Πρωταγωνιστείτε στις «Τρωάδες». Με τόσα μέτωπα πολέμου ανοιχτά, πόσο επίκαιρο είναι το έργο; «Οι «Τρωάδες» πριν από 2.500 χρόνια και τα γεγονότα σήμερα, από το Ντονέτσκ ως τη Γάζα, αποδεικνύουν ότι η ανθρωπότητα λειτουργεί εμπειρικά, έχει ανάγκη να βάζει εκ νέου το δάχτυλο στην πληγή, δεν μαθαίνει. Η Ιστορία επαναλαμβάνεται και νικητές και ηττημένοι συμπεριφέρονται ακριβώς το ίδιο: πάλι βιάζουν, πάλι κλέβουν τις γυναίκες, πάλι σκοτώνουν τους άνδρες».
Αισθάνεστε δέος όταν καταπιάνεστε με την αρχαία τραγωδία; «Αισθάνομαι θαυμασμό. Τo αρχαίο δράμα συλλαμβάνει την πηγή της ζωής με πολύ απλά λόγια –μιλάμε για ένα βαθιά λαϊκό θέατρο. Και τα αρχαία κείμενα μας υπερβαίνουν. Είναι πάντα εκεί, και όσο και να τα ταλαιπωρήσουμε, αυτά απαστράπτουν. Μένουν άτρωτα από τη βλασφημία μας».
Αναφερθήκατε στη βλασφημία. Υπάρχει μια έντονη συζήτηση για το αν όλοι δικαιούνται να ανεβάζουν αρχαίο δράμα. «Ολοι όσοι ασχολούνται με την τέχνη δικαιούνται να πειραματιστούν με τα κείμενα. Τα κείμενα ερμηνεύονται ανάλογα με την εποχή τους, αλλιώς θα ήταν μουσειακό είδος. Εδώ, ζητάμε από τους νέους ανθρώπους να ανακαλύψουν με φρέσκια ματιά νέα πράγματα. Κανείς δεν είναι ο επαΐων».
Θα επιλέγατε τον Στέλιο Μάινα για κωμικούς ή δραματικούς ρόλους; «Στην εποχή των δασκάλων μου, ηθοποιούς της δικής μου κατηγορίας τους έλεγαν «τζενέρικους», γενικών καθηκόντων. Δεν είμαι κωμικός εκ φύσεως, έχω μάθει έναν τρόπο να παίζω την κωμωδία. Οι κωμικοί δεν έχουν μάθει έναν τρόπο, απλώς δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Ξεκλειδώνουν την προσωπική τους ήττα γελοιοποιώντας τη, βγάζοντας γλώσσα στον θάνατο».
Διαβάζετε κριτικές; «Βεβαίως, ο κριτικός δεν είναι μηχανή, είναι άνθρωπος, έχει χαρακτηριστικά τα οποία έχω και εγώ ή δεν τα έχω. Ετσι, ή ταυτίζεται μαζί μου και με συμπαθεί ή με αντιπαθεί».


Αρα, είναι χρήσιμες οι κριτικές; «Ολες οι κριτικές έχουν έναν πυρήνα κοντά στην αλήθεια, την οποία ο έξυπνος ηθοποιός έχει υποχρέωση να ανακαλύπτει –αναφέρομαι βεβαίως σε κριτικούς που έχουν ένα επίπεδο γνώσης. Εχω συμφωνήσει με κακές κριτικές που μου έχουν γίνει. Εχω πει και σε κριτικό «ήμουν κακός και ήσουν επιεικής»».
Σας προβλημάτισε αρχικά ότι γίνατε γνωστός από την τηλεόραση; «Με πανικόβαλε η επιτυχία. Είναι Χριστούγεννα, εποχή του «Οι μεν και οι δεν» –μια σειρά που αγαπώ –και με έχουν καλέσει σε σαλόνι καραβιού, όπου παρουσιάζεται το πρωινό πρόγραμμα σταθμού. Κατεβαίνω στον έρημο Πειραιά, ένας oδηγός με πλησιάζει και μου λέει «μεγάλε, πες μας τίποτα να γελάσουμε». Το επόμενο που έκανα ήταν να ζητήσω δουλειά από τον Χουβαρδά στο Θέατρο του Νότου, όπου έπαιξα στη «Δωδέκατη νύχτα»».


Στο παρελθόν έχετε δεχθεί αναίτια επίθεση από μετανάστες. Αν σήμερα περάσετε από έναν σκοτεινό δρόμο και δείτε μια παρέα μεταναστών να κουβεντιάζει θα νιώσετε φόβο; «Αν απλώς κουβεντιάζουν, όχι, αν νιώσω ότι είναι επιθετικοί μαζί μου, ναι. Ο μετανάστης δεν φοράει συγκεκριμένα ρούχα, δεν γράφει στο κούτελο «μετανάστης». Σε μια κοινωνία που είναι στα όρια της εξαθλίωσης, οποιοσδήποτε μπορεί να βρεθεί και να σου επιτεθεί, Ελληνας, Τούρκος, Ιρλανδός».
Εχετε δηλώσει ότι ο καλλιτέχνης που μπαίνει στην πολιτική «θολώνει» λίγο την κατεύθυνσή του. «O καλλιτέχνης έχει δικαίωμα να πολιτευτεί, αλλά πολλές φορές, ερήμην του, θα χρησιμοποιηθεί η δημοφιλία του εις βάρος της πολιτικής. Θα κριθεί πιο ευνοϊκά, δανειζόμενος από έναν άλλο τομέα».
Αποκλείεται να σας δούμε υποψήφιο κάποια στιγμή; «Αποκλείεται».
Παίζετε κιθάρα. Ποιο είναι το αγαπημένο σας κομμάτι; «Το «Lilac Wine». Eνα κομμάτι της δεκαετίας του 1950 που το έκανε επιτυχία ξανά ο μεγάλος Τζεφ Μπάκλεϊ».


Τι πιστεύετε για τη νέα γενιά κινηματογραφιστών; Σας αγγίζει η σχολή Λάνθιμου; «Δεν είναι η αισθητική μου, δεν θα έγραφα εγώ έτσι, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτε. Καταλαβαίνω τη δυναμική και την αξία του αντικειμένου. Βεβαίως, με τους φίλους μας στις Κάννες ή στη Βενετία να λένε «Ελλάδα, κάντε μας και ένα άλλο ακόμη, δώστε μας κι άλλη αμφισβήτηση», όλο αυτό έχει γίνει λίγο μόδα».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ