Στις 4 Νοεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής, συμπράττετε με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Ούρος Λάγιοβιτς σε έργα Τσαϊκόφσκι, Σοστακόβιτς και Προκόφιεφ. Πώς αισθάνεστε όταν παίζετε μπροστά στο ελληνικό κοινό; «Είναι μεγάλη χαρά και τιμή για εμένα να συμπράττω με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στην αγαπημένη μου Αθήνα και το θερμό κοινό της. Κάθε φορά αισθάνομαι μεγάλη συγκίνηση όταν εμφανίζομαι στη χώρα μου».
Πώς ξεκίνησε η επαφή σας με τη μουσική; «Εγινε τυχαία, όταν ήμουν έντεκα ετών, και σχετικά αργά για αυτόν τον χώρο. Η μητέρα μου ήθελε να μάθω πιάνο. Προηγουμένως δεν είχα ακούσματα κλασικής μουσικής. Οταν έκανα τα πρώτα μαθήματα, ένιωσα ότι αυτός είναι ο κόσμος μου».
Γεννηθήκατε στη Ρόδο. Πόσο εύκολο είναι για ένα παιδί σε ένα νησί να ασχοληθεί με την κλασική μουσική; «Στο νησί υπάρχουν αρκετά ωδεία που προσφέρουν μαθήματα για όλα τα όργανα. Προσωπικά, αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες, διότι προχώρησα μέσα σε έξι μήνες πολύ γρήγορα και αναγκάστηκα για πέντε χρόνια, όλα τα Σαββατοκύριακα του χρόνου, να ταξιδεύω μαζί με τη μητέρα μου με το καράβι της γραμμής για μία ώρα μάθημα πιάνου. Οταν πήγα στο λύκειο, μετακομίσαμε με τη μητέρα μου στην Αθήνα, ενώ ο αδελφός μου και ο πατέρας μου έμειναν στη Ρόδο».
Μαθήτρια του Ωδείου Αθηνών, ύστερα σπουδές σε Βερολίνο και Βουδαπέστη, για να καταλήξατε στο φημισμένο Juilliard School της Νέας Υόρκης. Τι κρατάτε από εκείνα τα χρόνια; «Πολλή εργατικότητα, χαρές, απογοητεύσεις, όνειρα».
Εχετε εμφανιστεί στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου και πλέον βρίσκεστε συνέχεια με μια βαλίτσα στο χέρι. Ποιες θυσίες απαιτούσε αυτή η πορεία; «Αποχωρισμό από την οικογένεια, στέρηση προσωπικών στιγμών, κάποια κιλά παραπάνω από την καθιστική ζωή στο πιάνο. Ο δρόμος αυτός είναι μοναχικός και όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις, τόσο πιο μόνος είσαι. Είναι δύσκολο να κάνεις σχέσεις και καινούργιους φίλους, γι’ αυτό είμαι τυχερή που έχω πολύ καλούς φίλους, τους οποίους γνωρίζω χρόνια».
Περιγράψτε μου, λοιπόν, μια τυπική ημέρα. «Εννοείτε νύχτα. Γιατί έχω κάνει τη νύχτα μέρα και τη μέρα νύχτα. Ξυπνάω αργά το απόγευμα, διαβάζω όλο το βράδυ και κοιμάμαι αργά το πρωί. Προσπαθώ πού και πού να πηγαίνω γυμναστήριο».
Τελικά, η κλασική μουσική μπορεί να απευθυνθεί σε όλους ή μόνο σε ένα συγκεκριμένο κοινό; «Αφορά όλους και όλες τις ηλικίες».
Σας στενοχωρεί, όμως, ότι στην Ελλάδα φαίνεται να αγαπάμε περισσότερο τα ανατολίτικα ακούσματα παρά την κλασική μουσική; «Καθόλου. Σέβομαι την παράδοση και την ιστορία της μουσικής του τόπου μου».
Από τι θεωρείτε ότι πάσχει η μουσική παιδεία στην Ελλάδα; «Θεωρώ ότι η λέξη «πάσχει» φέρει αρνητικό φορτίο. Υπάρχει μουσική παιδεία στη χώρα μας, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και στα ωδεία, και γίνεται ολοένα μεγαλύτερη προσπάθεια να αναπτυχθεί, ειδικά στους δύσκολους καιρούς που διανύει η χώρα».
Ζείτε πλέον στο Βερολίνο. Θα επιστρέφατε ποτέ μόνιμα στην Ελλάδα; «Θα έμενα οπουδήποτε, αρκεί μια πόλη να έχει αεροδρόμιο με πολλούς προορισμούς για τα συχνά ταξίδια μου και ένα διαμέρισμα όπου θα μπορώ να μελετήσω με τους ρυθμούς που έχω, χωρίς να ενοχλώ τους γείτονες».
Ποια είναι η σημαντικότερη στιγμή της καριέρας σας έως τώρα; «Η συνάντησή μου το 2009 με τη Μάρθα Αργκεριχ, τον ζωντανό θρύλο του πιάνου, και το γεγονός ότι από τότε έγινα protégé της».
Ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που σας έχει δώσει; «Δεν μου έχει δώσει καμία συμβουλή. Για εμένα η ίδια είναι το πρότυπο, το παράδειγμα που με οδηγεί. Τα λόγια είναι περιττά. Το πιάνο παίζει…».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ