των νέων τεχνολογιών. Γνωρίζουμε ότι στα μέγαρά του στο Μπέβερλι Χιλς της Καλιφόρνιας και στο Σέντραλ Παρκ Γουέστ της Νέας Υόρκης, αξίας 20 και 14 εκατομμυρίων ευρώ, αντίστοιχα, πλένει ο ίδιος τα πιάτα μετά το δείπνο. Γνωρίζουμε ότι παλαιότερα αδιαφορούσε για την ένδυσή του και οδηγούσε ένα ταπεινό Honda Accord. Γνωρίζουμε ότι σήμερα διαθέτει ένα προσωπικό τζετ Gulfstream αξίας 55,5 εκατ. ευρώ και ένα μίνι υποβρύχιο. Γνωρίζουμε, γιατί το έχει δηλώσει ο ίδιος, σύμφωνα με την «Daily Mirror», ότι άφηνε τα τέσσερα παιδιά του να παίζουν με μαχαίρια από την ηλικία των 4 ετών και με ηλεκτρικά εργαλεία από την ηλικία των 7 γιατί «το να παίρνουν ρίσκα και να βασίζονται στον εαυτό τους διδάσκει την επινοητικότητα, καίρια δεξιότητα τόσο για την επαγγελματική όσο και για την καθημερινή ζωή».

Πολίτης Μπέζος

Το συμπέρασμα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με έναν μονοδιάστατο άνθρωπο. Εξ ου και δύσκολα τον συναντά κανείς ως καρικατούρα στα (λίγα, είναι η αλήθεια) προφίλ του που κυκλοφορούν στα μέσα ενημέρωσης. Ναι, το «New York Review of Books» τον είχε κάποτε παρουσιάσει μαυροντυμένο και απειλητικό με ύφος Νοσφεράτου, ωστόσο το παρωνύμιο «Πολίτης Μπέζος», κατά το «Πολίτης Κέιν» του Ορσον Γουέλς που του κόλλησε το ίδιο περιοδικό, αποδίδει καλύτερα την περιπλοκότητα του χαρακτήρα του. Ο Μπραντ Στόουν στο βιβλίο «The Everything Store. Jeff Bezos and the Age of Amazon» (εκδ. Corgi) τον παρουσιάζει ως ονειροπόλο, διορατικό, ανταγωνιστικό και αδίστακτο. Μπορεί να έχει ως ιδανικό του την καλοσύνη, αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να ουρλιάζει στους υφισταμένους του. Μπορεί κατά καιρούς να έχει μιλήσει με σεβασμό για το βιβλίο, τα όρια του σεβασμού για το μέσο όμως φτάνουν ως εκεί που αυτός συγκρούεται με τη μεγιστοποίηση των κερδών του Amazon. Μπορεί το 2013 να αγόρασε τη «Washington Post», θεσμό της αμερικανικής δημοσιογραφίας, και να τη διαχειρίστηκε με τόση ευελιξία ώστε η εφημερίδα να έχει ήδη επιστρέψει στην κερδοφορία από τα τέλη του 2016, κάποιοι όμως υποπτεύονται ακόμη ότι τη θέλει απλώς ως όχημα επηρεασμού της αμερικανικής πολιτικής. Μπορεί να έχει ταχθεί με θερμά λόγια υπέρ της ελευθερίας του Τύπου σε μια σπάνια συνέντευξή του στον διακεκριμένο δικτυακό τόπο Recode τον Μάρτιο του 2018 («τα ωραία λόγια δεν χρειάζονται προστασία, τα άσχημα λόγια χρειάζονται προστασία»), δεν θα τον πίστευαν όμως πολλοί, αν δεν δεχόταν λίγο αργότερα την επίθεση του Ντόναλντ Τραμπ επειδή, υποτίθεται, το μέγεθος του Amazon αδικεί την κοινωνία –α, ναι, και η «Washington Post» αδικεί τον ίδιο.
Ακόμη και οι μαρτυρίες γνωστών του Μπέζος τείνουν να είναι αντιφατικές ως προς το ποιόν του. Το 2016 δύο κορυφαίοι δημοσιογράφοι του τεχνολογικού ρεπορτάζ οι οποίοι τον γνώριζαν από τις απαρχές του Amazon μίλησαν στον Αλεξάντερ Ναζάριαν του «Newsweek». Ο Κέβιν Κέλι, συνιδρυτής του περιοδικού «Wire», επισήμανε ότι κύριο χαρακτηριστικό του Τζεφ είναι πως «γελά συχνά», δείγμα ανθρώπου «συγκεντρωμένου, χωρίς παρωπίδες, ο οποίος μπορεί να λάβει τις αποστάσεις που απαιτεί ο χιουμοριστικός αναστοχασμός. […] Μπορεί δηλαδή να γελά με τον ίδιο του τον εαυτό». Η Κάρα Σουίσερ, αντίθετα, συνιδρύτρια του ιστότοπου τεχνολογικών ειδήσεων Recode, θεωρεί ότι το γέλιο είναι «τέχνασμα προς αποπροσανατολισμό των άλλων που κάνει τον Μπέζος να μοιάζει ανοιχτόκαρδος και χαλαρός, κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι». Παρατήρηση που, αν μη τι άλλο, ταιριάζει με τις πληροφορίες του Μπραντ Στόουν: ο Μπέζος «τείνει προς μελοδραματικά ξεσπάσματα οργής που κάποιοι υπάλληλοι του Amazon χαρακτηρίζουν σε ιδιωτικές συζητήσεις «παλαβά»».
«Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του βιογραφικού του είναι ότι ήθελε να ονομάσει την εταιρεία του Relentless» (δηλαδή, «αμείλικτη»), γράφει ο Αλεξάντερ Ναζάριαν. Το όνομα μπορεί να μην επικράτησε τελικά, ωστόσο οι πρακτικές που ανέπτυξε η Amazon με αφετηρία μια απλή ιντερνετική υπηρεσία πώλησης βιβλίων το 1995 δεν απέχουν και πολύ από τις αρχικές βλέψεις. Ο Στιβ Κολ έγραφε στο «New York Review of Books» τo 2014 ότι το εταιρικό όραμα του Μπέζος προερχόταν από τη μελέτη του τρόπου με τον οποίο τα σουπερμάρκετ Walmart παρείχαν στο κοινό καλύτερες τιμές πιέζοντας τους προμηθευτές τους. Από νωρίς το Amazon κατηγορήθηκε για κατάχρηση της τακτικής αυτής. Και αν ο διπλωματικός αιφνιδιασμός του Μπέζος το 2007, όταν, ανακοινώνοντας την έλευση του Kindle, δήλωσε δημόσια και μια ενιαία τιμή ηλεκτρονικού βιβλίου στα 9,99 δολάρια χωρίς πρώτα να έχει ενημερώσει τους εκδοτικούς οίκους με τους οποίους είχε συμφωνήσει για τη διακίνηση των e-books τους, μπορεί να θεωρηθεί ωμή, αλλά όχι εκβιαστική κίνηση, δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο και για την υπόθεση Hachette επτά χρόνια αργότερα. Το 2014 το Amazon συζητούσε με διάφορους εκδοτικούς οίκους το θέμα των ποσοστών του επί των πωλήσεων. Καθώς οι διαπραγματεύσεις με τη μεγάλη γαλλική επιχείρηση δεν έβαιναν ευνοϊκά, το Amazon αφαίρεσε από τον δικτυακό του τόπο τα links για παραγγελίες βιβλίων της Hachette.

Μυστικοπάθεια

Παρόμοιες κινήσεις που υποσκάπτουν τον αντίπαλο χωρίς αυτό να γίνεται ευρέως αντιληπτό με την πρώτη ματιά συνάδουν με τη μυστικότητα που χαρακτηρίζει την επιχείρηση. «Η Amazon είναι η πιο μυστικοπαθής τεχνολογική εταιρεία» δήλωνε στο «Newsweek» ο Φερχάντ Ματζού, συντάκτης τεχνολογίας των «New York Times» το 2016. Βασικά στοιχεία, όπως ο αριθμός των δεμάτων που διακινεί ημερησίως ή ο αριθμός των συσκευών Kindle που έχει διαθέσει, παραμένουν άγνωστα. Αγνωστο στους πολλούς είναι και το γεγονός ότι η πιο επικερδής του δραστηριότητα δεν είναι η πώληση βιβλίων (και ρούχων και αξεσουάρ και επίπλωσης και εργαλείων και παιχνιδιών και πλήθους άλλων αντικειμένων), είναι η διάθεση υπηρεσιών cloud. Η Amazing Web Services που ιδρύθηκε το 2006 και η αξία της σήμερα εκτιμάται σε 160 δισεκατομμύρια δολάρια προσφέρει υπολογιστικές υπηρεσίες στο νέφος σε οργανισμούς από τη CIA ως το Netflix –από το 2018 και στην ίδια την Apple, παρακαλώ. Τα ποσά που εισπράττει από πωλήσεις αντικειμένων και διαφύλαξη δεδομένων βρίσκονται σε ασφαλή χέρια: το 2016, όπως αποκάλυψε ο αρθρογράφος Σάιμον Μόρις στο «Newsweek», η εταιρεία διέθετε «πλεονεκτική οικονομική θέση χάρη στο γεγονός ότι είχε μεταφέρει την παγκόσμια έδρα της στη μικρή, περίκλειστη επικράτεια του Λουξεμβούργου» χρησιμοποιώντας ουσιαστικά τη χώρα ως φορολογικό καταφύγιο.
Βέβαια, ο Τζεφ Μπέζος δεν κρατά και τα 152 δισεκατομμύριά του κάτω από το στρώμα. Εχει επενδύσει κατά καιρούς με επιτυχία στην Google, στο Twitter, στην Uber, στο Airbnb. Το 2013 πλήρωσε 250 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά για να αγοράσει από τον Ντόναλντ Γκρέιαμ τη θρυλική «Washington Post» χωρίς καν να συζητήσει την τιμή: «Δεν έλεγξα τα λογιστικά βιβλία και δεν διαπραγματεύθηκα με τον Ντον» δήλωνε στο «Business Insider» τον Μάρτιο του 2016. «Απλώς αποδέχθηκα το νούμερο που μου πρότεινε». Το 2014 λάνσαρε στην αγορά έναν εικονικό προσωπικό βοηθό που παρέχει πληροφορίες για τον καιρό και την κίνηση στους δρόμους, κρατά σημειώσεις για ψώνια, παίζει μουσική και ακούει στο όνομα «Alexa». Προς το παρόν ο Μπέζος χρηματοδοτεί αφειδώς την αεροδιαστημική εταιρεία Blue Origin, την οποία ίδρυσε το 2000 με στόχο να μεταφέρει τουρίστες σε υπο-τροχιακές πτήσεις. Από το 2016 και μετά ο ίδιος εκποιεί κάθε χρόνο στοκ αξίας περίπου 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων από τις χρυσοφόρες μετοχές του Amazon προκειμένου να προωθήσει την τελική φάση της υποδομής. Πολλαπλές δοκιμές έχουν γίνει ήδη με πιο πρόσφατη αυτή της 18ης Ιουλίου στην οποία το τροχιακό όχημα έφτασε σε ύψος 119 χιλιομέτρων, σταθεροποιήθηκε και έπειτα από πτήση 11 λεπτών χωρίς απρόοπτα επανήλθε στη Γη. Η πρώτη δοκιμαστική επανδρωμένη αποστολή του οχήματος ίσως γίνει πριν από το τέλος του 2018 με επιβάτη ενδεχομένως τον ίδιο τον Μπέζος, αφήνοντας έτσι τον Ρίτσαρντ Μπράνσον και τη Virgin Galactic που ξεκίνησαν το ίδιο σχέδιο το 2004 να τρώνε τη σκόνη του. Παιδί μιας εποχής που το Διάστημα παρουσιαζόταν ως «το τελευταίο σύνορο» (για να θυμηθούμε το μότο του «Σταρ Τρεκ», σειράς της οποίας δηλώνει οπαδός και σε ταινία της οποίας έκανε ένα φιλικό πέρασμα το 2016), ο Τζεφ μπορεί να διατηρεί μια νοσταλγική ανάμνηση για το επάγγελμα του αστροναύτη, μη νομίζετε όμως ότι τα κίνητρά του είναι αποκλειστικά ρομαντικά.

Money, Money

Σύμφωνα με τα όσα έλεγε στο «Geek Wire» τον Μάρτιο του 2016 πιστεύει ότι το μέλλον ανήκει στην «εμπορευματοποίηση του Διαστήματος που θα διαρκέσει εκατοντάδες χρόνια οδηγώντας σε μια εποχή που εκατομμύρια ανθρώπων θα ζουν και θα εργάζονται στο Διάστημα». Με το αζημίωτο, εννοείται: κατά το Reuters, ο ίδιος θα χρεώσει τον καθένα από τους 650 εθελοντές διαστημοτουρίστες που έχουν εμφανιστεί στην Blue Origin για να δουν τον πλανήτη μας από ψηλά με ένα εισιτήριο αξίας 200.000 – 300.000 δολαρίων.
Αλλωστε, παρά τη φιλική του συμπεριφορά, παρά την προσεκτική καλλιέργεια ενός χαμηλού προφίλ, παρά τις φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες (80 εκατομμύρια δολάρια για την έρευνα κατά του καρκίνου από το 2009, 33 εκατομμύρια το 2018 για κολεγιακές υποτροφίες παιδιών μεταναστών στις ΗΠΑ), ο Τζεφ Μπέζος παραμένει ο επιχειρηματίας εκείνος που κινείται πάντοτε με τον νου στην αποτελεσματικότητα. Εξ ου και η Διεθνής Συνομοσπονδία Εργατικών Σωματείων τον κατονόμασε το 2014 ως «χειρότερο εργοδότη παγκοσμίως» και οι «New York Times» περιέγραφαν το 2015 το εργασιακό περιβάλλον της Amazon ως υποαμειβόμενο, συνειδητά συγκρουσιακό και εξαντλητικό ψυχολογικά. Οσο για την αγάπη προς τα βιβλία, αμφισβητείται και αυτή. O Μπραντ Στόουν σημειώνει στο «The Everything Store» ότι ο ιδρυτής της Amazon, αντίθετα με όσα αφήνει να εννοηθούν, δεν ασχολήθηκε το 1994 με το αντικείμενο από πάθος αλλά από ψυχρό υπολογισμό: ανέλυσε 20 διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων, από ρούχα και προγράμματα υπολογιστών ως μουσική και χαρτικά. «Σύμφωνα με τις αρχές των μαθηματικών, της φυσικής και της οικονομίας που εφάρμοσε, τα βιβλία ήταν η καλύτερη επιλογή». Και, όπως αποδείχθηκε, είχε κάτι παραπάνω από δίκιο.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Ιουλίου 2018.