Πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο σας μυθιστόρημα, «Το τέλος της πείνας» (εκδ. Ικαρος). Πώς εμπνευστήκατε τους χαρακτήρες της Εμμας και του μυστηριώδους παλιατζή Σαν; «Μένω στο Παγκράτι. Κάτω από το σπίτι µου περνά πολύ τακτικά ο παλιατζής. Δεν τον έχω δει ποτέ. Ακούω µόνο µια φωνή που λέει: “Αγοράζω θερµοσίφωνες, καθαρίζω αποθήκες, αγοράζω σώµατα”. Προφανώς εννοεί σώµατα καλοριφέρ, αλλά µάλλον εκεί το υποσυνείδητό µου έπαιξε ένα περίεργο παιχνίδι και άρχισα να γράφω την ιστορία µιας νεαρής γυναίκας που πουλάει τα όργανά της σε έναν παλιατζή προκειµένου να κερδίσει χρήµατα. Σταδιακά, όµως, αναπτύσσεται µια ερωτική σχέση µεταξύ τους».

Πρόκειται για μια υπαρξιακή ή μια ερωτική ιστορία; «Υπαρξιακή θα έλεγα. Ο έρωτας είναι το δόλωµα για να µιλήσεις για τις υπαρξιακές αγωνίες. Στο βιβλίο παράλληλα ξετυλίγονται και αλλά ζητήµατα: η σχέση της Εµµας µε τους γονείς της, µε τον νεκρό εραστή της, τον Λ.Ρ. Αν θέλετε, όµως, το πώς αντιµετωπίζουµε τον σύντροφό µας και τον εαυτό µας όταν ερωτευόµαστε είναι υπαρξιακό ζήτηµα».

Αλήθεια, αυτός ο πανταχού παρών νεκρός εραστής της Εμμας φέρει τα αρχικά σας… «Είναι ένα µικρό inside joke. Σαν να οµολογώ ότι όλοι βάζουµε κοµµάτια του εαυτού µας σε αυτά που γράφουµε».

Ποια είναι αγαπημένη σας φράση από το βιβλίο;
«“Η καρδιά της χτυπά όπως η δική σου. Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς. Αλλη µια ζωντανή ύπαρξη όπως εσύ”. Ουσιαστικά όλοι οι άνθρωποι λειτουργούµε µε τα ίδια όργανα. Η καρδιά µας είναι κατασκευασµένη µε τον ίδιο τρόπο, το ίδιο και το συκώτι µας ή ο σπλήνας µας. Κι όµως, ο καθένας µας είναι τόσο διαφορετικός, µοναδικός. Είναι τροµακτικό και όµορφο ταυτοχρόνως».

Η δική σας περιπέτεια με τη γραφή πώς ξεκινά;
«Σαν παιδάκι ας πούµε ότι έγραφα καλές εκθέσεις στο σχολείο. Μεγαλώνοντας έλεγα ότι ήθελα να γράψω. Υστερα έγινα δηµοσιογράφος. Το 2011 ένιωσα ότι είχα κατασταλάξει σε κάποια πράγµατα που ίσως µπορούσα να αποτυπώσω. Παρακολούθησα ένα σεµινάριο δηµιουργικής γραφής του ΕΚΕΒΙ µε εισηγητή τον συγγραφέα Ανδρέα Μήτσου. Με βοήθησε πολύ στο να κάνω το βήµα να εκθέσω τα γραπτά µου και να σταµατήσω να αυτολογοκρίνοµαι. Το βιβλίο ξεκίνησα να το γράφω το 2014. Το ολοκλήρωσα σε ένα εξάµηνο. Το δούλεψα ξανά το 2015. Στις αρχές του 2017 επανήλθα. Μάλιστα, άλλαξα το τέλος του».

Πιστεύετε ότι υπάρχει ανδρική και γυναικεία γραφή;
«Είναι µεγάλη συζήτηση. Υπάρχει ένας τρόπος που µας έχουν µεγαλώσει κοινωνικά. Και ίσως το γεγονός ότι εγώ έχω µεγαλώσει ως γυναίκα αντικατοπτρίζεται στη γραφή µου. Νοµίζω πάντως ότι ένα κείµενο έχει αξία όταν ο αναγνώστης ξεπερνά το φύλο του συγγραφέα».

Σκέφτεστε τους αναγνώστες σας; «Ποτέ όταν γράφω. Νοµίζω είναι από τα µεγαλύτερα λάθη που µπορείς να κάνεις, γιατί δεν απευθύνεσαι κάπου. Δεν ξέρεις ποτέ αν θα φτάσει και πού θα φτάσει αυτό που γράφεις. Τώρα που “έφυγε” το βιβλίο από εµένα πάντως, καµιά φορά µου αρέσει να το φαντάζοµαι σε διάφορα χέρια, σαν παιχνίδι όµως».

Τι χρειάζεστε για να γράψετε; «Χρόνο και αφοσίωση, δηλαδή να έχω συνεχώς το κείµενο στο µυαλό µου. Και αυτό µπορεί να συµβαίνει ακούγοντας τραγούδια, διαβάζοντας κάτι, ακόµη και χαζεύοντας. Και ύστερα όλα αυτά κάποια στιγµή “κλείνουν” και κάθοµαι και γράφω, σαν να είναι απαραίτητη µία προετοιµασία µε άσχετα πράγµατα. Είναι λίγο άναρχος τρόπος. Το ξέρω».

Σαν ποιον λογοτεχνικό ήρωα θα θέλατε να έχετε ζήσει; «Θα ήθελα να έχω ζήσει την περιπέτεια της Αλίκης στη χώρα των θαυµάτων. Θα µου άρεσε να έχω πέσει στην τρύπα, ακολουθώντας τον Κούνελο».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 7 Απριλίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ