Ασχολείστε πρώτη φορά με τη θεατρική σκηνοθεσία, με το «Στέλλα κοιμήσου», για το Εθνικό Θέατρο. Ποια είναι η ηρωίδα σας; «Eίναι η Στέλλα, κόρη ενός πλουσίου του υποκόσµου. Η κατάσταση µυρίζει Μέξικο. Μέξικο όπως Ελλάδα. Ολη η οικογένεια είναι συντονισµένη στο όραµα του πατέρα, του Αντώνη Γερακάρη. Εκείνη όµως αρθρώνει λόγο, και εκείνη την Κυριακή του Ιουλίου ξεσπά η κρίση στο σαλόνι».

Η αρχική έμπνευση ήρθε από τη «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου; «Μια αρχική έµπνευση τη βρήκα εκεί. Από εκεί και πέρα, µε τη συνεργασία των ηθοποιών, φτιάξαµε ένα άλλο έργο. Η ηρωίδα διεκδικεί το δικαίωµα της έκφρασης. Αυτό είναι βέβαια κάτι αρχετυπικό, δεν είναι καµιά πρωτοτυπία. Με απασχολεί, όµως, το πλαίσιο: πώς δηλαδή σε έναν κόσµο κυνικό, µαύρο και άραχνο, κάποιος µπορεί να πάει κόντρα στο σύστηµα, να συγκρουστεί».

Δηλώσατε ότι η παράσταση θα είναι διαφορετική κάθε βράδυ. «Δεν υπάρχει ένα κείµενο που θα ακολουθείται πιστά. Οµως υπάρχει το σενάριο, η ζωή των χαρακτήρων, τα θέλω τους, και όλα αυτά θα αναπαριστώνται µε ξεχωριστό τρόπο κάθε φορά, γιατί το πράγµα πρέπει να βιώνεται ως αλήθεια και οι ηθοποιοί να το ξαναζούν κάθε βραδιά. Θέλουµε οι θεατές να είναι σιωπηλοί µάρτυρες αυτού που θα διαδραµατίζεται εκείνη την Κυριακή στο σαλόνι του Αντώνη Γερακάρη».

Μιλάτε για ρεαλισμό, την ίδια στιγμή, όμως, οι χαρακτήρες σας κινούνται πάντα στα άκρα… «Σιχαίνοµαι την ηθογραφία. Πάντα µου άρεσαν τα έργα χαρακτήρων. Και ναι, όταν οι χαρακτήρες µπαίνουν σε ακραίες καταστάσεις, είναι µοιραίο τα πράγµατα να ξεφεύγουν, όπως ξεφεύγουν και στην πραγµατική ζωή. Ο ρεαλισµός έχει να κάνει µε την αλήθεια της έκφρασης, µε την αλήθεια που υπάρχει εκεί έξω και ενδεχοµένως λίγοι τη βλέπουν».

Γιατί το λέτε; «Γιατί η τέχνη στην Ελλάδα φλερτάρει πολύ µε τη µεταφορά, όλα θυµίζουν κάτι, όλα είναι κάπως, αλλά ποτέ δεν υπάρχει κυριολεξία».

Δυσκολευτήκατε να επιβάλετε τον τρόπο σας; «Εξακολουθεί να είναι δύσκολο. Ενα µέρος του κοινού αντιδρά. Δεν µπορεί να δεχτεί αυτή την κατά µέτωπο παρουσίαση. Αλλά µε τα χρόνια, έχω βρει τους συντρόφους µου».

Σας ενοχλεί όταν σας ρωτούν για τη βωμολοχία των ηρώων σας; «Από ένα σηµείο και πέρα µού ανάβουν τα λαµπάκια. Το θέµα δεν είναι η βωµολοχία, αλλά η γλώσσα. Αυτή η γλώσσα είναι µεν σκληρή, αλλά υπάρχει. Ας έρθει κάποιος να µου πει ότι κάτω από τις προϋποθέσεις που παρουσιάζονται οι σκηνές οι ήρωες δεν θα µίλαγαν έτσι. Τι θέλουν; Να βλέπουν τηλεόραση;».

Ετοιμάζετε καινούργια ταινία;
«Ναι. Μια σκοτεινή κωµωδία µε µαύρο χιούµορ και ακραίες ελληνικές καταστάσεις, άρωµα επαρχίας, πολλή καψούρα, και νταλκά. Λέγεται «H µπαλάντα της τρύπιας καρδιάς»».

Με τις ταινίες σας πολλές φορές μάς δείχνετε κατάμουτρα τον χειρότερο εαυτό μας ως λαό. Γιατί; «Γιατί αγαπώ υπερβολικά τη χώρα µου. Θεωρώ ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να είναι κριτικός απέναντι στα πράγµατα. Δεν είµαι διασκεδαστής».

Για τη σημερινή κατάσταση τι νιώθετε; «Ενα γαµώτο! Εχουµε µία από τις πιο όµορφες χώρες και είµαστε τόσο ντενεκέδες που την έχουµε καταντήσει µια πατσαβούρα».

Τουλάχιστον, για το ελληνικό σινεμά τα πράγματα πάνε καλά. «Ανεξάρτητα από τα βραβεία, την αναγνώριση στο εξωτερικό, την έκρηξη δηµιουργικότητας, το θέµα για εµένα είναι ότι ο κόσµος παραµένει αδιάφορος. Παπακαλιάτη και πάλι Παπακαλιάτη ψήφισε. Αυτά θέλει. Ταινίες που είναι προέκταση της τηλεόρασης. Για τις ταινίες που είναι πραγµατικό σινεµά, τα νούµερα είναι θλιβερά. Αντε να ενδιαφερθούν 20.000 θεατές. Ακόµη και αυτοί που µας αναγνωρίζουν ας καταλάβουν ότι πρέπει να έρθουν στον κινηµατογράφο για να µας δουν. Οχι να «πειρατεύονται» οι ταινίες και να τις ανακαλύπτουν µετά».
«Στέλλα κοιμήσου»: Κτίριο Τσίλλερ – Σκηνή Νίκος Κούρκουλος, από 13 Οκτωβρίου, Τετάρτη έως Κυριακή.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ