Τριάντα χρόνια
Αρνήθηκε την πρόταση. Μπορεί μεν «πας μη εγκάθετος, χρήσιμος για τον τόπο», όπως έγραψε στην επιστολή του στον Αλέξη Τσίπρα, αλλά τελικώς είναι τόσο πολλές οι υποχρεώσεις που έχει αναλάβει που, όπως είπε, δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα και στην Ευρωβουλή.
Για μία ακόμη φορά απέδειξε τη μεγάλη του οξυδέρκεια. Επαιξε το παιχνίδι της δημοσιότητας, δημιουργήθηκε η φημολογία, και στο τέλος τούς εξέθεσε μετατρέποντας ένα κόμμα εξουσίας σε κομπάρσο στο «Αλ Τσαντίρι». Ο Λάκης εκμεταλλεύτηκε την αφέλεια και την απειρία ορισμένων στην Κουμουνδούρου. Δεν υπήρχε περίπτωση να δεχόταν. Ούτε καν το σκέφτηκε. Γιατί, πράγματι, τι δουλειά έχει εκείνος στην Ευρωβουλή χωρίς τα ανέκδοτα, τις μούτες, τα βιντεάκια, τα μαργαριτάρια των ξανθών και τις κυρίες Ανθούλες από το κοινό να τον αποθεώνουν;
Μακριά από το γυαλί θα ήταν ένας ακόμη εξωτικός μεσήλικος, στην «πινακοθήκη των τεράτων» που, σύμφωνα με τον «Εconomist», είναι το Ευρωκοινοβούλιο. Μια «τελεπερσόνα» εντελώς άσχετη με τη νομοθετική διαδικασία και απολύτως ανεπαρκής. Αλλωστε, οι αφόρητες Βρυξέλλες θα του προκαλούσαν κατάθλιψη, ενώ ο μισθός του ευρωβουλευτή θα έμοιαζε πενιχρό φιλοδώρημα σε σύγκριση με τα τηλεοπτικά συμβόλαια που μπορεί να εξασφαλίσει ένας διάσημος προστάτης της φτωχολογιάς! Ο Λάκης ασφαλώς δεν είναι τυχαίος. Είναι ο απόλυτος Ελληνας, με συναίσθηση της υποκρισίας, των αντιφάσεων, του δράματος του να είσαι νεοέλληνας. Γι’ αυτό και αγαπήθηκε τόσο από όλους. Εψαξε μέσα στον εαυτό του, βρήκε κάτι από τον καθένα μας και μας το πρόσφερε με νόημα.
Με τους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» σκιαγράφησε μια ολόκληρη εποχή. Περιμέναμε το επόμενο βήμα. Το «Αλ Τσαντίρι», με τις ομολογουμένως καλές και απολαυστικές στιγμές του, χωρούσε σε κάθε σπίτι, χαϊδεύοντας αφτιά, στρογγυλεύοντας τις γωνίες, βάζοντας κάτω από το χαλί τις παραφωνίες. Για όλα φταίει ο «άλλος», οι πολιτικοί, η Μέρκελ, κήρυττε όταν έπαυε να είναι διασκεδαστικός, με έναν αφόρητα ντεμοντέ μελό διδακτισμό. Ευτυχώς, σύντομα περνούσε σε ένα ακόμη βίντεο του Αλέξανδρου Πετρίδη. Γελούσαμε και πάλι. Ανώδυνοι, όμως, στόχοι για έναν τόσο ισχυρό καλλιτέχνη.
Στην ίδια τάξη
«Γιατί να έχει όρια η σάτιρα; Μήπως έχει όρια η βλακεία;» δήλωσε κάποτε ο Λάκης. Και είναι, πράγματι, καλός στη σάτιρα. Το παιδί που έγραφε συνθήματα στις τουαλέτες που έκανε στάση το ΚΤΕΛ μπορούσε να δίνει πλέον τον παλμό μιας χώρας σε νευρική κρίση. Δικαιούται, όμως, να ομιλεί; Να θρηνεί; Να υβρίζει το σύστημα;
Πολλοί τον χαρακτηρίζουν αριστερό ψάλτη με δεξιά τσέπη. Κατηγορία φτηνού λαϊκισμού. Το πρόβλημα δεν είναι η οικονομική επιφάνεια. Για πολλούς το πρόβλημα είναι η ενοχλητική αίσθηση ότι ο Λάκης δεν έχει εξελιχθεί
καλλιτεχνικά εδώ και πάνω από 20 χρόνια –ενδεχομένως και 30. Το τηλεοπτικό του έργο, εδώ και δύο δεκαετίες, είναι μια αδιάκοπη επανάληψη της πρώτης διασκευής των εμπνευσμένων θεατρικών ρόλων του της δεκαετίας του 1980.

Οπως λένε, ο Λάκης καλόμαθε με τη δημοσιότητα, με τον στρατό των θαυμαστών και με την ισχύ, με αποτέλεσμα να εθιστεί στα προνόμια και στο lifestyle της τηλεπερσόνας, από την οποία δεν μπόρεσε πραγματικά να αποδράσει. Δεν έγινε Γούντι Αλεν ούτε Αλμοδόβαρ, όπως πίστευε στα 35 του, μετά την πρώτη επιτυχία των «Μήτσων», ότι θα μπορούσε να γίνει. Δεν έγραψε τα μεγάλα σενάρια ούτε έζησε στο εξωτερικό για να απασχολήσει τον διεθνή Τύπο με τις «δημιουργίες» του.

Μετεξελίχθηκε, λοιπόν, σε οργανικό τμήμα μιας επαρχιακής –με τα ευρωπαϊκά μέτρα -κοινωνίας του θεάματος την οποία υποτίθεται ότι σατιρίζει. Ως ένας εξαιρετικά έξυπνος άνθρωπος, είναι βέβαιο ότι αντιλαμβάνεται το βαθύτερο οξύμωρο το οποίο ενσαρκώνει και υπηρετεί, ωστόσο αν κάτι διδάσκει η ζωή είναι ότι αυτό που είσαι δεν είναι παρά ένας επαναλαμβανόμενος κύκλος τον οποίο δεν μπορείς ούτε να αλλάξεις, ούτε να σπάσεις, ούτε να υπερβείς.

Αδέκαστη

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Μαΐου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ