Ησχέση τους δεν υπήρξε ποτέ επεισοδιακή. Αλλωστε, ήταν ανέκαθεν δύσκολο να τα βάζεις με έναν απόντα πατέρα, ιδίως όταν αυτή είναι η νόρμα σε όλα τα σπίτια του κοινωνικού σου περίγυρου. Για τον Ζαν Ρενουάρ (1894-1979), λοιπόν, αυτή ήταν η πραγματικότητα όταν μεγάλωνε στη Μονμάρτρη, στο γύρισμα του 19ου αιώνα, με τα δύο αδέλφια του, τη μητέρα του Αλίν, το υπηρετικό προσωπικό και την αγαπημένη του νταντά Γκαμπριέλ. Ο «papa» Πιερ-Ογκίστ Ρενουάρ (1841-1919), γνωστός και ως «το αφεντικό», o «πάτρονας», παρατσούκλια δηλαδή που θα έδιναν χρόνια αργότερα και στον γιο του οι σκηνοθέτες της νουβέλ βαγκ, έλειπε συχνά για «δουλειές». Στην περίπτωσή του αυτό σήμαινε ότι βρισκόταν μπροστά από ένα καβαλέτο προκειμένου να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός ζωγραφικού ρεύματος που έμελλε να ονομαστεί «ιμπρεσιονισμός», με τον ίδιο ως έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του.
Ισως η μάχη με το ηγεμονικό πατρικό πρότυπο να ήταν πρωτίστως εσωτερική, γιατί εν τέλει ο γιος υπήρξε μία από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις όπου δεν έμεινε στη σκιά να αγωνίζεται να διαχειριστεί τη φήμη του γεννήτορά του. Ο Ζαν Ρενουάρ, δημιουργός αριστουργηματικών ταινιών όπως «Η μεγάλη χίμαιρα» (1937) ή «Ο κανόνας του παιχνιδιού» (1939), μπορούσε να καυχιέται ότι ακόμη και ο Ορσον Γουέλς τον είχε αποκαλέσει τον «σπουδαιότερο απ’ όλους τους σκηνοθέτες» πολύ προτού θεωρηθεί ο λαμπρός πατέρας του ποιητικού ρεαλισμού. Δεν εκπλήσσει ότι το καλλιτεχνικό του ιδίωμα, οι νωχελικές κινήσεις της κάμερας που ακολουθούσαν τους ηθοποιούς, η έντονη χρωματική παλέτα και η ιμπρεσιονιστική σύνθεση στα κάδρα των τελευταίων του φιλμ, όπως το «Πρόγευμα στη χλόη» (1959), είχε καθοριστεί από το έργο του πατέρα του.
Αρκετές δεκαετίες µετά, μια έκθεση στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών έρχεται να ρίξει φως σε όσα διημείφθησαν ανάμεσα στο έργο του ζωγράφου με τον κινηματογραφιστή. Η έκθεση «Ρενουάρ: Πατέρας και Γιος / Ζωγραφική και Κινηματογράφος» («Renoir: Father and Son / Painting and Cinema») στο Ιδρυμα Μπαρνς, το οποίο αποτελεί στέγη μιας από τις μεγαλύτερες συλλογές ιμπρεσιονιστικής ζωγραφικής και 181 πινάκων Ρενουάρ, είναι στην ουσία αφιερωμένη στο έργο του κινηματογραφιστή γιου. Μόλις 16 πίνακες του Πιερ-Ογκίστ αντιπαραβάλλονται με αποσπάσματα ταινιών του Ζαν, με αφίσες, με κοστούμια από την ταινία «Μαντάμ Μποβαρί» (1934), αλλά και με φωτογραφίες του γιου στο σπίτι του, στο Μπέβερλι Χιλς περιστοιχισμένου από έργα του πατέρα του.
Για παράδειγμα, η σκηνή μιας γυναίκας που λικνίζεται πάνω σε μια κούνια στην ταινία «Εκδρομή στην εξοχή» (γυρίστηκε το 1936 αλλά κυκλοφόρησε το 1946) προβάλλεται δίπλα στον πίνακα «Η κούνια» («The swing», 1876), με αποτέλεσμα να φωτίζεται και η οργανική σχέση που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στη ζωγραφική και στον κινηματογράφο. «Νομίζω ότι είναι πολύ πιο σπάνιο να υπάρξει ένας σπουδαίος ζωγράφος απ’ ό,τι ένας σπουδαίος κινηματογραφιστής» έλεγε ο Ζαν Ρενουάρ στον πρωτοπόρο της νουβέλ βαγκ Ζακ Ριβέτ καθώς γύριζαν το ντοκιμαντέρ «Jean Renoir, le patron» (1967). Μόνο ένας ζωγράφος μπορεί να βρει «τη σχέση ανάμεσα στην αιωνιότητα και στη στιγμή, ανάμεσα στον κόσμο και στην ψυχή. Οι ζωγράφοι είναι οι μεγάλοι φιλόσοφοι της εποχής μας».
Ωστόσο, το δέος απέναντι στην τέχνη του πατέρα δεν ήταν πάντα αυτονόητο για τον άνθρωπο που διέπρεψε στον κινηματογράφο –και ας ήταν τελικά το μέσο που τους έφερνε κοντά. Γιατί από μικρό παιδί ο Ζαν πόζαρε πολύ συχνά για τους πίνακες του Πιερ-Ογκίστ. Είναι χαρακτηριστικό το πορτρέτο του ως εννιάχρονου αγοριού, το 1903, με ένα κόκκινο φουλάρι δεμένο στον λαιμό, το οποίο στην έκθεση αντιπαραβάλλεται με μια φωτογραφία του ως εξηντάχρονου πλέον άνδρα με τον συγκεκριμένο πίνακα στα χέρια του για τις ανάγκες μιας φωτογράφισης για το «Paris Match».
Επί της ουσίας, όμως, πατέρας και γιος ήρθαν πιο κοντά ή «γνωρίστηκαν καλύτερα», όπως γράφεται, στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Ζαν επέστρεψε από το μέτωπο στο πατρικό σπίτι με «παράσημο» μια μόνιμη βλάβη στο πόδι. Ως πολίτης πλέον βρέθηκε να φροντίζει τον σχεδόν παράλυτο από την αρθρίτιδα πατέρα του μέχρι τον θάνατό του, το 1919. Δεν ήταν αυτοί οι μόνοι συνδετικοί κρίκοι στις ζωές τους. Η πρώτη σύζυγος του Ζαν, που έμελλε να γίνει γνωστή ως Κατρίν Εσλίν και να πρωταγωνιστήσει στις δύο πρώτες ταινίες του, ήταν το τελευταίο μοντέλο του πατέρα του και είχε ποζάρει για δεκάδες πίνακές του, όπως οι περίφημες «Λουόμενες» του 1919.
Το σίγουρο είναι πως ο πατέρας έδωσε ερήμην του τη δυνατότητα στον γιο να ακολουθήσει και να υλοποιήσει το καλλιτεχνικό του όραμα. Ο Ζαν Ρενουάρ ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία ως ζωγράφος και ως κεραμίστας –στην έκθεση, μάλιστα, παρουσιάζονται δείγματα της δουλειάς του από την περίοδο 1919-22, καθώς ο συλλέκτης Αλμπερτ Μπαρνς (1872-1951) του ομώνυμου ιδρύματος είχε αγοράσει από νωρίς ορισμένα έργα του. Επειτα όμως από την, κατά γενική ομολογία, αποτυχημένη, σύντομη «καριέρα» του σε αυτή την πλαστική τέχνη έλαβε τη σοφή, όπως αποδείχθηκε, απόφαση να δοκιμάσει την τύχη του στον κινηματογράφο. Τις πρώτες του ταινίες, λοιπόν, τις χρηματοδότησε με πόρους από την πώληση πινάκων του πατέρα του.
Οπως σημειώνει στον κατάλογο της έκθεσης ο κριτικός κινηματογράφου Πασκάλ Μερινγκό, οι γάλλοι παραγωγοί της δεκαετίας του ’20 δίσταζαν να στηρίξουν τις ταινίες του γιατί υποπτεύονταν ότι εκείνος ήταν πιο πλούσιος από αυτούς χάρη στην πολύτιμη κληρονομιά του πατέρα του. O Ζαν Ρενουάρ δεν αποχωρίστηκε ποτέ δύο πίνακες του Πιερ-Ογκίστ, όπως το πορτρέτο «Ο Ζαν ως κυνηγός» (1910), με το οποίο ταξίδεψε στην Αμερική εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (ανήκει πλέον στο Los Angeles County Museum of Art). Σε αυτόν εικονίζεται ο ίδιος στα 16 του χρόνια με ένα τουίντ κοστούμι της εποχής, παρόμοιο με εκείνο που φοράει ως αποτυχημένος διευθυντής ορχήστρας –Οκτάβ –στην ταινία του «Ο κανόνας του παιχνιδιού». Θα μεσολαβούσαν κι άλλα χρόνια έως ότου, κάπου εκεί προς το τέλος της ζωής του και αφότου είχε δει ξανά όλες τις ταινίες του, να αποδεχτεί τη μοίρα του ως γιου: «Πρέπει να ομολογήσω ότι ανέκαθεν μιμούμουν τον πατέρα μου».
«Renoir: Father and Son / Painting and Cinema»: Barnes Foundation, Φιλαδέλφεια, έως τις 3 Σεπτεμβρίου, και από τις 6 Νοεμβρίου στο Musée d’ Orsay στο Παρίσι.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 8 Ιουλίου 2018.