Πρωταγωνιστείτε στη «Λήθη», στον υπαρξιακό μονόλογο του Δημήτρη Δημητριάδη που παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου στο θέατρο Πορεία. «Ναι, μοιάζει με ένα μακροβούτι στον πυθμένα της ύπαρξης. Εκεί που το σκοτάδι είναι πλήρες, εκεί που κοιτάς κατάματα την αιώνια λήθη, τον θάνατο. Μοιάζει με ένα σουρεαλιστικό όνειρο σαν εκείνα που βλέπουμε στη ζωή μας σε μεταιχμιακές καταστάσεις. Είναι τότε που σκάβουμε βαθιά μέσα μας και αντικρίζουμε την προσωπική μας αλήθεια. Την αλήθεια για τον εαυτό μας και για τους άλλους. Και μετά από αυτό το μακροβούτι επιλέγουμε πώς θα ζήσουμε: με την πραγματική μας αλήθεια ή με τα ζωτικά ψέματά μας;».
Το έργο μιλά για τον θάνατο; «Μιλά για τον θάνατο, όπως μιλά και για τη γέννηση. Για τη ζωή. Δεν είναι ένα απαισιόδοξο έργο. Είχα δει ένα ντοκιμαντέρ με τον Ιρβιν Γιάλομ. Εδειχνε μια γραμμή στους ασθενείς του. Στην αρχή της τοποθετούσε τη γέννηση και στο τέλος της τον θάνατο. Τους ζητούσε να τοποθετήσουν τον εαυτό τους πάνω σε αυτή τη γραμμή, να δείξουν δηλαδή πόσο κοντά αισθάνονται στον θάνατο. Ξέρετε τι συμβαίνει; Μέχρι να φτάσεις στο τέλος, ακόμη και στο τελευταίο λεπτό, μπορείς να γυρίσεις πίσω και να αρχίσεις ξανά. Να αναθεωρήσεις. Στο έργο υπάρχουν φοβερές φράσεις. «Αρχίζω». «Αρχίζω συνεχώς». «Αρχίζω ξανά και ξανά». Σας φαίνεται αυτό απαισιόδοξo;».
Παίζετε κλεισμένη σε ένα κουτί, γυμνή. Πόσο δύσκολο είναι; «Δεν είναι εύκολο να είσαι γυμνός. Την ίδια στιγμή, όμως, όταν δεν έχεις να πιαστείς από κάτι απ’ έξω, πρέπει να βουτήξεις αναγκαστικά προς τα μέσα σου. Ετσι ντύνεσαι την αλήθεια σου και μπορείς να είσαι βαθιά προσωπικός».
Πώς προσεγγίζετε έναν ρόλο; «Δύσκολο να απαντήσω. Δεν μου αρέσουν οι θεωρητικές συζητήσεις περί θεάτρου. Το θέατρο είναι τέχνη «τσαγκαρική», χειρωνακτική. Βεβαίως, χρειάζεται η πνευματικότητα, αλλά η μετάδοση είναι σωματική δουλειά. Σαν ο ρόλος να είναι ένα δοχείο και εσύ ένα σταγονόμετρο και λίγο-λίγο να σταλάζεις δόσεις από τον εαυτό σου για να τον χτίσεις».
Εχετε συνεργαστεί τρεις φορές με τον Ανατόλι Βασίλιεφ. Τι κρατάτε; «Τον θεωρώ μέγιστο παιδαγωγό. Θυμάμαι μας ζητούσε να πηγαίνουμε ως άτομα στον ρόλο, με τον εαυτό μας, με αυτό που είμαστε. Εμείς να του δώσουμε ζωή. Σαν ακροβάτες να ισορροπούμε πάνω στο σχοινί και να φτάσουμε στην άλλη άκρη για να τον αγγίξουμε».
Το θέατρο μας κάνει καλύτερους ανθρώπους ή βγάζει προς τα έξω το «εγώ» μας; «Το «εγώ» είναι σε έναν βαθμό απαραίτητο. Είναι οι ροδίτσες που θα σε φτάσουν μέχρι την κουίντα. Το θέμα είναι όμως να το αφήσεις εκεί, στο παρασκήνιο. Και να βγεις στη σκηνή τίμιος. Ευτυχώς η ίδια η τέχνη στέκεται πιο ψηλά από όλα αυτά: από «εγώ», κόμματα, δόγματα. Γιατί είναι ο τρόπος να αγγίξουμε το θείο».
Στον διαχωρισμό ποιοτικού και εμπορικού θεάτρου πιστεύετε; «Δεν είμαι σε θέση να σας απαντήσω. Εμείς ας κάνουμε αυτό που κάνουμε και οι θεατές ας είναι εκείνοι που θα δώσουν τις απαντήσεις».
Δεν υπάρχει λοιπόν καλό ή κακό κοινό; «Εντάξει, στενοχωριέμαι όταν βλέπω μια οθόνη κινητού να αναβοσβήνει την ώρα που παίζω, αλλά δεν το κρίνω. Γιατί το θέμα έχει τελικά να κάνει με το πώς αντιμετωπίζουμε εμείς το κοινό. Του πετάμε κάτι ζεσταμένο από την κατάψυξη ή καθόμαστε να του μαγειρέψουμε ένα υγιεινό φαγητό;».
Τι μπορεί να σας εξοργίσει; «Οι επιθέσεις σε ηλικιωμένους. Ακούς μπήκε, χτύπησε, βίασε, λήστεψε μια γυναίκα 80 ετών. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν περάσει πολέμους, χούντες, μεταπολιτεύσεις, ελπίδες και υποσχέσεις. Και κανείς δεν τους μίλησε ειλικρινά. Δούλεψαν, έφτιαξαν ένα σπιτάκι. Και τώρα πάρε φόρους, πάρε κομμένες συντάξεις, πάρε και τον εγκληματία που μπαίνει στο σπίτι σου και σε σκοτώνει για 20 ευρώ κάτω από το μαξιλάρι». l
«Λήθη»: Θέατρο Πορεία (Τρικόρφων 3-5, πλατεία Βικτωρίας), έως τις 4 Φεβρουαρίου 2018, poreiatheatre.com
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ