Το αγαπηµένο του λήµµα στο λεξικό ήταν η λέξη «οµορφιά». Την αναζήτησε, τη διαµόρφωσε, την απαθανάτισε, την αποθέωσε. Κάποια στιγµή, όταν πλέον την είχε κατακτήσει ολοκληρωτικά, την είδε για αυτό που πραγµατικά ήταν. Οπως όταν «ξεγύµνωσε» µε τρεις προτάσεις τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Ελίζαµπεθ Τέιλορ: «Πάντα τους σιχαινόµουν για τη χυδαιότητά τους, την κοινοτοπία τους και το άξεστα κακό γούστο τους. Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον είναι τραχύς και άγριος όπως µόνο ένας Ουαλός µπορεί να το καταφέρει. Η Ελίζαµπεθ Τέιλορ αντιπροσωπεύει όλα όσα απεχθάνοµαι, γιατί συνδυάζει τις χειρότερες πτυχές του αµερικανικού και του αγγλικού γούστου».
Σε κάθε περίπτωση, δεν επέτρεψε στην οµορφιά να τον «σώσει», όπως διατείνεται διαχρονικά µε τη διάσηµη ρήση του ο Νοστογιέφσκι. Ενδεχοµένως, θα έλεγε κανείς, στεκόταν πάντα στην επιφάνειά της. Ενδεχοµένως, θα απαντούσε κάποιος άλλος, κανείς δεν µπορεί να σε σώσει αν δεν επιθυµείς πρώτα απ’ όλα εσύ ο ίδιος να σωθείς. Πέρα όµως από τις εικασίες, αυτό που θα µείνει για πάντα ως η απόλυτη αλήθεια του Σέσιλ Μπίτον (1904-1980) είναι το υπέροχο έργο του. Κατ’ αρχάς οι φωτογραφίες. Περισσότερες από εκατό παρουσιάζονται στην έκθεση «Σέσιλ Μπίτον: Μύθοι του 20ού αιώνα» (µέχρι τις 19/8) για πρώτη φορά στην Ισπανία στο πλαίσιο του διεθνούς φωτογραφικού και εικαστικού Φεστιβάλ PHotoEspaña στη Μαδρίτη και εξακολουθούν να εντυπωσιάζουν µε τη σαρωτική και συνάµα λυτρωτική οµορφιά των κάδρων τους. Πορτρέτα των πιο διάσηµων και γοητευτικών προσωπικοτήτων από τη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ, όπως η Μέριλιν Μονρόε ή η Οντρεϊ Χέπµπορν, «προσωπογραφίες» των πιο µεγάλων της τέχνης όπως ο Πικάσο, ο Φράνσις Μπέικον ή ο Τρούµαν Καπότε, αλλά και απεικονίσεις της καθηµερινής ζωής της βρετανικής βασιλικής οικογένειας.
Επειτα, υπήρξαν τα κοστούµια για το θέατρο και τον κινηµατογράφο. Μιλάµε βέβαια για πατρόν οσκαρικής εµβέλειας καθώς τα υπέρκοµψα σχέδιά του τού απέφεραν δύο χρυσά αγαλµατίδια, για τη «Ζιζί» (1958), µε πρωταγωνίστρια τη Λέσλι Καρόν, και για την «Ωραία µου κυρία» (1964) µε την αξεπέραστη Οντρεϊ Χέπµπορν. Είναι και τα βιβλία. Στη διάρκεια της ζωής του εξέδωσε 38 τον αριθµό, µε το «The Glass of Fashion» (1954), µια γαργαλιστική εξιστόρηση του βίου και της πολιτείας του στον κόσµο της µόδας, να µαρτυρεί το ταλέντο του όχι µόνο για τη συγγραφή αλλά και για τις βιτριολικές ρήσεις τύπου Οσκαρ Ουάιλντ: «Μπορείς να οδηγήσεις µια γυναίκα στον Ντιόρ, το πώς θα δείχνει µε τα ρούχα του είναι µία άλλη υπόθεση».
Σπάζοντας τα δεσμά
της κοινοτοπίας
Μια αστραφτερή τροχιά ζωής για τον εκκεντρικό γόνο εύπορης οικογένειας του Χάμπστεντ του Βόρειου Λονδίνου, ο οποίος έζησε την Εδουαρδιανή εποχή και μεγάλωσε με το όνειρο της φήμης, της δόξας και –να μην ξεχνιόμαστε –του ύψιστου ιδανικού για τον ίδιο: της ομορφιάς. Μια προδιαγεγραμμένη πορεία, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο μικρός Σέσιλ σχεδίαζε ρούχα για τις δύο αδελφές του και τις έβαζε να στέκονται για να τις φωτογραφίζει με ύφος και πόζες που έβλεπε να παίρνουν οι κυρίες της υψηλής κοινωνίας στις εφημερίδες αλλά και στις καρτ ποστάλ. «Το είχε» από παιδί, ακριβώς όπως διέθετε και την αποφασιστικότητα αλλά και τον διακαή πόθο για να τα καταφέρει: τον κινητοποιούσε η φιλοδοξία της λαμπερής ζωής και της ηδονικής συναναστροφής με τους γαλαζοαίματους. Οπως αποδείχθηκε, μπορούσε άνετα να κάνει «blend in», καθώς ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια οι Bright Young Things –γόνοι της υψηλής κοινωνίας του Λονδίνου της δεκαετίας του ’20 που επιδίδονταν σε κάθε λογής διασκέδαση εμφορούμένοι από ένα δυνατό συναίσθημα άγριας φυγής από τον απόηχο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου –τον υποδέχθηκαν με θέρμη στον φιλήδονο κύκλο τους. Πέρα όμως από τη λαχτάρα για τη ζωή της υψηλής, υψηλότατης κοινωνίας, το δημιουργικό πάθος του Μπίτον υποδαυλιζόταν από μια μεγάλη φοβία: Ετρεμε μήπως υποπέσει στο αμάρτημα της κοινοτοπίας. Οπως έγραφε στο ημερολόγιό του, το τελευταίο από τα 150 που είχε συγγράψει στη ζωή του: «Να τολμάς, να είσαι διαφορετικός, να μην είσαι εκτός θέματος, να είσαι οτιδήποτε διατρανώνει την ακεραιότητα των σκοπών και της δημιουργικής ματιάς ενάντια σε εκείνους που θέλουν να βαδίζουν εκ του ασφαλούς, τους σκλάβους του συνηθισμένου».
Είναι μια άποψη που ο πατέρας του, ένας ευυπόληπτος έμπορος ξυλείας, αποστρεφόταν μετά βδελυγμίας. Ιδίως όταν διαπίστωνε ότι ο μικρός γιος του προτιμούσε να σκαλίζει το κουτί με τα καλλυντικά της μητέρας του και να δοκιμάζει τα θαυμαστά σύνεργα ομορφιάς στο πρόσωπό του από το να επιδίδεται σε προσφιλείς για τα αγόρια της ηλικίας του επιδείξεις machismo. Προσπάθησε να τον συνετίσει κλειδώνοντάς τον στην κρεβατοκάμαρά του, αλλά ήταν χαμένος κόπος. Στο Κέιμπριτζ, όπου βρέθηκε να σπουδάζει Ιστορία, τέχνη και αρχιτεκτονική, ο Μπίτον πόζαρε με ηδυπάθεια σαν ανδρόγυνος δανδής, με πέρλες και λεοπάρ ρούχα, όπως αποδεικνύει μια φωτογραφία από εκείνη την εποχή. Προανήγγειλε δηλαδή με τον τρόπο του την έλευση του Ντέιβιντ Μπόουι και μετέπειτα του Νικ Ρόουντς των Duran Duran στο μουσικό στερέωμα της Γηραιάς Αλβιώνας.
Η ζωή για τον Σέσιλ Μπίτον ήταν μια παράσταση που ανεβάζει ο καθένας από εμάς φροντίζοντας να περνούν καλά οι προσκεκλημένοι. Ηταν μια προδιάθεση που είναι εμφανής στο μετέπειτα φωτογραφικό έργο του. Αναμφίβολα ήταν ένας ταλαντούχος θεατρίνος. Γι’ αυτό και έθετε πάντα μία προϋπόθεση: έπρεπε να παίζει στα καλύτερα θέατρα.
H άπιαστη Γκάρμπο
Εξ ου και πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού προκειμένου να αναζητήσει καλύτερες ευκαιρίες. Εκεί δεν άργησε να περάσει το κατώφλι της «Vogue». Το μέλλον διαγραφόταν λαμπρό και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ακόμη μία αδιανόητη πιθανότητα, ωστόσο ο εικονογράφος στο περιοδικό Μπίτον θα αναγκαζόταν να κατεβάσει εσπευσμένα αυτό το «έργο». Η χρήση ενός μικρού αποκόμματος εφημερίδας με ευδιάκριτο ωστόσο έναν προσβλητικό χαρακτηρισμό για τους Εβραίους σε μία από τις δημιουργίες του τον Φεβρουάριο του 1938 ώθησε το περιοδικό να αποσύρει κακήν κακώς 130.000 αντίτυπα από την κυκλοφορία και τον ίδιο σε παραίτηση και επιστροφή όπως-όπως στην Αγγλία. Αργότερα θα χαρακτήριζε αυτή του την πράξη ως ένα στιγμιαίο λάθος. «Γιατί το έκανα αυτό; Λυπάμαι ειλικρινά, ήταν ασυνείδητο. Δεν είμαι εναντίον των Εβραίων». Η ανεργία ήταν παροδικό φαινόμενο. Ενάμιση χρόνο μετά το φιάσκο της «Vogue» τον κάλεσε η βασίλισσα Ελισάβετ για να τη φωτογραφίσει, εκκινώντας μια σχέση που διατηρήθηκε για δεκαετίες. Το 1972 το Παλάτι τον έχρισε ιππότη.
Πάντως έκτοτε δεν εκδήλωσε ακούσια ή εκούσια αντισημιτικά αισθήματα. Μόνο τις εκφάνσεις μιας σταθερής, αμφίθυμης ροπής προς την αυτοκαταστροφή και την αυτοματαίωση, αρχής γενομένης από την προσωπική του ζωή.
Οπως αναφέρεται στο ντοκιμαντέρ «Love, Cecil» (2017) της Λάιζα Ιμορντίνο Βρίλαντ, οι μεγάλες του αγάπες ήταν τρεις. Ενας συλλέκτης, ένας ξιφομάχος και η Γκρέτα Γκάρμπο. Εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά με ένα ακαταμάχητο, για τον Μπίτον, κοινό στοιχείο. Δεν μπορούσε να κατακτήσει απόλυτα κανέναν τους. «Είχε πάντα την αίσθηση ότι δεν ήταν αρκετά καλός» αναφέρεται στο ντοκιμαντέρ. «Οπότε, τι κάνει; Προσπαθεί να παντρευτεί την πιο σημαντική ηθοποιό του κόσμου. Η οποία είναι λεσβία».
Φωτογράφος του Blitz
Ο Μπίτον δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει πολύ για να μην είναι «συνηθισμένος». Μια λιγότερο γνωστή και απρόσμενη πτυχή της δουλειάς του είναι το έργο που έκανε ως φωτογράφος στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για το βραχύβιο βρετανικό υπουργείο Πληροφοριών. Ο Μπίτον τράβηξε περισσότερες από 7.000 φωτογραφίες, όχι μόνο στη Βρετανία αλλά και στην Κίνα και στην Αίγυπτο, και εξέδωσε οκτώ βιβλία με αυτές. Ακόμη και στα ερείπια αναζητούσε την ομορφιά και το φως και συχνά τα έβρισκε. Εμβληματική θεωρήθηκε η εικόνα ενός γλυκύτατου τρίχρονου κοριτσιού θύματος του Blitz, του συστηματικού βομβαρδισμού της Μεγάλης Βρετανίας από τους Γερμανούς. Εγινε εξώφυλλο στο περιοδικό «Life» με τη μικρή να απεικονίζεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου με μπανταρισμένο το κεφάλι και την έκπληξη στα μάτια, θύμα μιας αγριότητας αλλά και προσωποποίηση της ελπίδας.
Στη διάρκεια του Πολέμου έγινε και η επανασύνδεση με τη «Vogue» και από τότε ο Μπίτον δεν έμεινε ούτε λεπτό στάσιμος, ίσως για να ξορκίσει και τη βαθιά μοναξιά που ένιωθε και να διαλύσει τη μελαγχολική αύρα που απέπνεε. Στη δεκαετία του ’70 ένα εγκεφαλικό προκάλεσε παράλυση στη δεξιά πλευρά του σώματός του, μια φθορά που σταδιακά οδήγησε στον θάνατό του, στα 76 του χρόνια, το 1980. «Είναι φρικτό πόσο εύκολα κλαίω» έγραφε την περίοδο της ασθένειάς του. «Πάντα με τρόμαζε η θλίψη της ζωής. Γιατί πρέπει να στενοχωριέμαι για όλα όσα πέρασαν αντί να αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για όλα όσα μπόρεσα να χωρέσω σε μια ζωή;». Διότι τότε δεν θα ήταν ο Σέσιλ Μπίτον.
«Σέσιλ Μπίτον: Μύθοι του 20ού αιώνα»: Διεθνές Φεστιβάλ PHotoEspaña, Fundación Canal – Canal de Isabel II, Μαδρίτη, μέχρι τις 19 Αυγούστου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ