Πώς αποφασίσατε να πάρετε μέρος στην αποστολή των Γιατρών Χωρίς Σύνορα; «Δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τους συναδέλφους μου. «Είμαστε απελπισμένοι» είπαν. Αισθανόμουν ότι ήταν υποχρέωσή μου να βοηθήσω σε αυτή την τεράστια κρίση η οποία κόστισε τη ζωή περισσότερων από 10.000 ανθρώπων. Διαφορετικά, για ποιον σκοπό δουλεύω;».
Η οικογένειά σας πώς αντέδρασε; «Οι γονείς μου το έχουν συνηθίσει. Λαμβάνω μέρος σε αποστολές από το 1994. Εντάξει, κάποιοι φίλοι αστειευόμενοι έλεγαν ότι και στο τηλέφωνο ακόμη θα μου μιλούσαν έπειτα από έναν χρόνο. Προσωπικά δεν φοβόμουν. Αν τηρήσεις τα μέτρα προφύλαξης, ο κίνδυνος μόλυνσης είναι μικρός».
Ποια ήταν η κατάσταση που αντικρίσατε όταν φτάσατε; «Ασχημη. Δούλευα στην πρωτεύουσα της Σιέρα Λεόνε, στο Φρίταουν. Ημουν υπεύθυνος του συστήματος επιδημιολογικής επιτήρησης».


Πρακτικά τι σημαίνει αυτό; «Ψάχναμε να βρούμε τους ασθενείς πόρτα πόρτα. Αν κάποιος εμφάνιζε τα συμπτώματα, τον μεταφέραμε στο Κέντρο Θεραπείας για να υποβληθεί σε τεστ. Παράλληλα εξετάζαμε τις πιθανές πηγές της μόλυνσής του αλλά και τους ανθρώπους που είχαν έρθει σε άμεση επαφή μαζί του κατά τη διάρκεια της εμφάνισης των συμπτωμάτων του ιού. Επειτα αυτούς τους ανθρώπους τους παρακολουθούσαμε καθημερινά για 21 ημέρες, που είναι ο μέγιστος χρόνος για να αναπτύξει κανείς συμπτώματα μετά τη μόλυνση».
Ακούγεται τιτάνιο έργο. «Θυμάμαι την περίπτωση κάποιου που επισκεπτόταν το τζαμί ενώ ήταν άρρωστος. Επρεπε να παρακολουθούμε για 21 ημέρες σχεδόν 200 άτομα που είχαν βρεθεί στο τζαμί μαζί του το ίδιο διάστημα. Και μετά όσους εμφάνιζαν συμπτώματα έπρεπε να τους πείσουμε να έρθουν στο Κέντρο Θεραπείας».
Τι εννοείτε να τους πείσετε; «Υπήρχαν τρελές φήμες ότι στα Κέντρα Θεραπείας γινόταν εμπόριο οργάνων ή ότι πουλούσαμε το αίμα ή ότι όποιος έμπαινε μέσα πέθαινε, γιατί όντως στην αρχή η θνησιμότητα ήταν πολύ υψηλή».
Είχατε να αντιμετωπίσετε λοιπόν και τις τοπικές προκαταλήψεις. «Ακριβώς. Για παράδειγμα, πολλοί επέμεναν να μη δηλώνουν τους νεκρούς ώστε να πραγματοποιούν την παραδοσιακή τελετουργία ταφής: έπλεναν τον νεκρό και στη συνέχεια λούζονταν με το ίδιο νερό. Πίστευαν ότι αν δεν το έπρατταν ο νεκρός θα τους στοίχειωνε. Ετσι έλεγαν ψέματα».
Μήπως επρόκειτο για μια γενική δυσπιστία προς τους ξένους; «Δεν ξέρω. Αλλά υπάρχουν διάφορες κοινότητες με τα δικά τους «πιστεύω». Επρεπε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των ηγετών τους, των παραδοσιακών θεραπευτών κ.ά. Η ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινότητας είναι πολύ σημαντική. Οικογένειες έμπαιναν σε καραντίνα για 21 ημέρες. Δεν είναι εύκολο. Οσοι ήταν αγρότες έχαναν την καλλιέργεια ενός χρόνου. Ολόκληρα χωριά φυλάσσονταν από αστυνομικούς».
Ηρθατε πολλές φορές σε απόγνωση; «Υπήρχαν άνθρωποι που ήταν άρρωστοι και χρησιμοποιούσαν τη δημόσια συγκοινωνία μολύνοντας άλλους. «Πώς θα σταματήσει αυτή η επιδημία, Θεέ μου» σκεφτόμουν. Μετά έβλεπες κάποια μικρή πρόοδο και έπαιρνες κουράγιο».
Και κάπως έτσι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε πρόσφατα το τέλος της επιδημίας του ιού Εμπολα στη Λιβερία. «Ναι, αλλά δυστυχώς στη Σιέρα Λεόνε και στη Γουινέα η μετάδοση συνεχίζεται. Ο κίνδυνος δεν πέρασε».
Πώς ξέσπασε όμως μια τέτοια κρίση; «Η Γουινέα, η Σιέρα Λεόνε και η Λιβερία, όπου και ξέσπασε η επιδημία, δεν είχαν χτυπηθεί προηγουμένως από τον ιό Εμπολα και έτσι δεν υπήρξε έγκαιρη διάγνωση. Τα πρώτα κρούσματα εμφανίστηκαν τον Δεκέμβριο του 2013. Τον Μάρτιο του 2014 οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα άνοιξαν το πρώτο κέντρο και καλούσαν σε δράση και τους άλλους οργανισμούς, οι οποίοι δεν κατάλαβαν εγκαίρως τη σοβαρότητα της κατάστασης».
Δηλαδή, αν η αντίδραση ήταν πιο άμεση, δεν θα είχαμε αυτή την εξάπλωση; «Είναι βέβαιον. Σκεφθείτε ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε παγκόσμια κλίμακα για τον Εμπολα μόλις τον Αύγουστο του 2014, ενώ η επιδημία είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Πιστεύω την επόμενη φορά να έχουμε μάθει από
τα λάθη μας».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ