Πώς ξεκινά η σχέση σας με την ορειβασία; «Συµβολικά. Ξεκίνησα την ορειβασία το 2004, τη χρονιά των Ολυµπιακών Αγώνων της Αθήνας, αλλά και τη χρονιά που η πρώτη ελληνική αποστολή πάτησε στην κορυφή του Εβερεστ».


Το προηγούμενο καλοκαίρι, μαζί με τη Χριστίνα Φλαμπούρη, γίνατε οι πρώτες Ελληνίδες που κατακτήσατε το όρος Ντενάλι της Αλάσκας (6.190 μ.), την υψηλότερη κορυφή της Βόρειας Αμερικής. Τι αισθανθήκατε τότε; «Παντοδύναµη, έστω και για λίγα λεπτά… και δικαιωµένη, γιατί η κούρασή µας ανταµείφθηκε και η φιλία µας µε τη Χριστίνα απέκτησε πλέον εικόνα: «Στην κορυφή µαζί, κρατώντας την ελληνική σηµαία»».


Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία σε αυτή την αποστολή; «Ο µεγαλύτερος εχθρός µας ήταν το φορτίο. Ηταν από τις λίγες αποστολές που έπρεπε να κουβαλήσουµε τόσο βαρύ εξοπλισµό και εφόδια, κάνοντας καθηµερινά πορεία οκτώ-δέκα ωρών πάνω σε παγετώνα επί 14 ηµέρες µέχρι την κορυφή».
Μαζί με τη Χριστίνα Φλαμπούρη δημιουργήσατε τη δράση «Α Woman Can Be». Ποιος είναι ο σκοπός της και ποιοι οι επόμενοι στόχοι σας; «Στόχος µας είναι να ολοκληρώσουµε το λεγόµενο «7 Summits Project», να κατακτήσουµε δηλαδή την υψηλότερη κορυφή κάθε ηπείρου. Hδη έχουµε ανέβει τις 4 από τις 7 και µας µένουν οι πιο δαπανηρές, στην Ωκεανία, την Ανταρκτική και φυσικά το Εβερεστ στην Ασία. Θέλουµε να ενδυναµώσουµε τις γυναίκες και να προβάλουµε τη χώρα µας. Οχι την Ελλάδα που οι περισσότεροι γνωρίζουν, τα νησιά και τις θάλασσες, αλλά τη δική µας Ελλάδα που εκτός από νησιά και θάλασσες διαθέτει και καταπληκτικούς ορεινούς προορισµούς για όλες τις εποχές».

Γιατί υπάρχουν περισσότεροι άνδρες ορειβάτες σε σχέση με γυναίκες ορειβάτισσες; Είναι θέμα ικανοτήτων ή κοινωνικών στερεοτύπων; «Είναι καθαρά θέµα κοινωνικών στερεοτύπων και γι’ αυτό ένας ορειβατικός στόχος όπως η ανάβαση των «7 Κορυφών» είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεµένος µε τη δράση «Α Woman Can Be»».


Προσωπικά, αντιμετωπίσατε σεξισμό από άνδρες ορειβάτες; «Προσπαθώ να µη δίνω σηµασία σε σχόλια και αρνητικές συµπεριφορές είτε από άνδρες είτε από γυναίκες (ορειβάτες ή µη)».
Εχετε ήδη κατακτήσει το Ελμπρούς στην Ευρώπη, το Κιλιμάντζαρο στην Αφρική, το Ντενάλι στη Βόρεια Αμερική, το Ακονκάγκουα στη Λατινική Αμερική. Ποια είναι η ωραιότερη ανάβαση που έχετε πραγματοποιήσει και γιατί; «Κάθε ανάβαση είχε τη δική της οµορφιά και ήταν µοναδική. Αυτό είναι το καλό όταν ταξιδεύεις σε τόσο µακρινά µέρη. Τα χρώµατα, οι µυρωδιές, οι εµπειρίες είναι όλα διαφορετικά. Τα άνυδρα βουνά της Αφρικής έχουν άλλη χάρη από τους παγετώνες στην Αλάσκα».
Είστε στέλεχος μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας, μητέρα και δεινή ορειβάτισσα. Πώς συνδυάζονται αυτοί οι ρόλοι; «Είπαµε: «Α Woman Can Be…» (γέλια). Πιστεύω ότι δεν συνδυάζονται… αλλά ότι εξισορροπούνται και αλληλοσυµπληρώνονται. Προσπαθώ να εµφυσήσω την αγάπη για τα βουνά στα παιδιά µου, ώστε µαζί να µπορούµε να περνάµε καλά ως οικογένεια. Στη δουλειά χρησιµοποιώ πολλά παραδείγµατα από το βουνό που µε βοηθούν στην υλοποίηση των πρότζεκτ».


Τι σας έμαθε τελικά το βουνό για τη ζωή; «Το βουνό (αλλά και ο κάθε προσωπικός στόχος) σού δίνει µιαν άλλη προοπτική και έναν διαφορετικό τρόπο για να αντιλαµβάνεσαι τα προβλήµατα της καθηµερινότητας. Το λέει και το τραγούδι: «Οταν κοιτάς από ψηλά, µοιάζει η Γη µε ζωγραφιά». Iσως κάποια πράγµατα δεν πρέπει να τα παίρνουµε τόσο σοβαρά».
Τι προετοιμασία ακολουθείτε για να αντεπεξέλθετε σε τόσο δύσκολες συνθήκες; «Προπόνηση, γυµναστική, «ψυχαναγκασµό» και αυτοπειθαρχία».


Ποιο είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για έναν ορειβάτη στην Ελλάδα; «Το ίδιο εµπόδιο που έχουν οι περισσότεροι αθλητές: η χρηµατοδότηση».
Τελικά, αξίζει η κατάκτηση της κορυφής ή το ταξίδι μέχρι εκεί; «Αξίζουν και τα δύο. Το ταξίδι σού προσφέρει εµπειρία, αλλά η κατάκτηση της κορυφής σού δίνει ικανοποίηση και το αίσθηµα της ολοκλήρωσης».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Ιουνίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ