Ποια ήταν η αφορμή να ασχοληθείτε με τα σκηνικά και τα κοστούμια; «Η πρόθεσή µου ήταν να σπουδάσω ζωγραφική. Από µοιραία έλξη για το θέατρο έγινα σκηνογράφος. Αισθάνοµαι συνεπής. Οταν µε ρωτούν αν µου λείπει που δεν ζωγραφίζω, απαντώ: «Μα εγώ τώρα ζωγραφίζω»».

Εχετε θητεύσει δίπλα στον Διονύση Φωτόπουλο… «Νοµίζω η σχέση µας άρχισε να χτίζεται όταν µια µέρα ευχήθηκε να ήταν πιο πολύπλοκα τα σκαλιά µιας µακέτας του και ήρθε το άλλο πρωί στο ατελιέ βρίσκοντάς µε εκεί να τα έχω φτιάξει. Οταν κατάλαβε ότι δεν είχα φύγει καθόλου από την προηγούµενη µέρα, ξεκίνησε µια άλλη σχέση. Για εµένα ήταν αυτονόητο. Για εκείνον, η διαπίστωση µιας συγγενούς αγάπης για τη δουλειά. Η αλήθεια είναι πως πήρα µεν το πτυχίο µε άριστα, όµως αυτό, το «µεταπτυχιακό» στάδιο δίπλα του, ήταν το αληθινό σχολείο».

Πώς θα περιγράφατε σήμερα τη σχέση σας μαζί του; «Οικογένεια. Για εµένα ο Διονύσης είναι πια οικογένεια».

Πόσο εύκολο είναι να συναντήσει το δικό σας όραμα το όραμα του σκηνοθέτη; «Εξαρτάται από ποια όχθη θα σταθείς να δεις αυτό το ζήτηµα και αν είσαι διατεθειµένος να περάσεις απέναντι. Με τα χρόνια ξεφορτώνοµαι εγωιστικά βάρη. Είναι ωραία άσκηση να προσπαθείς να κατανοήσεις τον άλλο. Οταν δε τον εκτιµάς ή τον θαυµάζεις, γίνεται µε χαρά».

Το σκηνικό μιας παράστασης είναι ζωγραφική ή κατασκεύασμα; «Είναι κατασκευή. Οµως η ζωγραφική µου παιδεία, ευτυχώς, µε νικάει πάντα. Είχα δασκάλους που µου έµαθαν σχέδιο επάνω σε επιτύµβιες στήλες, που µε µύησαν στη χρυσή τοµή, που µου έµαθαν να «διαβάζω» τη ζωγραφική σαν να είναι µεταφυσικό συµβάν. Είναι όλα «εκεί». Το νευρικό µου σύστηµα λειτουργεί µέσω αυτών».

Σήμερα που τα budgets συρρικνώνονται, πόσο εύκολο είναι να κάνετε τη δουλειά σας; «Αυτό έχει γίνει το µεγάλο στοίχηµα. Και, πιστέψτε µε, γίνεται».

Το θέατρο μπορεί να αποδοθεί με λιτότητα ή χρειάζεται την ευμάρεια; «Μπορώ να ακολουθήσω και τους δύο δρόµους. Οταν τα καταφέρνω µε τον πρώτο, νιώθω πιο έξυπνη».

Ποιο είναι το κλειδί για να προσεγγίσετε επιτυχημένα ένα έργο; «Η έρευνα. Κάνω τεράστιο documentation, για όλα –την εποχή, την ιστορία, τον συγγραφέα -, σε τέτοιο βαθµό που να ακκίζοµαι και να επιθυµώ να διαρκεί πολύ αυτό το στάδιο. Και έτσι, αυτή η φοβερή αίσθηση του χάους γίνεται από δίνη πίδακας. Εκεί που πάει να σε καταπιεί, εκεί σε απογειώνει».

Ποιο κοστούμι από αυτά που έχετε δημιουργήσει θα θέλατε να έχετε φορέσει; «Με συγκινούσαν όλα τα φορέµατα στις «Νύφες», την ταινία του Παντελή Βούλγαρη. Χρόνια αργότερα, έκανα ένα installation στο TAF µε αυτά τα πέπλα. Είµαι συνειδητοποιηµένη backstage επαγγελµατίας. Δεν µου αρέσει να φοράω κοστούµια. Οµως στην αποκαθήλωση αυτού του installation ήταν σαν να µπήκα στο βάζο µε το µέλι. Τα φόρεσα όλα».

Ποιο ήταν το έργο που σας δυσκόλεψε περισσότερο στην προσέγγισή του και γιατί; «Το «Παίζοντας µε τη φωτιά» του Στρίντµπεργκ στο Θέατρο του Νέου Κόσµου. Ηταν ένα δύσκολο τεχνικά σκηνικό: γυάλινο, από plexi που ήθελα να υψώνεται τέσσερα µέτρα χωρίς σίδερα, για να φαίνεται διάφανο. Ξενύχτησα πολλά βράδια. Κόλλησα σαν βδέλλα στον κατασκευαστή. Το πόσο δύσκολο ήταν το κατάλαβα όταν ένας καθηγητής του Πολυτεχνείου µού ζήτησε να το κάνουν εργασία οι φοιτητές του».

Με ποιο κριτήριο διαλέξατε τις φωτογραφίες του Αλμπερτ Μάγερ για την έκθεση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 που διοργανώνει το Μουσείο Μπενάκη στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών και στο Costa Navarino; «Τις φωτογραφίες τις διαλέξαµε από κοινού µε το Μουσείο Μπενάκη. Η σύλληψη και η ιδέα της παρουσίασης-θέασης της έκθεσης ήταν δική µου. Πήραµε από κοινού ένα ρίσκο στο να γίνουν αυτές οι µνηµειακές ιστορικές φωτογραφίες κινούµενες ψηφιακές εικόνες. Ελπίζω να πετύχει».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Μαΐου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ