Μετά το ταξιδιωτικό «Παντού» (εκδ. Κέδρος) επανέρχεστε στην ποίηση με τη συλλογή «Για ένα πιάτο χόρτα» (εκδ. Υψιλον). Στην ποίηση αναγνωρίζετε τον εαυτό σας; «Ανήκω στους οπαδούς της ενιαίας γραφής. Ενας κριτικός ανέφερε ότι τα ταξιδιωτικά µου δεν είναι πεζά, «αλλά ποιήµατα που έχουν αποδοθεί µε πεζό λόγο. Αντί να παραταχθούν οι στίχοι, γράφτηκαν σε µορφή παραγράφων»».
Στα ποιήματά σας ενυπάρχουν οι χώρες που ανακαλύψατε κατά τη διάρκεια της πλούσιας διπλωματικής καριέρας σας. Για εσάς η ποίηση και το ταξίδι συνδέονται; «Συναποτελούν τις όψεις του ίδιου νοµίσµατος. Μ’ αυτό αγοράζουµε ελευθερία. Κυριολεκτώ. Αλλωστε, η ποίηση και το ταξίδι ταυτίζονται οντολογικά, για να θυµηθούµε στην προκειµένη περίπτωση τον Σαρλ Μποντλέρ».
Ποια ανάγκη πιστεύετε ότι οδήγησε τον άνθρωπο να γράψει το πρώτο ποίημα στην Ιστορία αυτού του κόσμου; Και ποια ανάγκη κινητοποίησε εσάς; «Ισως για να ακούσει καλύτερα ό,τι πολυτιµότερο απολάµβανε τότε, δηλαδή τον ίδιο του τον λόγο. Εγραψα πρώτη φορά από µιαν έντονη παρόρµηση. Από ανάγκη, µάλλον, να µπω σ’ ένα όνειρο ξύπνιος. Η αίσθηση αυτή δεν µ’ εγκατέλειψε ποτέ».

Βάλτε μας στο δημιουργικό σας εργαστήριο. Πώς γεννιέται ένα βιβλίο σας;
«Αρκεί το γόνιµο έναυσµα. Ενα γράµµα από το παρελθόν. Οι πρώτες λέξεις που πρόφεραν οι κόρες µου. Μετά δουλεύει ο συνειρµός. Είµαι στα χέρια του βιβλίου µου που γεννιέται. Αυτό µε πάει όπου θέλει κι όχι εγώ».
Εχετε κερδίσει πολλά σημαντικά βραβεία για το λογοτεχνικό έργο σας. Τι σημαίνουν για εσάς; «Τα βραβεία ανήκουν πρωτίστως στους γονείς µας. Αυτό, άλλωστε, πίστευε κι ο φίλος µου, ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης. Οπωσδήποτε προσδίδουν ιδιαίτερη σηµασία στα συγκεκριµένα έργα που ξεχώρισαν. Γι’ αυτό ευχαρίστησα δηµοσίως τις σχετικές επιτροπές».


Ταξιδέψατε πολύ. Ποιος τόπος σάς σημάδεψε; «Το Πεκίνο των αρχών της δεκαετίας του 1990. Τότε που δοκίµαζε το άνοιγµα στην ετερότητα. Η διαδικασία της µύησής µου στη σινική ιδιαιτερότητα συνιστούσε µάθηµα ζωής. Κοντολογίς, τα οκτώ χρόνια της διαµονής µου στην Κίνα ήταν καθοριστικά από κάθε πλευρά».
Και ποιον λαό δυσκολευτήκατε να κατανοήσετε; «Ισως να υπήρξα αρκετά πρόσφορος, εύπλοος κι ευήκοος. Οι όποιοι άλλοι προέκυπταν σχεδόν πάντα ως ανοικτά βιβλία. Προσπάθησα πάνω απ’ όλα να τους ακούσω, να περπατήσω και να δω µαζί τους τα προσφιλή τους τοπία». Οι άνθρωποι τελικά σε κάθε μέρος του κόσμου παραμένουν οι ίδιοι ή όχι; «Σύµφωνα µε τον Κοµφούκιο, όλοι οι άνθρωποι είµαστε ίδιοι. Μόνο στις συνήθειες, κατ’ αυτόν πάντα, διαφέρουµε. Εχοντας εργαστεί επί τρεις δεκαετίες σε πόλεις που βρίσκονται και στις πέντε ηπείρους, δεν θα ήταν σοφό να διαφωνήσω».


Υπήρξαν φορές που η Ελλάδα σάς πλήγωσε; «»Το παν είναι να είσαι έτοιµος» µας λέει ο Σαίξπηρ. Προσπάθησα να προλάβω οτιδήποτε θα µε µάτωνε ενδεχοµένως ένδον. Η τακτική της άµυνας κατά κανόνα ωφελεί. Η πληγή κλείνει προτού καν ανοίξει: «The readiness is all» επιµένει ο Αµλετ».


Θεωρείτε ότι περιμένουν καλύτερες ημέρες τον τόπο ή ότι διαρκώς θα βυθίζεται; «Η αντοχή που δείχνουµε καθηµερινά στην πράξη αποτελεί εκ των πραγµάτων τον άριστο οιωνό για το αύριο. Δεν υπάρχει άλλος λαός, φρονώ, που θα ξεπέρναγε τις τροµερές δυσκολίες τις οποίες αντιµετωπίσαµε και νικήσαµε τα τελευταία δίσεκτα χρόνια».
Υπήρξατε μέχρι πρόσφατα μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην UNESCO. Πιστεύετε ότι θα δούμε κάποτε την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα; «Ανήκω στους υποµονετικά αισιόδοξους. Δεν είναι του είδους µου η παραίτηση. Η διαδικασία υφίσταται, τα δεδοµένα έχουν εξαντλητικά προβληθεί, η θέση «τα πάντα ρει» προβλέπει την κατάληξη των όλων».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ