Τι πραγµατεύεται η παράσταση; «Είναι ένα έργο του Αργύρη Εφταλιώτη γραµµένο το 1894. Δεν έχει ξαναπαιχτεί στην Ελλάδα. Το θέµα είναι παρµένο από το δηµοτικό τραγούδι «Του νεκρού αδελφού». Eνας γιoς που σηκώνεται από το µνήµα, βρικολακιάζει δηλαδή, προκειµένου να εκπληρώσει το τάµα που έκανε στη µάνα του: να φέρει πίσω από τα ξένα την αδελφή του. Ο Εφταλιώτης γράφει σε µια καταπληκτική γλώσσα, δηµοτική, «µαλλιαρή» δηλαδή. Κάναµε δουλειά µε το κείµενο».

Ενα έργο του 1894 γιατί να είναι επίκαιρο; «Εχει αναφορές στην ελληνική ρίζα. Από την άλλη, αναρωτιέµαι αν ό,τι κάνουµε στο θέατρο, που είναι τελικά ένα παιχνίδι, εκ προοιµίου πρέπει να έχει µια εντελώς άµεση αναφορά στο σήµερα».

Υπάρχει πάντως µια τάση στροφής στην παράδοση µετά την επιτυχία της «Γκόλφως» του Καραθάνου. «Δεν θα το έλεγα τάση. Και το 1975 το Ελεύθερο Θέατρο ανέβασε την «Γκόλφω», µε άλλη µατιά βέβαια. Είναι µια αναγκαιότητα να ξανακοιτάξουµε πράγµατα που θεωρούµε ουσιαστικά αλλά και να δούµε στοιχεία που δεν µας αρέσουν: δεισιδαιµονίες, προκαταλήψεις, αµορφωσιά. Δεν είµαστε λαός αγγέλων».

Εγκαταλείψατε ποτέ το θέατρο; «Εφυγα για τέσσερα χρόνια, από το 1979 µέχρι το 1983. Εγιναν κάποια δυσάρεστα γεγονότα στη δουλειά και τότε δεν σήκωνα µύγα στο σπαθί µου. Δεν µε ενδιέφεραν ούτε τα χρήµατα ούτε το θέατρο. Μετά έκανα παιδί και έπρεπε να κάνω τη δουλειά που ήξερα για να επιβιώσω. Και έκανα το σωστό, γιατί αν δεν γυρνούσα δεν ξέρω πόσο καλά θα τα πήγαινα µε τη Νένα».

Τι θα µπορούσε να είχε συµβεί; «Να είχα εξοκείλει. Γενικώς είµαι τεµπέλα. Δεν έχω στρωθεί δηλαδή να πάρω ένα δίπλωµα, να µάθω γλώσσες, να οργανώσω µια άλλη ζωή. Γιατί το ήθελα πολύ από µικρή το θέατρο και µε στεναχωρούσε ότι ο χαρακτήρας µου µε εµπόδιζε να προσαρµοστώ».

Είναι αξιοκρατικά τα πράγµατα στον χώρο σας; «Οχι. Eπαιξαν πολλά ρόλο. Κατ’ αρχάς η υπερπροσφορά ηθοποιών, οι σχολές «βγάζουν» ηθοποιούς ανεξέλεγκτα. Υστερα η τηλεόραση, το λάιφσταϊλ. Για να γίνεις ηθοποιός σήµερα, πρέπει να είσαι ψηλή και ξανθιά. Μου έχει τύχει πολλές φορές να ακούσω: «Δεν κάνει αυτή». «Μα γιατί;» ρωτάω. «Είναι χοντρούλα» απαντούν. Γίνοµαι έξαλλη».

Πώς προσεγγίζετε έναν ρόλο; «Δεν έχω µέθοδο. Είναι αυτονόητο ότι ο ηθοποιός τον εαυτό του χρησιµοποιεί. Οταν έκανα την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, προσπάθησα να κάνω τη Νένα και όχι την Ευτυχία, να µη µιµηθώ δηλαδή, αλλά να βάλω τη Νένα στη ζωή ενός άλλου ανθρώπου».

Ακούγεται σχιζοφρενικό.
«Οχι δα. Ο ηθοποιός έναν µηχανισµό έχει. Πρώτα συγκέντρωση για να µπεις στον ρόλο και µετά γυρνάς πάλι το κουµπί και είσαι ο εαυτός σου. Κάθε άνθρωπος εν δυνάµει ηθοποιός είναι, αρκεί να θέλει να επικοινωνήσει µε τον άλλο, εκθέτοντας τα µύχια της ψυχής του».

Η τηλεόραση σας λείπει; «Καθόλου. Επαιξα τώρα σε ένα επεισόδιο της «Δέκατης Εντολής». Γενικά όµως, ενώ είχα προτάσεις, το θεωρώ όλο αυτό κούραση για ένα τελικά αµφίβολο αποτέλεσµα. Και το λέω από αυτά που βλέπω».

Οι κινήσεις της νέας κυβέρνησης πώς σας φαίνονται; «Τις βλέπω µε αναµονή. Αντιλαµβάνοµαι ότι τα πράγµατα είναι δύσκολα. Πιστεύω ότι έχουν την πρόθεση. Γιατί οι άλλοι δεν την είχαν. Είναι το τελευταίο µας χαρτί».

Στον έρωτα τι έχετε αποµυθοποιήσει; «Δεν θα πω καµιά πρωτοτυπία. Ο έρωτας είναι κάτι δυνατό που γρήγορα χάνεται. Δύσκολη είναι η αγάπη: και να αγαπάς κατ’ αρχήν τον εαυτό σου, να τα πας καλά µαζί του».

Εσείς τα έχετε καταφέρει; «Σε µικρό βαθµό. Γενικά είναι η συνισταµένη πολλών πραγµάτων: από το πώς θα σου έρθουν τα πράγµατα µέχρι τη σχέση σου µε τους ανθρώπους, τη φιλοδοξία που έχεις. Ο πολύ φιλόδοξος υποφέρει. Και για εµένα ο µόνος ο λόγος για να υποφέρει κανείς στη ζωή είναι γιατί δεν αγαπά και δεν αγαπιέται».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ