Επιστρέφετε ξανά ύστερα από 17 χρόνια με τη μεγάλη θεατρική επιτυχία σας «Αμλετ ο Β’», όπου σκηνοθετείτε και πρωταγωνιστείτε. Γιατί; «Ηταν ανάγκη χρόνων να παρουσιάσω ξανά αυτό το απαιτητικό από πλευράς υποκριτικής έργο και να ξαναζήσω µαζί µε το κοινό µια διάσταση που δεν µου έχει προσφέρει άλλη παράσταση, την πολυµορφία και τη δυνατότητα του αυτοσχεδιασµού, και σε λεκτικό αλλά και σε συναισθηµατικό επίπεδο. Επίσης, η παράσταση αυτή αφορίζει κάθε σοβαροφάνεια και σαν ένας κλασικός κλόουν σαρκάζει και µαταιώνει ακόµη και την ίδια της την ύπαρξη».
Στο έργο η τραγικότητα των καταστάσεων αποδομείται κυριολεκτικά μέσα από το χιούμορ. Πόσο εύκολα το κάνετε αυτό στην πραγματική ζωή; «Τα πάντα µέσα µου φιλτράρονται κωµικά. Η ιδιαιτερότητα του τραγικού χιούµορ είναι ότι δεν σε περιορίζει σε γνωστά στεγανά αλλά οριοθετεί µια διαστροφική ανάγκη να αντιστρέφεις τα τεκταινόµενα και να αντλείς και την τελευταία ρανίδα αδυσώπητου γέλιου. Μην ξεχνάτε πως η γελοία ύπαρξή µας καθορίζεται από συστατικά «mix grill». Την ώρα που κάποιος γελάει, κάποιος άλλος κλαίει. Και την ώρα που κάποιος πεθαίνει, κάποιος άλλος γεννιέται. Την τελευταία φορά που γέλασα ήταν στην κηδεία ενός φίλου µου. Είµαι σίγουρος ότι θα το χάρηκε η ψυχή του και θα γέλασε κι αυτός µαζί µου µε το τελευταίο αστείο που µου έκανε· να φύγει από τη ζωή».
Στον «Αμλετ» υπάρχουν σύγχρονες αναφορές στα Μνημόνια, στο Σύνταγμα που καταπατάται, στις κομμένες συντάξεις. Πιστεύετε ότι υπάρχει κάποια πολιτική δύναμη η οποία μπορεί να μας βγάλει από αυτά; «Η απογοήτευση έχει ζωγραφιστεί στα πρόσωπα όλων. Το τέρας είναι τεράστιο και δεν παλεύεται πολιτικά. Οι δυνάµεις πρέπει να συνταχθούν εσωτερικά, να ξεκινήσουµε από την αφύπνιση των χαµένων συνειδήσεων και µετά να οργανώσουµε µια πολιτική (;) δύναµη που να στηρίζεται στους «θνησιγενείς» πολίτες, οι οποίοι πολλές φορές κατανοούν περισσότερα από τους καρεκλοκένταυρους της πολιτικής».
Θεωρείτε, λοιπόν, ότι οι πολίτες έχουν τη δύναμη να αλλάξουν κάτι; «Ναι, αλλά πρέπει να γκρεµιστεί το προηγούµενο για να χτιστεί το επόµενο. Και λέγοντας «προηγούµενο» εννοώ την άθλια αισθητική και λογική ενός καπιταλιστικού συστήµατος που έχει καταποντιστεί, όπως επίσης εννοώ και τη συντριβή της ιδεοληπτικής Αριστεράς που κάνει τη Δεξιά να φαντάζει πιο αριστερή από ποτέ».

Εάν στέλνατε μαζικά ένα SMS στα κινητά των ελλήνων βουλευτών, τι θα γράφατε;
«Δεν θα χαράµιζα µονάδες. Κανείς δεν θα το διάβαζε».
Διαχωρίζετε την καλλιτεχνική επιτυχία από την εισπρακτική ή απαραίτητα αυτές οι δύο καταστάσεις πρέπει να συμβαδίζουν; «Δεν συνοδεύεται απαραίτητα πάντα η εισπρακτική επιτυχία από καλλιτεχνική. Πλείστα τα παραδείγµατα σπουδαίων παραστάσεων που δεν είχαν ανταπόκριση και προσέλευση κοινού και µετρίων που αποθεώθηκαν εισπρακτικά. Προσωπικά, πιστεύω πως κάθε καλλιτέχνης πρέπει να καταθέτει το προσωπικό του όραµα και να στέκεται κάθε βράδυ απέναντί του για να επαληθεύσει εάν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του κοινού. Το οικονοµικό αντίκρισµα για εµένα είναι δευτερεύον ζήτηµα».
Τι φοβάστε περισσότερο όταν βρίσκεστε επάνω στη σκηνή; «Μην τυχόν και δεν µπορέσω να αποδώσω 100% και προδώσω το κοινό».
Η τηλεόραση υπήρξε ποτέ ταμπού για εσάς; «Ποτέ. Εχουν υπάρξει και καλές παραγωγές και κακές. Ολα είναι ένα µεγάλο ρίσκο».
Εχετε δηλώσει ότι τις μεγαλύτερες χαρές τις «κερδίσατε» όταν βρεθήκατε κοντά στην αποτυχία.Τι μάθατε; «Πως κανείς δεν είναι µοναδικός και πως τα δύσκολα είναι αυτά που γυµνάζουν την αντίληψη».
Με τη σύζυγό σας Εφη Μουρίκη, επίσης ηθοποιό, μετράτε πολλά χρόνια γάμου. «Μουρμούρα» δεν υπάρχει στη σχέση σας; «Μουρµούρα υπάρχει παντού. Απλώς µάθαµε να τη διαχειριζόµαστε και να την εξελίσσουµε».
Θα ήθελα να μου περιγράψετε την τέλεια εικόνα ευτυχίας για εσάς. «Το χαµόγελο ενός µωρού».
«Αμλετ ο Β’»: Θέατρο Ζίνα (λεωφ. Αλεξάνδρας 74, Εξάρχεια), Τετάρτη έως Κυριακή.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ