Στον «Νοέµβριο», οι ήρωες από κοµπάρσοι γίνονται απρόσµενοι πρωταγωνιστές µέσα από στιγµές προσωπικής ποιητικότητας. Συναντάµε τέτοιους ανθρώπους στα στενά της πόλης; «Οι ήρωες της λογοτεχνίας είναι πλασµατικοί, ελλειπτικοί, αυθαίρετοι. Αναµφίβολα, όµως, θα συναντούσε κανείς ανθρώπους µε κάποια χαρακτηριστικά τους παντού, κυρίως στις σπείρες του µυαλού, όπου τελικώς εκκολάπτονται και αποκτούν έναν αυτόνοµο, σκιώδη βίο, µέσα στον δικό τους τόπο και χρόνο».

Δίνετε την αίσθηση ενός «επίµονου αρχαιολόγου» στιγµών του Β΄ Παγκοσµίου, του Εµφυλίου… Ηρθατε στη ζωή σε λάθος εποχή; «Καθόλου. Ο χρόνος προσλαµβάνεται πάντα προσωπικά, µυθικά. Επιπλέον, κάθε συγγραφέας οφείλει να κουβαλάει µέσα του όλον τον ελληνισµό (και όχι µόνον) ως πολυδιάσταση ιστορική, κοινωνική, καλλιτεχνική. Είναι µια στάση αυτοσυναίσθησης. Δείτε: ο Καβάφης, ο Σολωµός, ο Παπαδιαµάντης φέρουν µέσα τους το σύνολο του ελληνισµού, στη διαδροµή του, αλλά µε διαφορετικό τρόπο αντίληψης».

Ο συγγραφέας µε το έργο του κατακτά την αθανασία; «Αθανασία λένε τη γυναίκα µου και είναι η µόνη που έχω κατακτήσει – έστω σε κάποιον βαθµό. Δεν ξέρω – αθάνατα θεωρούνται τα µεγάλα έργα, αν κι αυτό πάλι είναι υπό αίρεση. Το δικό µας σαρκίο είναι θνητό – ευτυχώς. Και έχουν σειρά κι άλλοι, να παίξουν το µεγάλο παιχνίδι µε τις αυταπάτες».

Τα διηγήµατά σας εκτυλίσσονται στη Βόρεια Ελλάδα. Σκέπτεστε ότι αυτό ενδεχοµένως να σας έχει στερήσει αναγνώστες;
«Αν ήταν έτσι, τότε δεν θα διαβάζαµε ξένους συγγραφείς. Στη λογοτεχνία οι χάρτες είναι αυθαίρετοι. Εγώ τοποθετώ µια ιστορία εδώ ή εκεί, κατά βούληση, συνήθως δε σε µέρη αληθοφανή, πλην επινοηµένα. Βάζω µια ψεύτικη οδό δίπλα σε µια πραγµατική. Αλλά τι σηµαίνει “πραγµατική”; Τίποτε, για την αφήγηση».

Είστε «κλέφτης» στιγµών των ανθρώπων γύρω σας; «Μόνο κλέφτης; Και καταχραστής και λαθρακουστής. Διότι η πυρετική παρατήρηση είναι – σχεδόν – το παν. Από εκεί προκύπτει και το ιερότερο, η έµπνευση, η άνωθεν επίσκεψις. Είναι ευλογία, απρόσµενη έλλαµψη. Ιλιγγος και ρίγος. Αλλά εντελώς αχειραγώγητη, αδέσποτη, η άτιµη».

Πώς φαντάζεστε τους αναγνώστες σας; «Χαλαρούς, ευφυείς, υποψιασµένους, που κατανοούν το παίγνιο, περισσότερο απ’ όσο δείχνουν. Που, διαβάζοντας, βουρκώνουν, ή χαµογελούν, νιώθοντας το βαθύτερο αίνιγµα, τους υπαινιγµούς-αθερίνες που διαφεύγουν».

Για το µέλλον της χώρας είστε αισιόδοξος ή «όλα βαίνουν καλώς εναντίον µας» όπως είναι και ο τίτλος ενός βιβλίου σας;
«Η Ελλάδα έζησε και µετά τον θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου, µετά την Κατοχή και τον Εµφύλιο, µετά τον Κωνσταντίνο Καραµανλή. Θα ζήσει και τώρα. Θα περάσουµε ακόµη µια φάση οδύνης και µετά πάλι θα αστραφτογεννηθούµε αποξαρχής, για να συνεχίσουµε τον διχασµό µε τον παλιό µας ενθουσιασµό».

Τι θα σας έκανε να χειροδικήσετε;
«Αν δω να πειράζουν κάποιον ανυπεράσπιστο άνθρωπο, όποιος και να ’ναι, ό,τι και να πιστεύει. Επίσης, αν δω να βασανίζουν κάποιο ζώο. Τότε δεν θα ήθελα απλώς να χειροδικήσω, αλλά να κατείχα δέκα νταν και να ρίξω το ξύλο της αρκούδας».

Σε ποιον θα απονέµατε εφέτος το Νοµπέλ;
«Στον Θανάση Βαλτινό».

Στην Ελλάδα ζούµε πλέον την επέλαση των µπεστ σέλερ µιας γυναικείας «ροζ λογοτεχνίας». Σας ενοχλεί; «Ας διαβάζει ο κόσµος, κι ας είναι οτιδήποτε. Το ένα φέρνει το άλλο. Και ύστερα βγάζουν χρήµατα από τα ροζ και οι εκδοτικοί οίκοι και µπορούν να πληρώνουν σωστά κι εµάς. Μπερεκέτι».

Εχετε συλλάβει το επόµενο βιβλίο σας;
«Δουλεύω τρία βιβλία µαζί: ένα µυθιστόρηµα, µια λοξή αυτοβιογραφία και γράφω και διηγήµατα. Ιδέες πολλές. Το πνεύµα όπου θέλει πνει. Τι κρίµα που µόλις παρέκαµψα τα 60 χρόνια…».

Ασχοληθήκατε µε τις µυθικές µορφές του Βαµβακάρη και του Τσιτσάνη. Αν το ρεµπέτικο ήταν ένα τραγούδι, ποιο θα ήταν; «Χαράµατα, η ώρα τρεις, θα ’ρθω να σε ξυπνήσω…».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014