Γιατί επιλέξατε να γράψετε ένα βιβλίο για τον πατέρα σας; «Πάντα είχα στο µυαλό µου να ψάξω τη ζωή του, να συµπληρώσω τα κενά. Είχα τελειώσει τέσσερα μυθιστορήματα και είχα μπροστά μου τον τέλειο μυθιστορηματικό ήρωα».
Αφηγείστε τα πρώτα του χρόνια. Γιατί σταµατάτε στο 1947; «Αυτή η περίοδος µε γοήτευε. Ηταν γεµάτη ανατροπές: η φυµατίωση, η αιχμαλωσία του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο αντιστασιακός αγώνας στη γερμανοκρατούμενη Ρώμη».
Θα υπάρξει συνέχεια; «Οταν άρχισα να γράφω ήθελα να αφηγηθώ ολόκληρη τη ζωή του. Γράφοντας, κατάλαβα ότι δεν έφτανε ένα βιβλίο. Ακόµη και αν βγει ένας δεύτερος τόµος θα είναι αλλιώτικα γραμμένος. Η αφηγηματική φωνή δεν θα είναι η κόρη που ψάχνει στα χαρτιά να ανακαλύψει τον πατέρα της».
Ηταν δύσκολο να είστε η κόρη του; «Ηταν και είναι. Εκείνη η δασκάλα που απέτυχα να κερδίσω το χαμόγελό της όσο και αν προσπαθούσα, από την άλλη οι άνθρωποι που με αγαπούσαν υπέρμετρα και εγώ κάποια στιγμή καταλάβαινα ότι δεν με αγαπούν γιατί είμαι αυτή που είμαι, αλλά γιατί είμαι η κόρη του. Και αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα: αυτό το βιβλίο μού το επιβεβαίωσε».
Τι εννοείτε; «Υπήρξαν απορριπτικές αντιδράσεις από ανθρώπους που θεωρούν ότι µια Αβέρωφ δεν δικαιούται να γράφει λογοτεχνία ή τέλος πάντων γιατί να µας ενδιαφέρει ο µπαµπάς της. Και από την άλλη υπήρξαν «µπράβο» για το βιβλίο που µε έκαναν να νιώθω το ίδιο άσχηµα. Δεν ενδιαφέρονταν για το ίδιο το μυθιστόρημα, μπορεί να μην το είχαν καν διαβάσει».


Γράφετε ότι πήρε χρόνια για να γνωρίσετε τον πατέρα σας. Ποιος ευθύνεται; «Η φύση και η ζωή. Γενικά νοµίζω ότι πρέπει να µεγαλώσεις για να δεις τον γονιό σου από απόσταση με μια ανθρώπινη ενσυναίσθηση και όχι μέσα από τον ρόλο του παιδιού. Στην περίπτωσή μας ευθύνεται και η διαφορετικότητα. Εκείνος ήταν πληθωρικός, κατασταλαγμένος, αποφασιστικός, εγώ βρισκόμουν σε μόνιμη αναζήτηση».
Και όμως, εκτός από την πολιτική, φαίνεται να αγαπάτε τα ίδια πράγματα: γράφετε όπως εκείνος, διευθύνετε την Πινακοθήκη Αβέρωφ… «Ναι. Νοµίζω ότι η πολιτική τα αλλοιώνει όλα. Ισως τελικά γι’ αυτό θέλησα να βρω τον πατέρα μου πριν από τον πολιτικό άνδρα, γι’ αυτό στάθηκα στα πρώτα χρόνια του, γιατί νομίζω ότι από ένα σημείο και πέρα έπεφτε πάνω του η βαριά σκιά της πολιτικής».


Ως πατέρας ήταν αυταρχικός; «Καθόλου. Υπήρχαν βέβαια εντάσεις στη σχέση μας, αλλά αυτές συχνά πυροδοτούνταν από τις αντιδράσεις των άλλων. Είχαν γίνει κουτσομπολιά για τις πολιτικές μου θέσεις, ακόμη και επερωτήσεις στη Βουλή. Είχε έναν ήπιο «μανουβραριστικό» τρόπο να με αντιμετωπίζει».

Δηλαδή;
«Θυµάµαι ότι κάποια στιγµή έπειτα από ένα τέτοιο επεισόδιο µου είπε «εγώ είµαι δηµοκράτης και εσύ είσαι ελεύθερη να επιλέξεις, αλλά να ξέρεις ότι είσαι η µεγαλύτερή µου στενοχώρια»».
Υπήρξαν εποχές που τον απορρίψατε; «Ναι, µε αυτό το µείγµα απόρριψης και αγάπης όλων των παιδιών προς τους γονείς τους. Ακόµη και όταν ήµουν στην αριστερή μου φάση δεν ήταν ακριβώς απόρριψη γιατί πάλι το συζητούσαμε και προσπαθούσα να τον πείσω για τις απόψεις μου».
Λέγεται ότι ο πατέρας σας, αν και ιδιαίτερα ευφυής, δεν διάλεγε καλούς συνεργάτες. «Δεν σκάλιζε την ψυχή του άλλου. Τον ενδιέφερε το στοιχείο της εντοπιότητας και κυρίως η αφοσίωση στο έργο. Εδινε μάλιστα μια αποστομωτική απάντηση όταν του έκανες κριτική για κάποιον συνεργάτη του: «Συμφωνώ», έλεγε, «ότι μπορεί να μην προσφέρει όσα θα έπρεπε, αλλά προσφέρει περισσότερα από ό,τι μπορεί»».


Αν σήμερα ήταν νέος, πιστεύετε ότι θα τον ενδιέφερε η πολιτική; «Ναι. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια, το1946,όταν µπήκε στην πολιτική, είχε ανεξάντλητα αποθέµατα ενέργειας και πεποίθησης. Αν πολιτευόταν τώρα, με αυτή την ορμή, νομίζω ότι θα μπορούσε να κάνει πολλά. Ακόμη και σε πολύ δύσκολες καταστάσεις συνήθιζε να λέει «δεν είναι και προς θάνατον». Αν ζούσε βέβαια σήμερα, δεν ξέρω τι θα έλεγε για την κατάσταση».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ