Επιστρέφετε στην «Ωραία του Πέραν» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Τι ήταν εκείνο που σας κέντρισε το ενδιαφέρον σε αυτό το έργο; «Μα, φυσικά, ο απόλυτος έρωτας του Αιµίλιου και της Ερµιόνης. Στη συνέχεια, βρήκα τον λόγο του Δηµητρίου Παπαδόπουλου αφοπλιστικό στην αφέλεια της εποχής του. Επίσης, η ίδια η πορεία τού εν λόγω λαϊκού ροµάντζου µέσα στον αιώνα µε έκανε να σκεφτώ ότι ήρθε η ώρα να αναβιώσει αυτή η ερωτική ιστορία που εξαφανίστηκε µέσα στη σκόνη της νεότερης ελληνικής Ιστορίας».
Ο Αιμίλιος θα μπορούσε να ζήσει έναν τέτοιο έρωτα στο σήμερα ή η εποχή μας θα έπλαθε έναν άλλο άνθρωπο; «Ναι, θα µπορούσε. Οι άνθρωποι, ξέρετε, δεν αλλάζουν. Οι φόρµες έκφρασης είναι διαφορετικές. Η Ιστορία έχει γραφτεί από τους µαχητές. Κανένας δεν µνηµονεύει τους δειλούς και τους εφησυχασµένους. Οπως υπήρχαν τότε, υπάρχουν και τώρα. Αρα, και οι µαχητές το ίδιο. Υπάρχουν. Και ευτυχώς».
Αν η ιστορία του Αιμίλιου και της Ερμιόνης είχε ευτυχή κατάληξη, πόσο πιθανό θα ήταν να τη σιχαινόταν ύστερα από είκοσι χρόνια; Στον έρωτα τελικά μυθοποιούμε το ανεκπλήρωτο; «Δεν έχω ιδέα! Iσως και να χώριζαν, όχι έπειτα από µία εικοσαετία, αλλά έπειτα από έναν χρόνο! Ισως και να ζούσαν για πάντα µαζί… Ναι, µυθοποιούµε στον έρωτα το ανεκπλήρωτο και καλά κάνουµε. Το ερώτηµα είναι πότε πρέπει να θεωρούµε ότι κάτι εκπληρώθηκε. Για εµένα προσωπικά, τίποτα, ποτέ, δεν είναι δεδοµένο».
Υπογράφετε τη σκηνοθεσία μαζί με τη Θεοδώρα Καπράλου. Πώς είναι να σκηνοθετείς τον εαυτό σου; «Αρκετά δύσκολο. Προσπαθείς να χωρίσεις το µυαλό σου σε δύο µέρη και αυτό σε κουράζει απόλυτα. Από την άλλη, όταν µπαίνεις στη διαδικασία της υπόκρισης και ταυτόχρονα τού να παρατηρείς τον άλλο, και κατ’ επέκταση την παράσταση στο σύνολό της, είσαι αυτοµάτως πιο ανοιχτός, σε µεγαλύτερη επαφή µε τον άλλο. Και αυτό είναι απελευθερωτικό και για εσένα και για την παράσταση».
Φεύγοντας από το θέατρο σας κυνηγούν ποτέ οι ρόλοι σας; «Οχι. Μετά το θέατρο έχω την ανάγκη να κάνω κάτι εντελώς διαφορετικό. Να φάω κάτι «σιχαµερό», ας πούµε».
Λέγεται ότι κάθε κοινό έχει την παράσταση που του αξίζει. Είναι κάτι που το πιστεύετε; «Και όχι µόνο. Και ο κάθε ηθοποιός έχει τους θεατές που του αξίζουν. Εχει να κάνει όχι µόνο µε το πώς παίζεις, αλλά µε το πώς είσαι, πώς στέκεσαι απέναντι στην τέχνη σου, πώς συνδέεσαι µε τους ρόλους σου και πώς οι ρόλοι σου συνδέονται µε το κοινό σου».

Το ελληνικό θέατρο αυτή τη στιγμή από τι πάσχει;
«Από την κρατική στήριξη».
Στην κριτική πιστεύετε; Διαβάζετε κριτικές και σε ποιον βαθμό σάς επηρεάζουν; «Προφανώς και πιστεύω µόνο στη σοβαρή κριτική. Διαβάζω κριτικές (είτε καλές είτε κακές) και τις αφήνω να µε επηρεάζουν µόνο στον βαθµό που αυτό µπορεί να αφορά τη δουλειά µου και όχι το ποιος είµαι».
Εκτός θεάτρου αναζητάτε μια ζωή με δυνατές συγκινήσεις; «Οχι απαραίτητα. Οι δυνατές συγκινήσεις µπορεί και να σε καταστρέψουν. Και εγώ είµαι σε µια φάση που έχω ανάγκη να ανασυγκροτηθώ ολοσχερώς».
Παράλληλα με τις παραστάσεις, δίνετε συναυλίες με το συγκρότημά σας, τους Polkar. Πού νιώθετε πιο οικεία, στο θεατρικό σανίδι ή στα live; «Στο θέατρο βρίσκω αυτό που µπορεί να µε συνδέει µε κάτι έξω από εµένα και µε προχωράει. Στη µουσική βρίσκω αυτό που υπάρχει µέσα σε µένα και το προχωράω».
Ποια ήταν η τελευταία είδηση που διαβάσατε και σας εξόργισε; «Η απαγόρευση, κατά Ερντογάν, θεατρικών παραστάσεων έργων των Σαίξπηρ, Μπρεχτ, Ντάριο Φο, Γκολντόνι και Τσέχοφ. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα συνέβαινε σήµερα κάτι τέτοιο. Να που συνέβη».
«Η ωραία του Πέραν»: Θέατρο του Νέου Κόσμου, Δώμα (Αντισθένους 7 και Θαρύπου), κάθε Δευτέρα και Τρίτη, έως τις 29/11.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ