Στο νέο μυθιστόρημά σας, «Την Κυριακή έχουμε γάμο» (εκδ. Διόπτρα), ο 73χρονος Ιορδάνης Λεοντίου το σκάει από το σπίτι των παιδιών του με συνένοχο την 9χρονη εγγονή του για να αποδράσει πίσω στην παιδική του ηλικία. Για εσάς η καταφυγή στη νοσταλγία είναι βάλσαμο ή βασανιστήριο; «Σήμερα, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να νοσταλγώ τον καιρό που νοσταλγούσα το μέλλον μου. Οσο και αν ακούγεται περίεργο, το παρελθόν με ενδιαφέρει μόνο εγκυκλοπαιδικά».
Στο βιβλίο παρακολουθούμε μια οικογένεια του σήμερα και μια οικογένεια του τότε. Ψυχρή η σημερινή, ζεστή εκείνη τού τότε, κρύβοντας την ίδια στιγμή ένα τρομερό μυστικό… Η οικογένειά μας πάντα θα μας καθορίζει τελικά; «Η οικογένεια θα είναι πάντα ένας απειλητικός πυρήνας συναισθημάτων. Χρειάζεται ψυχραιμία η διαχείρισή της. Γι’ αυτό σας συνιστώ να πάτε να δείτε την «Οικογένεια Μπες-Βγες» στο Θέατρο 104».
Σε ένα σημείο του βιβλίου γράφετε ότι «τελικά είμαστε αυτό που δεν ξέρουν οι άλλοι για εμάς». Είναι κάτι που το πιστεύετε; «Με τέτοια αλόγιστη έκθεση της ιδιωτικής ζωής, λόγω τεχνολογικής ρουφιανιάς, θέλω να πιστεύω ότι ναι, κάτι τέτοιο ισχύει».
Και σε αυτό το βιβλίο επανέρχεται το μοτίβο των αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού. Γιατί; «Γιατί ήταν μία από τις αγαπημένες μου εκπομπές. Με έθλιβε και με ιντριγκάριζε ταυτόχρονα. Πιθανότατα ήθελα κάποιος να με αναζητήσει… Κατά προτίμηση εστεμμένος».
Το μεταφυσικό στοιχείο ενυπάρχει στο μυθιστόρημα. Εχετε και μια τέτοια πλευρά; «Πιστεύω στις συμπτώσεις από τις οποίες δεν γλιτώνει κανείς».
Το βιβλίο συνδιαλέγεται με το παρελθόν. Η Ελλάδα τού σήμερα σε ποιον βαθμό σάς πληγώνει; «Και η δεκαετία του ’50, στην οποία αναφέρεται το βιβλίο, ήταν πληγωτική, αλλά είχε την ελπίδα μέσα από το πένθος και την άγνοια.
Η Ελλάδα τού σήμερα εξοργίζει, αφού μοιάζει με θυμωμένο τουριστικό ηφαίστειο».
Διαβάζοντας βιβλία σας, νιώθω πολλές φορές ότι είστε ένας από τους ήρωές σας, ότι η μνήμη σας με κάποιον τρόπο είναι πάντα παρούσα. Πόσο έντονα υπάρχει το αυτοβιογραφικό στοιχείο; «Μόνο το συναίσθημα είναι αυτοβιογραφικό, αν και στο τελευταίο βιβλίο μου σκιαγραφώ πρόσωπα που συνάντησα πριν από πολλά χρόνια».
Κλείνετε πλέον 35 χρόνια παρουσίας στην ελληνική πεζογραφία. Τον φόβο της λευκής σελίδας, της απουσίας έμπνευσης, τον συναντήσατε ποτέ; «Η λευκή σελίδα με φοβίζει πάντα. Γι’ αυτό… την ηρεμώ κάνοντας στο πλάι διάφορα σκίτσα. Ετσι κι αλλιώς, γράφω με το χέρι, αφού βρίσκομαι συνειδητά στην προγουτεμβέργεια εποχή».
Αλήθεια, πώς θα περιγράφατε την Ελλάδα σε κάποιον που δεν ξέρει τίποτα για τη χώρα μας; «Θα το διασκέδαζα. Θα του έλεγα πως συνορεύουμε με τη Μογγολία, τη Βόρεια Κορέα και πως έχουμε νησιά του Πάσχα, των Χριστουγέννων, της Καθαράς Δευτέρας και ότι μας κυβερνά υστερικά ο απωθημένος ερωτισμός μας».
Το μελαγχολικό αλλά και τόσο νοσταλγικό εξώφυλλο του βιβλίου είναι δικό σας έργο. Ζωγραφίζετε καθημερινά; «Τα μολύβια και οι μπογιές με ηρεμούν, γι’ αυτό πιστεύω ότι συγγενεύω λίγο με τον Τσόρτσιλ (ως προς τη ζωγραφική)».
Αν δεν απατώμαι, όπως ο ήρωάς σας ο Ιορδάνης, έτσι και εσείς έχετε μια μικρή εγγονή. Της λέτε παραμύθια; «Της αφηγούμαι τη ζωή μου σαν παραμύθι, όχι όμως τόσο μελαγχολικά… Εχω, βλέπεις, τον τρόπο μου».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ