Επανέρχεστε στη «Νεράιδα». Αισθάνεστε καθόλου τη ρουτίνα; «Καθόλου. Την πρώτη φορά που σκηνοθέτησα τη «Νεράιδα» ήταν το 2004. Δέκα χρόνια μετά, η πρόκληση να ανέβει σε φυσικό περιβάλλον, στη Λίμνη Βουλιαγμένης, ήταν πολύ μεγάλη. Το ταξίδι μου στον πυρήνα του έργου ήταν για άλλη μια φορά πρωτόγνωρη εμπειρία. Τα ξωτικά και οι νεράιδες είναι οι άνθρωποι που επιλέγουν να ζήσουν μακριά από τον θάνατο της πραγματικότητας, στον κόσμο της φαντασίας».
Πού τους συναντάμε αυτούς τους ανθρώπους; «Παντού, αλλά η παρουσία τους είναι διακριτική, μυστική, γι’ αυτό και νομίζουμε ότι δεν υπάρχουν».
Η «Νεράιδα», βασισμένη σε έργο του 1938 του Ζαν Ζιροντού, αφορά το αντιποιητικό σήμερα; «Περισσότερο από ποτέ. Η ένωση μιας θεότητας με έναν κοινό θνητό, την οποία πραγματεύεται το έργο, συμβολίζει την προσπάθεια του ανθρώπου να ζήσει ως πνευματικό ον με υλική υπόσταση. Είναι ακόμη άπιαστο όνειρο η δυνατότητα να νικήσει ο άνθρωπος τον θάνατο: ξεχνάμε τις ρίζες μας, ξεχνάμε να σκεφτόμαστε, να αγαπάμε, να ζούμε και πεθαίνουμε».
Η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο; «Το πιστεύω. Διαφορετικά, γιατί να την υπηρετώ; Είναι ασύλληπτα γοητευτική, αλλά είναι και τόσο επώδυνο να την υπηρετείς. Νομίζω ότι μόνο η τέχνη και ο έρωτας μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο».
Μέχρι στιγμής απέτυχαν… «Η ανθρωπότητα είναι ακόμη βρέφος, χωρίς μνήμη. Αν είχε ωριμάσει, δεν θα ζούσαμε μέσα σε μια τέτοια πνευματική εξαθλίωση, μέσα σε μια τόσο σκληρή και άδικη κοινότητα».
Λειτουργείτε πάντα σε αντισυμβατικούς θεατρικούς χώρους. Γιατί; «Νομίζω πως δημιουργώ με οδηγό τι θα ήθελα εγώ να δω ως θεατής. Είναι το σημαντικότερο δίδαγμα που πήρα μέσα από τη μαθητεία μου στη σκηνοθεσία, από τον δάσκαλο και σύντροφό μου στη ζωή, τον Γιάννη Κακλέα. Ετσι, όταν η Μαριάννα Κάλμπαρη μου ζήτησε να σκηνοθετήσω το πρώτο της θεατρικό έργο, «Τα τρένα κοιμούνται τη νύχτα», στο Φεστιβάλ της Τρίπολης το 2002, της πρότεινα να το σκηνοθετήσω στον φυσικό του βιότοπο, δηλαδή τον σταθμό της Τρίπολης,
με αληθινά τρένα».
Μήπως όμως αυτό καμιά φορά στρέφει το βλέμμα στον χώρο και όχι στην παράσταση αυτή καθαυτήν; «Είναι σαν να με ρωτάτε αν ανταγωνίζομαι τον εαυτό μου. Ο καθένας μπορεί να το δει όπως θέλει. Ενας καλός μου φίλος μου είπε «δεν είσαι ακριβώς σκηνοθέτις. Είσαι εξαιρετική στο να συλλαμβάνεις ένα κόνσεπτ». Δεν με πείραξε. Το διασκέδασα».
Πόσο δύσκολο είναι να σκηνοθετείς στην Ελλάδα του 2015; «Πέρα από τις ανύπαρκτες επιχορηγήσεις, γίνεται ένα τρομερό πλιάτσικο. Δημιουργήθηκαν πολλές ιδιωτικές δραματικές σχολές και βγαίνουν χιλιάδες ηθοποιοί. Πού θα δουλέψουν όλα αυτά τα παιδιά; Φτιάχνουν μικρές ερασιτεχνικές ομάδες και σκηνοθετούν οι ίδιοι, σκηνογραφούν, φωτίζουν, τα κάνουν όλα…».
Αυτό όμως συμβαίνει και στο λεγόμενο εμπορικό θέατρο. «Είναι θλιβερό. Πώς ένας επώνυμος ηθοποιός χρίζει τον εαυτό του σκηνοθέτη, χωρίς να μαθητεύσει κάπου; Είναι δύο εντελώς διαφορετικές τέχνες και μόνο ελάχιστοι τα καταφέρνουν και στα δύο ταυτόχρονα. Δεν συμβαίνει πουθενά αλλού στην Ευρώπη: ηθοποιοί, χορογράφοι, εικαστικοί, οι πάντες σκηνοθετούν».
Την υποκριτική την έχετε αφήσει για πάντα πίσω; «Ναι. Πέρυσι, στην παράσταση «Καλώς ήρθατε ντετέκτιβ Πουαρό» που σκηνοθετούσα, η Εβελίνα Παπούλια είχε ένα γύρισμα στο Λονδίνο και έπρεπε να την αντικαταστήσω για ένα βράδυ. Ηταν σχιζοφρενικό, γιατί έπαιζα και ταυτόχρονα με σκηνοθετούσα».
Ανήκετε στην Επιτροπή Διαλόγου του Ποταμιού. Η πολιτική σάς ενδιαφέρει; «Αν και δεν είμαι βαθιά γνώστρια της πολιτικής σκηνής, ο Σταύρος Θεοδωράκης με εκφράζει. Μέσα από τις εκπομπές του είχε αναδείξει κοινωνικά θέματα και προβλήματα και θεωρώ ότι μπορεί να είναι εκπρόσωπός μας, γιατί, σε αντίθεση με άλλους πολιτικούς αρχηγούς, γνωρίζει την κοινωνία».
Τι σχεδιάζετε για τον χειμώνα; «Να ανεβάσω με την ομάδα «naan» την «Κυρία της νύχτας» του Γιάννη Μαρή. Δεν έχουμε βρει τον χώρο, αλλά είναι ένα έργο που παραδόξως μπορεί να με βάλει για πρώτη φορά σε θεατρική αίθουσα».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ