Τι πραγματεύεται το έργο; «Την ιστορία δύο δούλων και των αφεντικών τους, οι οποίοι ναυαγούν σε ένα νησί που έχει καταληφθεί από εξεγερμένους έλληνες σκλάβους. Σε αυτό το νησί επιβάλλεται η ανταλλαγή ρόλων: οι σκλάβοι γίνονται αφέντες και οι αφέντες σκλάβοι. Ο στόχος είναι ο εξανθρωπισμός: τα αφεντικά να συνειδητοποιήσουν πόσο άδικα έχουν φερθεί, να μετανοήσουν, να περάσουν από όλα τα στάδια, και αν τελικά αξίζουν, να σωθούν και να επιστρέψουν στην προηγούμενη κατάσταση».
Ερμηνεύετε τη σκλάβα Κλεάνθη, η οποία όταν αναλαμβάνει τον ρόλο της «κυρίας» γίνεται επικίνδυνα σκληρή. Φαντάζει κόντρα ρόλος… «Υπάρχει και αυτή η πλευρά μου. Βγαίνει σπάνια, αλλά όταν αναγκαστώ να φερθώ με σκληρότητα θα το κάνω απόλυτα. Από τις πρώτες πρόβες είχα μια ευκολία απέναντι στον χαρακτήρα που ερμηνεύω. Είχα όμως ταυτόχρονα μια άρνηση να επαναλαμβάνω αυτή τη συμπεριφορά. Απέφευγα να κάνω πρόβα τη σκηνή όπου βασανίζω την κυρία μου,
τη Βίκυ Βολιώτη, δηλαδή».
Η εξουσία στο έργο είναι ποθητή και τελικά αποτρόπαιη. Σας ελκύει; «Καθόλου. Είμαι δυναμικός χαρακτήρας και αν έχει καθοριστεί εξαρχής να ηγηθώ κάπου θα το κάνω. Δεν είναι, όμως, κάτι που προτιμώ».
Στον έρωτα είστε εξουσιαστική; «Πλέον δεν είναι το ζητούμενο. Προσπαθώ να βρω τον τρόπο να αφήσω χώρο στον άλλον και το ίδιο διεκδικώ και για εμένα».
Τον Απρίλιο υποδύεστε ξανά τη Μαρία Πολυδούρη στην παράσταση «Οδός Πολυδούρη». Κάθε ρόλος προσθέτει και κάτι σε έναν ηθοποιό; «Φέρνει στην επιφάνεια στοιχεία που μπορεί να μη συνειδητοποιείς ότι διαθέτεις. Στη ζωή οι ηθοποιοί θεωρούμαστε «κραυγαλέοι». Επειδή χρησιμοποιούμε σε υπερθετικό βαθμό τα εκφραστικά μας μέσα, οι αντιδράσεις είναι πιο έντονες. Δεν σημαίνει ότι δεν είναι αυθεντικές, όμως αυτό που για εμάς είναι απενοχοποιημένο μπορεί για τον απέναντι να είναι ακραίο».
Τι σας ενοχλεί στο ελληνικό θέατρο; «Δεν υπάρχει μια σχολή, πώς είναι η ρωσική, πώς είναι η αμερικανική. Δείτε πόσες σχολές υπάρχουν, πόσες θεατρικές παραστάσεις. Χρειάζεται καλύτερη εκπαίδευση. Οταν συναντιόμαστε όλοι μαζί, να μην ξεκινάμε από το μηδέν».
Ο Πρωθυπουργός είναι 40 ετών. Πρόκειται για τη δικαίωση μιας γενιάς; «Θα ήθελα και άλλους νέους ανθρώπους σε υψηλές θέσεις. Σε αυτή τη δύσκολη στιγμή, ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν θα κριθεί από την ηλικία του, αλλά από το πώς θα διαχειριστεί την κατάσταση. Ολα μοιάζουν να είναι εναντίον του και αυτό δεν με κάνει αισιόδοξη. Δεν είμαι, όμως, από τους ανθρώπους που βγάζουν εύκολα συμπεράσματα, ειδικά όταν η πρόθεση μου φαίνεται έντιμη».

Πώς δεν θα θέλατε με τίποτα να έχετε καταλήξει σε δέκα χρόνια από τώρα;
«Αυτό αναρωτιέμαι και εγώ. Εχω επιλέξει, πάντως, έναν τρόπο ζωής που δεν πιστεύω ότι θα έχει φοβερές αποκλίσεις στο μέλλον».
Αν έρθει ένα παιδί δεν θα αλλάξει τα πάντα; «Θα πρέπει να είναι μια επιλογή που δεν θα νιώσω ότι μου στερεί την ελευθερία μου. Κοιτάξτε, μπορεί να είσαι 15 ώρες με το παιδί σου και να είναι κάτι υπέροχο, μπορεί να είσαι μόλις μία ώρα και να είναι ανυπόφορο».
Χρησιμοποιείτε τη φαντασία στην καθημερινότητα; «Ναι, όχι όμως για να δραπετεύω από την πραγματικότητα. Μπορεί, για παράδειγμα, να φανταστώ ότι η καρέκλα απέναντι ζωντάνεψε και αφηγείται την ιστορία της. Από παιδί είχα την ανάγκη σε οτιδήποτε άψυχο να βρίσκω ζωή. Ετσι αντιμετωπίζω και τους ανθρώπους. Τους παρατηρώ, τους «φαντασιώνομαι» πέρα από αυτό που εκείνοι μου δείχνουν. Θέλω να ξαφνιάζομαι».
Για ποια κατάκτησή σας παλέψατε πιο πολύ; «Για να ορίζω μόνη μου τη ζωή μου».
Τι είναι αυτό που σας κινητοποιεί; «Η ιδέα του τέλους. Στην ταινία «Αύγουστος», η Τζούλια Ρόμπερτς λέει «αν ήξερα ότι αυτό είναι η ζωή, δεν θα σηκωνόμουν από το κρεβάτι». Με εμένα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Επειδή ο θάνατος με φοβίζει, με ενεργοποιεί».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ