Στο βιβλίο σας «Ο δράκος της Πρέσπας Ι – Η Κοιλάδα της Λάσπης» (εκδ. Καστανιώτη) η Πρέσπα ερημώνει, ένας δράκος εμφανίζεται και η Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης εκμεταλλεύεται τα πάντα. Γράψατε μια πολιτική αλληγορία μέσα από ένα μυθιστόρημα φαντασίας; «Πρόθεσή μου ήταν να γράψω ένα χορταστικό παραμύθι, αλλά πάντα η πραγματικότητα μπλέκεται στην έμπνευσή μου και επιβάλλει τα θέματά της».
Σκιαγραφείτε, όμως, έντονα στο βιβλίο μια ακραία μορφή καπιταλισμού… «Οντως, περιγράφω έναν ώριμο μετακαπιταλισμό όπου το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει προσπεράσει και τα τελευταία θεσμικά εμπόδια, κοινοβούλια, νόμους, κυβερνήσεις. Οι χώρες, μαζί με το δάνειο που λαμβάνουν, αποδέχονται και την εγκατάσταση ενός μηχανισμού είσπραξης των δανειστών, που προηγείται του κρατικού και φροντίζει για την αποπληρωμή του χρέους».
Περιγράφετε σκηνές από το μέλλον ή από το παρόν; «Θέλω να πιστεύω πως δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε αυτό το σημείο και ότι οι κρατικοί θεσμοί επιτελούν, έστω και με δυσκολίες, περιορισμούς και προβλήματα, τον σκοπό τους. Βέβαια, κατά εκεί οδεύουμε, αν δεν μπει φρένο στη βουλιμία επενδυτών, τοκογλύφων, συμβούλων και αξιολογητών».

Γιατί επιλέξατε το βιβλίο να διαδραματίζεται στην περιοχή των Πρεσπών;
«Είναι ένα μυθιστόρημα για σύνορα και όρια, εσωτερικά και εξωτερικά, θέματα που επανέφερε η προσφυγική κρίση, τα φαινόμενα εθνικισμού και σοβινισμού.

Η τριεθνής λίμνη Πρέσπα, με τα υδάτινα, αόρατα σύνορά της, που είναι περισσότερο νοητά παρά αντιληπτά με τις αισθήσεις, χωρίζει άραγε τις τρεις χώρες που τη μοιράζονται ή τις ενώνει; Μια επίσκεψη στα τριεθνή ύδατά της θα σας πείσει ότι το σύνορο είναι μόνο συνθήκη του νου».

«Η Κοιλάδα της Λάσπης» είναι το πρώτο βιβλίο μιας τριλογίας. Πιστεύετε πως αναλάβατε μεγάλη ευθύνη; «Πρόκειται για το πιο μακροπρόθεσμο σχέδιο που έκανα ποτέ, θα μεγαλώνω και θα αλλάζω γράφοντας αυτό το έργο κι όταν το τελειώσω θα έχουν περάσει δέκα χρόνια από τη στιγμή που το άρχισα. Αρκεί να ζήσω τόσα…».
Και αν βαρεθείτε; Αν χάσετε την έμπνευσή σας; «Εύχομαι να μη συμβεί. Επειτα από πέντε μυθιστορήματα, βέβαια, έχω καταλάβει πια πώς λειτουργώ, πώς παράγω, με τι ρυθμούς, έχει γίνει κομμάτι της ζωής μου η συγγραφή, απαραίτητο κομμάτι, με ισορροπεί και με γεμίζει. Αποτόλμησα την τριλογία τώρα που έχω αναπτύξει μέθοδο στο γράψιμό μου, οπότε νιώθω σχετικά ασφαλής».
Είστε, όμως, μια συγγραφέας φαντασίας σε μια χώρα που δεν αγαπά πολύ αυτό το είδος. «Δεν το αγαπά και δεν το εμπιστεύεται κυρίως. Διστάζει να εγκαταλειφθεί στα χέρια ενός παραμυθά, να ανεχτεί την υπερβολή, επειδή ανησυχεί μήπως εξαπατηθεί ή απογοητευτεί και χάσει τον χρόνο του. Ανεξήγητη καχυποψία, δεδομένου ότι είμαστε μια χώρα παραμυθάδων, αν μη τι άλλο τους ψηφίζουμε».
Το πρόσφατο Βραβείo Μυθιστορήµατος του Ιδρύµατος Κώστα & Ελένης Ουράνη της Ακαδηµίας Αθηνών ήταν κάτι που το περιμένατε; «Ομολογώ πως όχι, ακριβώς επειδή τα βιβλία μου ανήκουν στη φανταστική λογοτεχνία, πίστευα πως η Ακαδημία έχει πιο κλασικά γούστα. Θαρρώ πως ύστερα από αυτό η λογοτεχνία του φανταστικού νομιμοποιήθηκε ως είδος (γέλια)».
Την ίδια στιγμή γνωρίζετε απήχηση στο εξωτερικό. Ο «Guardian» σάς περιλαμβάνει στις λίστες του… «Αλλοι έλληνες συγγραφείς έχουν γνωρίσει μεγαλύτερη απήχηση. Αυτό που προκάλεσε εντύπωση στην περίπτωσή μου είναι ότι ξεχώρισε ένα βιβλίο φανταστικής λογοτεχνίας, στο οποίο η χώρα δεν έχει καμία παράδοση. Και είναι κρίμα γιατί εμείς έχουμε κάτι μοναδικό: συνδυάζουμε τον δυτικό ορθολογισμό με τον ανατολικό μυστικισμό, δείτε τη μυθολογία, τον Ομηρο, τον Πλάτωνα…».
Δουλεύετε στον δημόσιο τομέα. Υπάρχει περιθώριο για φαντασία; «Για φαντασία ίσως όχι, για έμπνευση ναι, για ευρηματικότητα οπωσδήποτε!».
Αν ο δράκος τελικά ζωντάνευε, τι θα έπρεπε να κάψει; «Θα προτιμούσα να μην καταστρέψει, αλλά να μαγέψει, να εμπνεύσει, να μας βοηθήσει να ονειρευτούμε και να πιστέψουμε στο αδύνατο».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ