Πρωταγωνιστείτε στην ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης» υποδυόμενος τον Γιώργο, τον κουνιάδο του Τσιτσάνη. Ποιος είναι ο ήρωάς σας; «Πρόκειται για ένα καθαρό παιδί. Διαθέτει µια «κυριολεξία» που λείπει στις ηµέρες µας. Είναι ερωτευµένος µε την Εστρέα, µια Εβραία. Δουλεύει στο ξυλουργείο, το βράδυ στο ουζερί, και είναι και στην Αντίσταση κατά των Γερµανών».

Είναι γοητευτικό να παίζεις σε μια ιστορική ταινία; «Πολύ. Ο ηθοποιός εξερευνά συµπεριφορές. Υποδύοµαι έναν άνδρα ερωτευµένο και, εντάξει, µπορώ να βρω αναλογίες. Τι σήµαινε, όµως, εκείνη την εποχή το φιλί; Πόσο εύκολο ήταν να αγκαλιάσεις; Πώς άγγιζαν τα χέρια το κορµί;».

Και αυτά πώς τα ανακαλύπτετε, διαβάζοντας για την εποχή; «Σίγουρα διαβάζεις. Οµως η έµπνευση µπορεί να έρθει και από κάτι άσχετο. Το ζήτηµα δεν είναι η µίµηση. Για παράδειγµα, ο Σερζ Γκενσµπούργκ, που ουδεµία σχέση έχει µε τον ρόλο, µπορεί να µε βοήθησε περισσότερο από το να δω ένα ακόµη ντοκιµαντέρ για τον Τσιτσάνη».

Από την άλλη, στο Θέατρο Τέχνης, στην παράσταση «Τα παιδιά του ήλιου», υποδύεστε έναν ήρωα χαμένο στον μικρόκοσμό του. «Πράγµατι, και να του κόψεις το χέρι µπορεί να µην το καταλάβει. Ο Γκόρκι δεν παρουσιάζει τους ήρωές του αντιπαθείς, αλλά ανυποψίαστους για οτιδήποτε συµβαίνει πέρα από τη µικρή τους πραγµατικότητα. Και έτσι σε ένα δεύτερο, προφανές όµως, επίπεδο είναι απόλυτα ένοχοι».

Σήμερα αρνούμαστε να δούμε;
«Οι άνθρωποι αρνούνται να δουν, παραµένουν ανυποψίαστοι και ξαφνικά κάτι συµβαίνει και µένουν έκπληκτοι. Εµειναν έκπληκτοι µε αυτό που έγινε στο Παρίσι. Δεν το περίµεναν δηλαδή; Οταν βοµβαρδίζαµε τόσα χρόνια αυτές τις χώρες; Και δεν νοµιµοποιώ τους τζιχαντιστές. Προσωπικά, µένω έκπληκτος καθηµερινά µε χιλιάδες πράγµατα: από το πόσο άσχηµη έχει γίνει η Αθήνα, µέχρι ότι για να γίνει µια δουλειά χρειάζεται φακελάκι».

Εστω ότι συνειδητοποιούμε την πραγματικότητα. Μπορούμε να την αλλάξουμε; «Συνέχεια οι άνθρωποι ψάχνουν λύσεις. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν. Υπάρχει µόνο ένας τρόπος ζωής που είναι συνδεδεµένος µε την πνευµατικότητα. Ζήσαµε µε έναν τρόπο ζωής αποκλείοντας οτιδήποτε πνευµατικό. Φυσικά και έχουµε ευθύνη γιατί ενδώσαµε σε αυτό και αγοράσαµε την απόλυτη απάτη. Η Ευρώπη είναι νεκρή».

Και η Ελλάδα; «Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καν η δυτική, έστω επιφανειακή, αξιοκρατία. Δηλαδή, ότι θα έχω ένα πεζοδρόµιο και θα µπορώ να περπατήσω σε αυτό, ένα πάρκο για να κάνω βόλτα. Είµαστε τρίτος κόσµος».

Το ελληνικό θέατρο από τι απειλείται; «Σε αντίθεση µε τον ελληνικό κινηµατογράφο, όπου βλέπω να γίνονται κάποια πράγµατα µε µια απενοχοποίηση και µια ελευθερία –και για να το ξεκαθαρίσω, δεν αναφέροµαι στο λεγόµενο «κίνηµα weird» -, το θέατρο περιβάλλεται από µια σοβαροφάνεια. Υπάρχουν κάποιοι που κρατούν τα σκήπτρα και υποτίθεται ότι ξέρουν και τι είναι θέατρο».

Η δική σας γενιά, η γενιά των τριαντάρηδων, δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό; «Δεν είναι θέµα ηλικίας. Υπάρχουν συνοµήλικοί µου που είναι πιο µεγάλοι από τους µεγάλους. Προσωπικά, νιώθω πιο κοντά στη γενιά των 60άρηδων και των 70άρηδων, παρά στη γενιά των 40άρηδων και των 50άρηδων. Νοµίζω, µάλιστα, ότι αν δεν συνδιαλεχθούµε µαζί τους θα χαθεί κάτι πολύ σηµαντικό, αυτή η πνευµατικότητα που φέρουν».

Και η εποχή μας δεν ευνοεί την πνευματικότητα… «Εχει να κάνει µε τον χρόνο. Δουλεύεις, δεν πληρώνεσαι και πρέπει να κάνεις και άλλη δουλειά για να µπορείς να ζήσεις. Δεν έχεις χρόνο να εµβαθύνεις στα πράγµατα. Μας φόρτωσαν µια ενοχή απέναντι στην τεµπελιά. Ενώ η τεµπελιά είναι το θέµα: να είσαι έτσι ώστε να µπορείς να δηµιουργείς».

Ποια πολυτέλεια επιτρέπετε στον εαυτό σας; «Αν πούµε ότι κάτι είναι πολυτέλεια, µάλλον δεν µας πολυαξίζει. Και τα πάντα µάς αξίζουν, εκτός από το να κάνουµε κακό. Αν θέλετε, και το µασάζ και το τζακούζι το αξίζει ο άνθρωπος, αν επιθυµεί όµως να ζει µόνο έτσι, θα καταστραφεί».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ