Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τον φωτισμό παραστάσεων; «Σπούδαζα σκηνογραφία στο Τµήµα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης. Στο πρόγραµµα υπήρχαν και µαθήµατα φωτισµού. Είχα καθηγήτρια την Ελευθερία Ντεκώ. Στο άνοιγµα του πρώτου προβολέα συνέβη κάτι µαγικό µέσα µου. Από τότε περνούσα άπειρες ώρες στο θέατρο της σχολής και πειραµατιζόµουν µε τα φώτα. Το φως είναι ζωή, ζωντάνια. Μπορείς να δηµιουργήσεις έναν κόσµο, να τον αλλάξεις ξανά, να δηµιουργήσεις συναισθήµατα. Εστίασα εκεί».
Πρόσφατα βρεθήκατε στην όπερα του Χονγκ Κονγκ για να φωτίσετε τo έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» σε σκηνοθεσία του Αρνώ Μπερνάρ. «Μετά τη συνεργασία που είχαµε µε τον Αρνώ Μπερνάρ στην Εθνική Λυρική Σκηνή και την όπερα «Καπουλέτοι και Μοντέκκοι», µου έκανε πρόταση για το Χονγκ Κονγκ. Hταν µια ιδιαίτερη στιγµή. Επρόκειτο για µια µεγάλη παραγωγή και αρκετά απαιτητική, µε Κινέζους, Γάλλους, Βέλγους. Ηρθα σε επαφή µε ανθρώπους διαφορετικής κουλτούρας. Ολους, όµως, µας συνέδεε ένας κοινός στόχος».
Τι σας εντυπωσίασε πιο πολύ; «Θυµάµαι την πρώτη ηµέρα που βρέθηκα στο θέατρο και στάθηκα στη σκηνή. Ξαφνικά εµφανίστηκαν πενήντα τεχνικοί και ξεκίνησαν να στήνουν τα φώτα και το σκηνικό. Ηταν εντυπωσιακός ο ρυθµός µε τον οποίο εργάζονταν, έµοιαζε µε χορογραφία. Ολα ήταν έτοιµα σε δύο ηµέρες. Μου έκανε επίσης εντύπωση ότι ανάµεσα στους τεχνικούς ήταν και πολλές γυναίκες. Κάτι που είναι σπάνιο στην Ελλάδα».
Ποια είναι η διαφορά τού να δουλεύεις στην Ελλάδα σε σχέση με το εξωτερικό; «Πριν επισκεφθώ το Χονγκ Κονγκ δούλευα επί έξι µήνες για τον σχεδιασµό του φωτισµού της παράστασης. Αντίστοιχα, για την όπερα που κάναµε στη Λειψία, η προετοιµασία ξεκίνησε εννέα µήνες νωρίτερα. Ο χρόνος που προσφέρεται είναι καθοριστικός ώστε να υπάρχει µεγαλύτερη προεργασία και καλύτερη οργάνωση».

Στον φωτισμό μιας παράστασης ποιο είναι το ζητούμενο; «Το ζητούµενο είναι πάντα να πω µια ιστορία, να πω την ιστορία του έργου, να πω την ιστορία του σκηνοθέτη, την ιστορία που λένε οι ηθοποιοί, µε τον δικό µου τρόπο. Να προκαλέσω συναισθήµατα µέσα από το φως».
Στην Ελλάδα της κρίσης παρακάμπτεται κάποιες φορές για λόγους οικονομίας το επάγγελμά σας; «Δεν νιώθω κάτι τέτοιο. Σίγουρα η κατάσταση είναι δύσκολη, δεν υπάρχουν χρήµατα και όλοι προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους µε κάθε τρόπο. Οµως θα έλεγα ότι στο κοµµάτι του φωτισµού δίνεται όλο και µεγαλύτερο βάρος».

Τι θα φωτίζατε και τι θα κρύβατε στην Αθήνα;
«Δεν ξέρω αν θα ήθελα να κρύψω κάτι, µάλλον το αντίθετο. Σίγουρα όµως θα ήθελα να φωτίσω όλα τα ιστορικά κτίρια της Αθήνας».
Με καλύτερο φωτισμό θα είχαμε μια ομορφότερη πόλη; «Βλέπεις πολλές πόλεις που αναδεικνύονται µέσα από τον φωτισµό τους. Και η Αθήνα έχει κοµµάτια που έχουν φωτιστεί πολύ όµορφα. Φυσικά και το φως µπορεί να κάνει µια πόλη οµορφότερη και πιο ελκυστική».
Πού συναντάμε τους πιο κακοφωτισμένους χώρους; «Στο εσωτερικό των δηµόσιων κτιρίων και στα σπίτια µας. Νοµίζω ότι θα έπρεπε να δοθεί µεγαλύτερη βαρύτητα εκεί. Ο φωτισµός παίζει σηµαντικό ρόλο στη διάθεσή µας. Στο εξωτερικό πραγµατοποιούνται ολόκληρες µελέτες για τον φωτισµό στους χώρους εργασίας, ώστε να αισθάνονται οι άνθρωποι πιο δηµιουργικοί. Πολλές φορές, φίλοι µε ρωτούν για τον φωτισµό του σπιτιού τους. Τους λέω τη γνώµη µου, αν και ο φωτισµός του χώρου µας έχει να κάνει πολύ και µε το προσωπικό γούστο».
Το περίφημο ελληνικό φως υπάρχει; «Θα έλεγα πως ναι. Το ελληνικό φως είναι δυνατό. Πολλές φορές, όταν ταξιδεύω στην Ευρώπη, µου λένε ότι εκεί το φως είναι «καλύτερο», διότι πέφτει πιο απαλά επάνω στις επιφάνειες. Προσωπικά, αγαπώ το ελληνικό φως επειδή µου προκαλεί µια ένταση».
Το σκοτάδι το φοβάστε; «Kαθόλου. Αν και προτιµώ το φως».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ